Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Ο Μακεδονοκτόνος Καπετάν Γαρέφης και οι Γκρεκομάνοι



         Στο χωριό μου, το Πόζαρ, έχουν στήσει ένα άγαλμα του «Μακεδονομάχου» Καπετάν Γαρέφη. Όταν πηγαίναμε στο δημοτικό, οι δάσκαλοι μας μιλούσαν γι αυτόν και μας πήγαιναν στο άγαλμα να καταθέσουμε στεφάνι. Οι μεγαλύτεροι, όμως, τον αποκαλούσαν «κλεφτοκοτά». Εμείς ρωτούσαμε, γιατί τον αποκαλούν κλεφτοκοτά, ενώ εμείς σαν σχολείο τον τιμούσαμε? Οι γονείς μας απέφευγαν να μας πουν την αλήθεια, γιατί φοβούνταν, ότι εμείς από παιδική αφέλεια θα το λέγαμε στο δάσκαλο ή τον παπά και θα είχαν μπελάδες. Εκείνη την εποχή ο παπάς κι ο δάσκαλος ήταν το μάτι του καθεστώτος στο χωριό. Μόνο όταν μεγαλώσαμε, μάθαμε την αλήθεια.
  
       Ο Γαρέφης κατάγονταν από τις Μηλιές του Βόλου. Ήταν μισθοφόρος του  αξιωματικού του ελλαδικού στρατού Κωνσταντίνου Μαζαράκη. Ήρθαν στη Μακεδονία για να δολοφονούν και να τρομοκρατούν τους σχισματικούς και τους «Κομιτατζήδες» και να εκβιάζουν τα χωριά να επανέλθουν στην «ορθοδοξία».

Ο Γαρέφης παρουσιάζεται από πολλούς ως Σαρακατσάνος. Η οικογένεια του παππού του ήταν Σουλιώτικη και μετανάστευσε στην περιοχή του Βόλου μετά το 1803, όπως και όλοι οι Σουλιώτες καταδιωγμένοι από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Οι Σουλιώτες ήταν ορεσίβιοι Αλβανοί Ορθόδοξοι και κυρίως οι άντρες, λόγω ορθοδοξίας, ήξεραν και έγραφαν στα ελληνικά. Βασικό τους χαρακτηριστικό ήταν οι πολεμικές τους ικανότητες και η χρήση των όπλων για επιδρομές και ληστείες στα γύρω πεδινά χωριά. Ο πιθανότατα Αλβανός (Αρβανίτης) Γαρέφης έλεγε ότι είναι Σαρακατσάνος, διότι στα ορεινά της περιοχής όπου είχε λημεριάσει, υπήρχαν πολλοί Σαρακατσάνοι. Οι Σαρακατσάνοι, όμως, δεν είναι επιθετικοί κι αυταρχικοί, όπως ήταν ο Γαρέφης.

Όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Μαζαράκης, μετά την αποβίβασή τους σε παραλία της Λεπτοκαρυάς Κατερίνης, ανέβηκαν στα Πιέρια όρη. Κατευθύνθηκαν προς την Βέροια. Πριν φτάσουν στη μονή Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, που βρίσκεται ανάμεσα στην Κόκοβα (Πολύδενδρο) και το Κούτλες (Βεργίνα), συνάντησαν σκόρπιες καλύβες υλοτόμων και παραγωγών ξυλοκάρβουνου.

 Γράφει ο Μαζαράκης:
«Έπρεπε να εκλείψουν, να τρομοκρατηθούν…».
Για να δικαιολογήσει την τιμωρία αυτών των άοπλων και αθώων ξυλοκόπων, γράφει ότι
«… αποτελούν το δίκτυον επικοινωνίας μεταξύ Μακεδονίας και Ελλάδος, εξ ης μετέφερον κρυφίως όπλα γκρα οπλίζοντες τους βουλγαρίζοντας σχισματικούς. […] Περικυκλώνομεν τας (πλησιεστέρας τρεις) καλύβας και συλλαμβάνομεν δεκατρείς, με μορφάς απαισίας». Δηλαδή, έπιασαν 13 ξυλοκάπους στην τύχη. Προχώρησαν προς βορρά, «…με τους αιχμαλώτους εις το μέσον δεμένους ανα δύο…» και έφτασαν στον Αλιάκμονα. «Διαβαίνομεν τον ποταμόν δια του περάματος. Αφήκαμεν με τον Σπυρομίλιον εις τον Γαρέφην να αποφασίση με τον τελευταίον δρόμον της σχεδίας, η οποία εσύρετο με σχοινί από της μιας όχθης εις την άλλην. Ο Κώστας Γαρέφης δεν εδίστασε τι έπρεπε να κάμη. Είχομεν ήδη προχωρήσει πολύ και ταχέως, διότι εξημέρωνεν, ίνα απομακρυνθώμεν από το μέρος εκείνο της διαβάσεως, όπου ασφαλώς θα επανήρχοντο οι Τούρκοι, ότε ο Κώστας Γαρέφης ασθμαίνων μας φθάνει λέγων: «Η δουλειά τελείωσε, η τελευταία βαρκαδιά πνίγηκε» […] Από ημερών, αφ’ ης εγκαταλείψαμεν τον Αλιάκμονα, διάφορα πτώματα ενεφανίσθησαν εις τας εκβολάς του».
Ο Γαρέφης τους έριξε με δεμένα τα χέρια στα βαθιά νερά του Αλιάκμονα, με φυσικό επόμενο να πνιγούν όλοι.

Δυο εβδομάδες μετά την αποβίβασή τους στην Λεπτοκαρυά Κατερίνης (28-4-1905) και συγκριμένα στις 13-5-1903, γράφει ο Μαζαράκης, «την αποπομπήν του Μπάμπαλη και την λιποταξίαν πέντε ιδικών μου και έξι του Σπυρομίλιου… Εσκέφθην να τους αντικαταστήσω δι’ εντοπίων, αποστέλων τον Κώσταν Γαρέφην μέχρις Ολύμπου δια να στρατολογήσει εκ των ορεινών. […] Ελθόντες μετά καιρόν εύρον εμέ και εντάχθησαν υπ’ εμέ, […] Πολλοί τούτων υπήρξαν λησταί, ωραίοι και μεγλόσωμοι, […] τους εσυνήθισα εις την πειθαρχίαν και ήδη τον μισθόν τους τον ελάμβανον ανα δεκαήμερον, ως και οι λοιποί στρατιώται, δυόμισυ λίρας τουρκικάς και τέσσαρας έως πέντε οι δύο αρχηγοί των…».

Ληστές δεν ήταν μόνο εκείνοι που στρατολόγησε ο Γαρέφης στη Μακεδονία, αλλά και πολλοί από εκείνους που ήρθαν από την Ελλάδα. Ήταν ληστές, εγκληματίες και φυγόδικοι από την τουρκοκρατούμενη Κρήτη και αργόσχολοι που ήρθαν μόνο για τον μισθό. Ήταν άνθρωποι του υποκόσμου. Όσοι εκ των υστέρων κατάλαβαν, ότι δεν ήρθαν να καταδιώξουν «αιμοσταγείς Βούλγαρους Κομιτατζήδες», αλλά αθώους Μακεδόνες χωρικούς, έφυγαν και γύρισαν στην πατρίδα τους. Δεν ήταν τυχαίο, λοιπόν, που οι παλιοί Ποζαρίτες αποκαλούσαν τον Γαρέφη κλεφτοκοτά. Οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του ελλαδικού στρατού που ήρθαν στη Μακεδονία, ήταν οι πιο εκφασισμένοι από τους αξιωματικούς. Αλλιώς δεν θα μπορούσαν να δολοφονούν και τρομοκρατούν αθώους χωρικούς.

Ο Γαρέφης ορίστηκε από τον Μαζαράκη αρχηγός των ελληνικών συμμοριών στην επαρχία μας την Αλμωπία και την προς βορρά επαρχία Μοριόβου. Σ΄αυτές τις επαρχίες, όπως και στις γύρω, δεν υπήρχε ούτε ένα ελληνόφωνο χωριό για να το προστατεύσουν. Οι πατριαρχικοί, που λένε ότι διώκονταν από τους Εξαρχικούς, δεν διώχθηκαν ποτέ και μάλιστα είχαν άριστες σχέσεις μεταξύ τους. Όταν στο χωριό υπήρχε πατριαρχικός παπάς, πήγαιναν στην ίδια εκκλησία και οι σχισματικοί. Όταν ο παπάς ήταν σχισματικός, πήγαιναν στην εκκλησία του και οι πατριαρχικοί. Όταν υπήρχαν δυο παπάδες, πήγαιναν σε διαφορετικές εκκλησίες, αλλά σε γάμους, κηδείες, πανηγύρια, τους χορούς κάθε Κυριακή στην πλατεία του χωριού πήγαιναν όλοι μαζί. Δεν υπήρχε μεταξύ τους ούτε συγκρούσεις, ούτε προστριβές, ούτε καν έχθρα. Κάποια έχθρα και συγκρούσεις παρουσίαζαν στην κοινή γνώμη της Ελλάδας οι μητροπολίτες και οι σοβινιστές, για να προκαλέσουν εισβολή τρομοκρατικών συμμοριών στη Μακεδονία. Οι ίδιοι οι χωρικοί στην πλειοψηφία τους δεν ήθελαν ούτε το αμαρτωλό πατριαρχείο, ούτε την ελεγχόμενη από τους Βουλγάρους Εξαρχία. Πολλοί παρέμεναν στο πατριαρχείο, διότι δεν ήθελαν να πάνε από το ένα κακό στο άλλο. Έτσι, ο Γαρέφης ήρθε στην περιοχή μας, με μοναδικό σκοπό να δολοφονήσει επιφανείς επαναστάτες Μακεδόνες, αλλά και απλούς χωρικούς, για να τρομοκρατηθούν και να επιστρέψουν στο αμαρτωλό πατριαρχείο.

Για το πρώτο έγκλημα του Γαρέφη, τη δολοφονία 13 αθώων ξυλοκόπων, έγραψε ο επικεφαλής του Κ.Μαζαράκης. Στη συνέχεια ο Γαρέφης αποσχίστηκε και κανένας δεν έγραψε για τα εγκλήματά του σε Αλμωπία και Μορίοβο. Ο ίδιος εκτός του ότι ήταν αμόρφωτος, σκοτώθηκε νωρίς και δεν πρόλαβε να γράψει κάτι για τα κατορθώματά του. Κάτι έγραψαν μόνο για την τελευταία ενέργειά του, όπου και σκοτώθηκε.

Το προξενείο της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη έγραψε στην έκθεσή του (αρ. 419/ 12-8-1906), ότι «…έλαβε χώραν παρά το Μπάχοβον του Καζά Βοδενών συμπλοκή μεταξύ του υπο τον οπλαρχηγόν Κώσταν Γαρέφην ελληνομακεδονικού σώματος και των ηνωμένων βουλγαρικών συμμοριών Καρατάσου εξ Οστρόβου, Λούκα και Τσότσου εκ Μπαχόβου».

Ο Καραβίτης, που είχε συνεργασία με τον Γαρέφη και που έκαψε το μισό Πόζαρ και σκότωσε 17 Ποζαρίτες, μόνο και μόνο επειδή δεν πειθάρχησαν στις εντολές τους να επιστρέψουν στο αμαρτωλό πατριαρχείο τους , γράφει στα απομνημονεύματά του για δολοπλοκία που έστησε ο Γαρέφης με τον αρχιτσέλιγκα της Περιοχής Καραφιλιά. Γράφει ότι,

«Όταν αντελήφθη ο Γαρέφης ότι ο τσέλιγκας κρύπτει και αυτόν και τους Κομιτατζήδες, τον ανάγκασε να ομολογήση και να σκεφθούν μαζί τι σχέδιο να κάμουν, ούτως ώστε να μη σωθή κανείς Κομιτατζής, διότι θα διέτρεχε κίνδυνο ολόκληρο το τσελιγκάτο. Τι να κάμουν οι δυστυχείς Σαρακατσαναίοι, που είναι εκτεθειμένοι εις την διάθεση παντός κακοποιού και αυτοί και οι περιουσίες τους? […] Απεφασίσθη, λοιπόν, να αδειάσει το καλύβι του ο τσέλιγκας, να ψήση μια στέρφα και να καλέση τους κομιτατζήδες εκεί να φάγουν και να πιούν».

Ο συμπατριώτης του Γαρέφη Κ. Λιάπης γράφει στο βιβλίο του (Μορφές της Μαγνησίας, Κ.Γαρέφης, Βόλος 1973):
«Στη μια [καλύβα] βρίσκονταν οι δυο περιβόητοι αρχηγοί, οι Γραμματικοί τους, ο ταμίας Τζόλης, ο γερο-Ρίστο  Βέσκος κι ίσως κι ο γιός του Τσότσος, στην άλλη οι λιγοστοί άντρες του Τσότσου που, μερακλωμένοι, τραγουδούσαν “ηρωικά” δημοτικά της πατρίδας τους και το τραγούδι που εξυμνούσε τα “κατορθώματα” του Καρατάσου».

Ο αρχιτσέλιγκας Καραφιλιάς, όταν πια είχε ομαλοποιηθεί η κατάσταση, αποκάλυψε σε Μπαχοβίτες και Τσαρνεσοβίτες φίλους του, τι είχε συμβεί. Ο Γαρέφης, εκτός του ότι είχε απειλήσει «ηρωικά» με καταστροφή όλο το τσελιγκάτο, κράτησε αιχμάλωτο τον μικρότερο αδερφό του αρχιτσέλιγκα και τον είχε δεμένο σε μια οξιά. Έτσι ο αρχιτσέλιγκας αναγκάστηκε να πειθαρχήσει στις εντολές του. Ο Καραφιλιάς αποκάλυψε το σύνθημα Γκρόζντε (σταφύλι) και το παρασύνθημα λουμπενίτσα (καρπούζι) και ετοίμασε το γεύμα. Έβαλε τους οπλαρχηγούς στη μεριά που του είχε υποδείξει ο Γαρέφης και στην άλλη κάθισε ο ίδιος, ο πατέρας του Τσότσου, και ο ταμίας Τζόλε. Άγνωστο πως, στο Μακεδονικό Κομιτάτο έφτασε η πληροφορία της παγίδας που είχε στηθεί. Ένας αγγελιοφόρος στάλθηκε από το Τσάκονι για να ειδοποιήσει τον Τσότσο. Αυτός, καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πινακίδες στους δρόμου, μπερδεύτηκε και πήγε πρώτα στο Τσαρνέσοβο. Μέχρι να φτάσει στο Μπάοβο, η ζημιά είχε γίνει.

Ο Γαρέφης, γνωρίζοντας το σύνθημα και το παρασύνθημα, πλησίασε την καλύβα των αρχηγών ανενόχλητος και τους αιφνιδίασε. Ο συνοδός του καταπιάστηκε με τον αφοπλισμό και εξουδετέρωση του αιφνιδιασμένου σκοπού της εισόδου και ο Γαρέφης  μπήκε κι άρχισε να πυροβολεί τους ανύποπτους Μακεδόνες. Πυροβόλησε τον Καρατάσο στο πρόσωπο, τραυμάτισε βαριά τον Λούκα και ελαφρότερα στον μηρό τον Τσότσο. Ο πατέρας του Τσότσου, που θα ήταν το επόμενο θύμα, εντωμεταξύ πρόλαβε να αρπάξει το όπλο του, που ήταν ακουμπισμένο πίσω του και καθώς ήταν καθιστός, πυροβόλησε τον Γαρέφη στην κοιλιά. Ο Καρατάσος πέθανε ακαριαία ενώ ο Λούκα δυο μέρες αργότερα. Ο Γαρέφης μεταφέρθηκε σε κάποια καλύβα ενός τσέλιγκα προς το Καϊμακτσαλάν και ειδοποιήθηκε γιατρός από την Μπίτολα. Μέχρι να φτάσει εκείνος δυό μέρες μετά, ο Γαρέφης είχε πεθάνει. Τον έθαψαν κάπου στην Γκραντέσνιτσα του Μοριόβου.

Η εντολή του Γαρέφη προς τον αρχιτσέλιγκα Καραφιλιά ήταν να βάλει τους άντρες του Τσότσου στην διπλανή καλύβα. Ο Καραφιλιάς, όμως, είχε φιλίες μ΄εκείνους, καθώς κάποιοι ήταν βοσκοί και υλοτόμοι και πήγαινε συχνά στα δυο χωριά από τα οποία κατάγονταν εκείνοι για προμήθειες, πώληση προϊόντων, τους χορούς των Κυριακών κλπ. Δεν άντεχε να τους εκθέσει στον κίνδυνο να σκοτωθούν. Έτσι, σκέφτηκε και τους έβαλε σε μια άλλη καλύβα και στην καλύβα που του είχαν υποδείξει, άναψε μια φωτιά, για να φαίνεται ότι μέσα είναι οι Κομίτες φίλοι του. Οι άντρες της συμμορίας του Γαρέφη που τον ακολούθησαν σε μικρή απόσταση, άρχισαν να πυροβολούν την καλύβα, που ήταν φτιαγμένη με φτέρες. Το πρωί οι τσέλιγκες βρήκαν τις καρδάρες και τα ταψιά στα οποία έφτιαχναν το τυρί, κατατρυπημένες από σφαίρες. Οι Μπαοβίτες και Τσαρνεσοβίτες φίλοι τους, όμως, είχαν σωθεί. Μετά εκείνο το τραγικό συμβάν, ο Καραφιλιάς μάζεψε το τσελιγκάτο του, έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Ούτε καν σταμάτησε κάπου αλλού στην Μακεδονία, αλλά πήγε στα μέρη της Αλβανίας.

Οι Γκρεκομάνοι Μακεδόνες Έλληνες.

Τα δυο χωριά, όπου διαδραματίστηκε η αλληλοεξόντωση, βρέθηκαν σε μια απρόσμενη και πολύ δύσκολη θέση. Η ελληνικές συμμορίες έμπαιναν ακόμα και σε χωριά, που δεν είχαν δώσει κάποιο δικαίωμα και δολοφονούσαν και πυρπολούσαν, αδιακρίτως και χωρίς να ξεχωρίζουν πατριαρχικούς και σχισματικούς. Παράδειγμα το Πόζαρ, που το πυρπόλησαν και σκότωσαν 17 Ποζαρίτες, επειδή δεν είχε πειθαρχήσει στην εντολή τους να ενταχθούν στο αμαρτωλό τους πατριαρχείο. Στην περίπτωσή μας, όμως, εξοντώθηκε ο αρχηγός της ελληνικής συμμορίας στο βουνό του Τσαρνέσοβο (στη θέση Μπογκντάνιτσα) και αποκαλύφθηκε ότι υπάρχει εκεί ενεργό σώμα Κομιτών, με αρχηγό από το Μπάοβο. Η βαριά τιμωρία ήταν σίγουρη.

Ο Καπετάν Τσότσος, όπως και οι άντρες του σώματός του, βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Ήταν ορατός ο κίνδυνος να σκοτωθούν συγχωριανοί τους και να καταστραφούν περιουσίες και ασφαλώς θα τους καταλογίζονταν υπαιτιότητα. Η απλή δήλωση πίστης στον πατριαρχικό μητροπολίτη δεν φαινόταν ικανή να τους σώσει, αλλά μάλλον θα θεωρούνταν και υποκριτική. Έτσι πήραν μια πολύ τολμηρή και επώδυνη γι αυτούς  απόφαση. Εκτός του ότι δήλωσαν πίστη στον μητροπολίτη, του δήλωσαν ότι εντάσσονται στα ελληνικά σώματα και στο εξής θα εργάζονται για τον «Ελληνισμό». Έβαλαν την σωτηρία των δυο χωριών τους πάνω από την αξιοπρέπεια, τον αυτοσεβασμό και τα πιστεύω τους. Το ένστικτο της επιβίωσης είναι πιο ισχυρό από την αξιοπρέπεια και τα πιστεύω. Έτσι από αυτονομιστές Μακεδόνες Κομίτες ή «Βούλγαροι Κομιτατζίδες», όπως τους έλεγαν, έγιναν «Έλληνες Μακεδονομάχοι».

Οι Μακεδόνες τους συνεργάτες του πατριαρχείου και τους οπαδούς του τους έλεγαν Γκρεκομάνους, που στα Ελληνικά είναι Ελληνομανείς ή Ελληνόφιλοι. Έτσι η πλειοψηφία αυτών των δυο χωριών έγιναν Γκρεκομάνοι. Κάποιοι Γκρεκομάνοι υπήρχαν στα περισσότερα Μακεδονικά χωριά. Μετά την προσάρτηση της μισής Μακεδονίας από την Ελλάδα, οι περισσότεροι Μακεδόνας άρχισαν να δηλώνουν Έλληνες, δηλαδή έγιναν Γκρεκομάνοι. Όσοι τολμούσαν να μην υποκύψουν στον νέο δυνάστη, δολοφονούνταν, εξορίζονταν, εξαναγκάζονταν σε μετανάστευση ή υφίσταντο μεγάλες διώξεις. Η τρομοκρατία τους έκανε σχεδόν όλους Έλληνες. Σε ακόμη χειρότερη θέση βρέθηκαν οι Μακεδόνες αυτονομιστές που αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν  στην Σερβία ή την Βουλγαρία. Έγιναν Σερβομάνοι ή Βουλγαρομάνοι, για να επιβιώσουν. Αυτές οι δυο χώρες είχαν αυταρχικά καθεστώτα και δεν ήθελαν να ακούσουν για Μακεδόνες, όπως και η Ελλάδα. Όταν άλλαξε καθεστώς στη Σερβία το 1945, οι Μακεδόνες αυτοπροσδιορίστηκαν ως Μακεδονικό έθνος. Το Κ.Κ.Σερβίας τήρησε τις αρχές του και τους αναγνώρισε. Το Κ.Κ.Ελλάδας, όχι μόνο σταμάτησε να υποστηρίζει την θέση του για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία», αλλά αναθεώρησε και την απόφασή του για αναγνώρισε του Μακεδονικού έθνους.

Μετά την προσάρτηση της μισής Μακεδονίας στην Ελλάδα, το καθεστώς των Αθηνών για να τιμήσει τον δολοφόνο Γαρέφη, επέβαλε το όνομά του στο Τσαρνέσοβο και έστησε άγαλμά του στο χωριό, όπως και στο Πόζαρ, που έχει 17 δολοφονημένους από συναδέλφους του Γαρέφη. Στο Μπάοβο επέβαλαν το όνομα Πρόμαχοι, επειδή προηγείται σε Γκρεκομανισμό και πίστη στο αμαρτωλό πατριαρχείο από τα άλλα χωριά της επαρχίας. Επιπλέον, οι Αρχές έφτιαξαν ένα άγαλμα του Καπετάν Τσότσου και επιχείρησαν να το στήσουν στο Μπάοβο. Οι εξ αρχής, όμως, πιστοί στο πατριαρχείο διαμαρτυρήθηκαν, γιατί δεν ήθελαν να τιμάται ως Μακεδονομάχος ένας πρώην Κομίτης. Έτσι το άγαλμα στήθηκε στο πάρκο Καταρρακτών Έδεσσας. Κάποιοι Μακεδόνες, μη γνωρίζοντας όλη την αλήθεια, προκαλούσαν σ’ αυτό συχνά ζημιές.

Ο Καπετάν Τσότσος και οι Κομίτες άντρες του σώματός του δικαιούνται μεγάλων τιμών και δόξας, όχι μόνο από τους συγχωριανούς του Μπαοβίτες, αλλά και απ΄όλους τους Μακεδόνες της επαρχίας. Για να συνεργάζονται μαζί του τα κορυφαία στελέχη του Μακεδονικού απελευθερωτικού κινήματος Καρατάσο και Λούκα, σημαίνει ότι ήταν πολύ σημαντικό στέλεχός του.

Πρέπει να αποδίδονται σ΄αυτούς μεγάλες τιμές και δόξα:

Α. Για την συμμετοχή τους στον απελευθερωτικό αγώνα της Μακεδονίας.

Β. Για την σωτηρία των δυο χωριών από δολοφονίες και καταστροφές με την τολμηρή και επώδυνη προσχώρησή τους στον Γκρεκομανισμό.
  
       Μάης 2020       Τραϊανός Πασόης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου