Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Να οι ρατσιστές που αντιδρούν στον επαναναπατρισμό των Μακεδόνων Πολιτικών Προσφύγων !!!

Αναδημοσίευση από ανάρτηση του αντιμακεδονικού μπλογκ ΤΑ ΧΑΛΙΑ

taxalia.blogspot.com/2010/04/blog-post_5736.html


27 Απρ 2010
Ερώτηση για την απόδοση ιθαγένειας σε Σλαβομακεδόνες αρνησιπάτριδες
Του βουλευτή Φλώρινας, Στάθη Κωνσταντινίδη

ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
Προς τους Υπουργούς:
1) Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης
2) Εξωτερικών
Θέμα: Επαναχορήγηση Ελληνικής ιθαγένειας

Σύμφωνα με πρωτοσέλιδο δημοσίευμα κυριακάτικης εφημερίδας η Υφυπουργός Εσωτερικών κ. Θεοδώρα Τζάκρη έχει στείλει επιστολή στον Επίτροπο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Συμβουλίου της Ευρώπης Τόμας Χάμαμπεργκ με την οποία... τον ενημερώνει ότι η Ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη συντάξει νομοσχέδιο για την επαναχορήγηση Ελληνικής ιθαγένειας σε όλους όσους τη στερήθηκαν μετά τον εμφύλιο ως αρνησιπάτριδες, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο δημοσίευμα, και από τότε κατοικούν στη FYROM.

Είναι απορίας άξιον για ένα τόσο σοβαρό θέμα να εξελίσσεται σε επίπεδο απλής αλληλογραφίας. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο άλλωστε ανοίγει την κερκόπορτα σε χιλιάδες προπαγανδιστές πρώτης γραμμής του γειτονικού κρατιδίου να εισέλθουν στη χώρα με απρόβλεπτες συνέπειες για την κοινωνική συνοχή. Θα αποτελέσει ταυτόχρονα σημαντική ευκαιρία για επέκταση της σκοπιανής προπαγάνδας η οποία θα δημιουργήσει αντεθνικό πυρήνα εντός των συνόρων μας και θα ενισχύσει τον αλυτρωτισμό των γειτόνων μας.


Παρατίθεται επίσης στο δημοσίευμα συγκεκριμένο απόσπασμα της επιστολής Τζάκρη στο οποίο αναφέρεται, ότι το άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας παύει να ισχύει και το γεγονός αυτό δίνει τη δυνατότητα σε όσους το επιθυμούν να αποκτήσουν εκ νέου την Ελληνική ιθαγένεια καθώς και ότι η Ελληνική κυβέρνηση εξετάζει έναν αριθμό αιτήσεων ατόμων που στη βάση του παλαιού άρθρου 19 είχαν χάσει την Ελληνική ιθαγένεια.

Σύμφωνα με το άρθρο 133 του Κανονισμού της Βουλής Των Ελλήνων αιτούμαι την κατάθεση του επίμαχου εγγράφου που απέστειλε η Υφυπουργός Εσωτερικών στον Ευρωπαίο Επίτροπο, και εάν υπάρχει, της συνημμένης αλληλογραφίας, ώστε να έχω άμεση γνώση και ολοκληρωμένη ενημέρωση.

Κατόπιν τούτων ερωτώνται οι αρμόδιοι Υπουργοί:

1) Επεξεργάζεται η κυβέρνηση την κατάθεση σχετικού νομοσχεδίου για επανάκτηση της Ελληνικής ιθαγένειας;

2) Γνωρίζει ο Υπουργός Εξωτερικών την ύπαρξη και το περιεχόμενο της επιστολής;

3) Έδωσε ο Υπουργός Εσωτερικών κ. Ραγκούσης τη συγκατάθεση του για την επιστολή ή είχε άγνοια του θέματος;

4) Έχει αποτιμήσει η κυβέρνηση τις συνέπειες από την εφαρμογή τέτοιων νομοθετικών ρυθμίσεων;

5) Η επανάκτηση της Ελληνικής ιθαγένειας, όπως περιγράφεται στην επιστολή, προϋποθέτει για τον αιτούντα να είναι Έλληνας το γένος;

Αθήνα 26/4/2010 Ο ερωτών Βουλευτής
Ευστάθιος Κωνσταντινίδης
Βουλευτής Ν.Δ. Ν. Φλώρινας

Διαβάστε περισσότερα: http://taxalia.blogspot.com/2010/04/blog-post_5736.html#ixzz0mHqYlPn5


Τα σχόλιά μας θα ακολουθήσουν τις επόμενες μέρες
.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Επέτειος της Μακεδονικής Επανάστασης του 1822


Η 22α Απριλίου 2010 είναι η 188η επέτειος της Επανάστασης του 1822 στη Μακεδονία.
Είναι γνωστή ως επανάσταση του Βερμίου, λόγω του γεγονότος ότι επίκεντρό της ήταν το όρος Βέρμιο.
Είναι γνωστή επίσης και από το Ολοκαύτωμα της Νάουσας, που ολοκληρώθηκε στις 22 Απριλίου 1822.

Η Επανάσταση άρχισε στις αρχές Φεβρουαρίου 1822. Οι επαναστάτες κατέλαβαν τη Νάουσα και τα γύρω χωριά και στις 21 Φεβρουαρίου μπήκαν στη Βέροια. Αποχώρησαν, όμως, από αυτήν, γιατί πληροφορήθηκαν πως οι κατακτητές συγκέντρωσαν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις και θεώρησαν σκόπιμο να μη τις αντιμετωπίσουν σε πεδινό έδαφος, αλλά να τις παρασύρουν σε ορεινό.
Έτσι τις περίμεναν στην περιοχή της Μονής Δοβρά (Ντόμπρα Μογκρόντιτσα – Добра Богродица), περί τα 5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Βέροιας.
Εκεί, όχι μόνο τις απέκρουσαν, αλλά και προκάλεσαν σ΄αυτές πολύ μεγάλες απώλειες.. Αυτό εξαγρίωσε τις οθωμανικές αρχές και ανάγκασε τον Eμπού Λουμπούτ πασά της Θεσσαλονίκης, να ηγηθεί ο ίδιος μεγάλου εκστρατευτικού σώματος κατά των εξεγερμένων.
Στα τέλη Μαρτίου 1822 άρχισαν την π
ολιορκία της Νάουσας. Οι επαναστάτες, όχι μόνο απέκρουαν τις συνεχείς επιθέσεις, αλλά με αντεπιθέσεις προκαλούσαν μεγάλες απώλειες στους κατακτητές. Ο αγώνας, όμως, ήταν άνισος και βοήθεια δεν ήρθε από πουθενά.
Στις 18 Απριλίου 1822 δημιουργήθηκε η πρώτη ρωγμή στην άμυνα της πόλης. Μανιασμένοι οι Τούρκοι όρμησαν μέσα σκορπίζοντας παντού τον όλεθρο και την καταστροφή. Η άμυνα συνεχίστηκε στους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης.
Στις 21 Απριλίου οι επαναστάτες πραγματοποίησαν ηρωική έξοδο και κατάφεραν να φυγαδεύσουν πολλά γυναικόπαιδα προς τον Άγιο Νικόλαο.
Την επόμενη μέρα, η αντίσταση των επαναστατών κάμφθηκε. Όσοι εγκλωβίστηκαν, αντιμετώπισαν την μανία των κατακτητών.

Η πτώση 13 νέων γυναικών μαζί με τα μωρά τους στον καταρράκτη της Αράπιτσας, είναι ένα από τα πιο τραγικά και αξιοθαύμαστα γεγονότα, που δείχνουν τη βαρβαρότητα του κατακτητή και τον αυτοσεβασμό μέχρι αυτοθυσίας της Μακεδόνισας μητέρας.

Η επανάσταση είναι πολύ γνωστή και προβεβλημένη. Ελάχιστα γνωστή παραμένει όμως η σύνθεση των επαναστατικών δυνάμεων και η ταυτότητα των χωριών που καταστράφηκαν μαζί με τη Νάουσα. Παρόλο που έχουμε αναφερθεί σ’ αυτούς, θεωρούμε ότι έχουμε χρέος να το ξανακάνουμε ως απότιση φόρου τιμής σε εκείνους τους επαναστάτες και τα θύματα που θυσίασαν τη ζωή τους για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια.

Η Νάουσα ήταν μια από μια από τις πιο χαρακτηριστικές μακεδονικές κωμοπόλεις εκείνης της εποχής, της οποίας οι κάτοικοι στην συντριπτική τους πλειψηφία ήταν μακεδονικής καταγωγής. Το όνομά της ήταν Νιάουστα (Нјауста) ή Νέγκους (Негуш). Το όνομά της είναι βέβαια μακεδονικό, αλλά δεν είναι γνωστό από πού ακριβώς προέρχεται. Πιθανότατα είναι σύνθετες λέξεις.

Να (На) στα μακεδονικά σημαίνει στη ή στο. Ούστα (Уста) σημαίνει στόμιο. Δηλαδή Να ούστα, σημαίνει, «στο στομιο». Γκούσα (Гуша), σημαίνει «το βάθος του λαιμού». Να γκούσα, σημαίνει «στο βάθος του λαιμού».
Επειδή η θέση της πόλης πράγματι βρίσκεται «στο στόμιο» (Να ούστα) του «λαιμού» στον οποίο καταλήγει η χαράδρα του ποταμού Αράπιτσα, πιθανότατα ο αρχικός οικισμός να αποκαλούνταν Νάουστα. Η θέση «στο βάθος του λαιμού» (Να γκούσα, που παραφθάρηκε σε Νέγκους) πιθανότατα ήταν ο άλλος οικισμός.
Η πόλη, λοιπόν, που προέκυψε από τη σταδιακή συνένωση των δύο οικισμών, ήταν τελείως φυσικό να αποκαλείται με τα δύο ονόματα. Ελληνικό, πάντως, σίγουρα δεν είναι, καθώς και όλα τα γύρω χωριά είχαν μακεδονικές ονομασίες. Το όνομα Νάουσα δόθηκε στην πόλη μετά το 1913, επειδή το Νάουστα ταιριάζει με αυτό της Νάουσας της Πάρου.


Τα γύρω από τη Νάουσα χωριά, που επίσης καταστράφηκαν, αλλά δυστυχώς ελάχιστα μνημονεύονται, είναι τα: Γκόρνο Γκραμαντίκοβο (Άνω Γραμματικό), Ντόλνο Γκραμαντίκοβο (Κάτω Γραμματικό), Όσλιανι (Αγία Φωτεινή), που ανήκουν στο Ν. Πέλλας, Κουτσούφλιανι (Άγιος Παύλος), Ντραζίλοβο (Μεταμόρφωση), Φέτιτσα (Πολλά Νερά), Ράμνιτσα (δεν ξανακατοικήθηκε), Γκόρνο Σέλο (Άνω Βέρμιο), Ντόλνο Σέλο (Κάτω Βέρμιο – το Σέλο έγινε Σέλι και με αυτό το όνομα είναι γνωστό το χιονοδρομικό κέντρο της Βέροιας), Χοροπάν (Στενήμαχος), Μαρούσα – Ντόλιανι (Κουμαριά), Ιαβόρνιτσα (Τρίλοφον-Νέα Κούκλενα), Σούβα Λιβάντα (Ξιρολίβαδον), Τσόρνοβο (Φυτία), Ντόμπρα (Καλή Παναγιά), Κούμανιτς (Κομνήνιο), Ντόλνα Λούζιτσα (Τριπόταμος), Γκόρνα Λούζιτσα (Άνω Τριπόταμος), Τόπλιανι (Γεωργιανοί), Τσαρκόβιανη (Άγιος Ιωάννης-Μικρή Σάντα), Καρατάσι (Μαυροδένδρι). Δηλαδή σχεδόν όλα τα χωριά μεταξύ Βέροιας και Έδεσσας.

Τα τοπωνύμια μέσα και γύρω από την πόλη επίσης δεν ήταν ελληνικά, όπως Αράπιτσα, Μπάταν, Στουπάνοι κλπ. Η περιοχή όπου είναι ο αρχαιολογικός χώρος της Σχολής του Αριστοτέλη, ακόμα και σήμερα ονομάζεται Ισβόρια (ίσβορ στα μακεδονικά είναι η πηγή). Οι κάτοικοι είχαν ως μητρική γλώσσα τη μακεδονική και τη βλάχικη και αρκετοί από αυτούς γνώριζαν και την ελληνική.

Αλλά και τα χωριά του κάμπου της Νάουσας, για τα οποία επίσης υπάρχουν πληροφορίες που λένε ότι καταστράφηκαν, δεν είχαν ελληνικά ονόματα, ούτε ήταν ελληνόφωνα. Τσαρμαρίνοβο (Μαρίνα), Γιανάκοβο (Γιαννακοχώρι), Γκολίσανι (Λευκάδια), Κοπάνοβο (Κοπανός), Ντόλνο Κοπάνοβο (Χαρίεσα), Μινόστιτσα (Μονόσπιτα), Γιάντσιστα (Άγιος Γεώργιος), Βέστιτσα (Αγγελοχώρι) κλπ.
Οι κάτοικοι και αυτών των χωριών μέχρι το 1912 μιλούσαν αποκλειστικά τη μακεδονική.


Το ίδιο συνέβαινε και με τα ορεινά χωριά της Βέροιας, όπως και νότια αυτής. Η Βεργίνα λεγόταν Κούτλες, το Αιγίνιο νοτιότερα (στο Ν. Πιερίας) λεγόταν Λιμπάνοβο κλπ.
Ελληνικά μιλούσαν τα χωριά νοτιοανατολικά της Βέροιας, γύρω από το Γιδά (Αλεξάνδρεια), και γι’ αυτό η περιοχή ονομαζόταν Ρουμλούκι.

Ακριβώς επειδή αποκαλούνταν Ρωμιοί και όχι Έλληνες, η περιοχή αποκαλούνταν Ρουμλούκι (Ρουμ-μιλιέτ – Ρωμιοί).
Το γιατί δεν συμμετείχαν στην επανάσταση, και κατά συνέπεια δεν καταστράφηκαν, οφείλεται κυρίως στο ρόλο που έπαιζαν τα όργανα του Πατριαρχείου, τα οποία συνιστούσαν στους Ρωμιούς «δουλικήν υπακοήν εις τους κρατούντας».


Μετά την καταστροφή της Νάουσας, την εξόντωση πολλών επαναστατών, τον εξανδραποδισμό οικογενειών, την ηρωϊκή πτώση στους καταρράκτες της Αράπιτσας, οι Οθωμανοί έκαναν κάτι που συνήθιζαν σε τέτοιες περιπτώσεις, προκειμένου να διασπάσουν την ενότητα των επαναστατημένων περιοχών. Εγκατέστησαν στην πόλη, εκτός από μερικές τουρκικές οικογένειες, και αρκετές οικογένειες ελληνόφωνων και μακεδονόφωνων, πιστών στο Πατριαρχείο και το Σουλτάνο.
Σ’ αυτές παραχώρησαν ως τσιφλίκια τα αγροκτήματα, τους μύλους, τα νεροπρίονα και τα μπατάνια που αφαίρεσαν από τους ντόπιους, τα οποία αργότερα εξελήχθηκαν σε ηλεκτρογεννήτριες και βιομηχανίες.
Είναι εκείνη η κατηγορία των Ρωμιών τους οποίους ο Αδαμάντιος Κοραής ονόμαζε Τουρκοπρίγκιπες. Επιπλέον ανάγκασαν τους περισσότερους κατοίκους των γύρω επαναστατημένων και καταστραμμένων χωριών να εγκατασταθούν στην πόλη ή στον κάμπο και να μεταβληθούν σε κολίγους.

Οι Μακεδόνες εκείνοι κολίγοι δημιούργησαν το έθιμο «Γενίτσαροι και Μπούλες». Με σατιρικό τρόπο έκαναν κριτική στους γενίτσαρους Ρωμιούς που εγκατέστησαν στον τόπο τους οι Οθωμανοί.
Υπ’ όψη ότι το έθιμο ήταν υπό διωγμό από τους δεσποτάδες.

Εκείνοι οι γενίτσαροι, την εποχή του Ίλιντεν, θα αποτελέσουν τους συνεργάτες των κατακτητών και στη συνέχεια τους Γκρεκομάνους συνεργάτες των λεγόμενων μακεδονομάχων.
Έναν από εκείνους, τον Ντόνε Μίγγα (έτσι τον αναφέρει η έκθεση του ελληνικού προξενείου Θες/νίκης και όχι Αντώνιο Μίγγα, και το όνομά του σαφώς δεν είναι ελληνικό), τον κρέμασαν οι Μακεδόνες επαναστάτες μαζί με τον Άγρα.

Ηγέτες της επανάστασης ήταν ο Τάσος Καρατάσος και ο Αγγελής Γάτσος, ενώ επιτελικό ρόλο έπαιξε ο προύχοντας Ζαφειράκης.
Ο αρχιστράτηγος Καρατάσος κατάγεται από τη Ντόμπρα, που στα μακεδονικά σημαίνει «Καλή» και το 1926 μετονομάστηκε σε Καλή Παναγιά. Πήρε το όνομά της από το μοναστήρι της Ντόμπρα Μπογκρόντιτσα (Добра Богродица), που βρίσκεται περί τα πέντε χιλιόμετρα βόρεια της Βέροιας. Το Μπογκρόντιτσα (Θεοτόκος) καταργήθηκε, ενώ το Ντόμπρα πήρε την ελληνοποιημένη παραφθορά Δοβρά. Έτσι προέκυψε η Μονή Δοβρά και ο Δήμος Δοβρά στον κάμπο της Νάουσας με έδρα τη Γιάντσιστα (Άγιος Γεώργιος).

Ο υπαρχηγός, Αγγελής Γάτσος, κατάγεται από το Σαρακίνοβο (Σαρακηνοί Αλμωπίας – Ν.Πέλλας). Το όνομά του ήταν Άγγελ ή Γκέλε Γκάτσοβ και στο χωριό του, όπως και σε όλα τα χωριά του Ν. Πέλλας από όπου είχε δημιουργήσει το σώμα του, κανένα δεν είχε ως μητρική του γλώσσα τα ελληνικά πριν το 1912.
Την επανάσταση του Βερμίου την ονόμασαν ελληνική πολύ αργότερα οι παραχαράκτες της ιστορίας.

Μετά την καταστολή της εξέγερσης οι Καρατάσος και Γάτσος συγκρότησαν σώμα τριακοσίων περίπου (κατ΄άλλους πολύ περισσότερων) μαχητών και πήγαν στη Ρούμελη και το Μoριά, όπου αγωνίστηκαν μέχρι το τέλος της επανάστασης.
Ελληνόφωνος οπλαρχηγός, όπως και σώμα ελληνοφώνων από τη Μακεδονία, που να πήγε να βοηθήσει τους επαναστατημένους Γραικούς, δεν αναφέρεται απολύτως πουθενά.

Σε όλη την νεοελληνική βιβλιογραφία, τις εγκυκλοπαίδειες, τα δημοσιεύματα, τις επετειακές εκδηλώσεις κλπ. οι Καρατάσος, Γάτσος και οι μαχητές των σωμάτων τους αποκαλούνται σκέτα Μακεδόνες, χωρίς απολύτως κανέναν άλλο προσδιορισμό. Πουθενά δεν τους λένε «Σλάβους», «Βούλγαρους», «Βουλγαρόφωνους», «Βουλγαρομακεδόνες», «Σλαβόφωνους», «Σλαβομακεδόνες», «Σκοπιανούς» ή οτιδήποτε άλλο.
«Σλαβόφωνους» τους λένε οι σύγχρονοι θιασώτες του «ελληνισμού», όταν θέλουν να υποστηρίξουν ότι οι «σλαβόφωνοι» Μακεδόνες είχαν ελληνική συνείδηση.
Για να γίνουν πειστικοί αναφέρουν ως παράδειγμα τους Καρατάσο και Γάτσο.


Ένα άλλο χοντρό ψέμα που λένε γι’ αυτούς, είναι ότι πολέμησαν για την Ελλάδα. Αποκρύπτουν συνειδητά, ότι εκείνη την εποχή κράτος Ελλάδα δεν υπήρχε, ότι ο αγώνας εκείνος ήταν πανβαλκανικός και όλοι οι βαλκάνιοι επαναστάτες αλληλοβοηθιούνταν.
Κατά την επανάσταση του 1821 στην Ελλάδα συμμετείχαν και Βούλγαροι, Σέρβοι (με τον Χατζηχρήστο), Βλάχοι, Αλβανοί, Ρουμάνοι κ.α.

Ο Τ.Καρατάσος μαζί με τον Βλάχο Γιωργάκη Ολύμπιο λίγα χρόνια νωρίτερα είχαν συμμετάσχει με μακεδονικό σώμα στην εξέγερση της Σερβίας.
Μακεδονικό σώμα με επικεφαλής το Γιωργάκη Ολύμπιο και το Μακεντόνσκι (και τα δύο είναι ψευδώνυμα) είχε συμμετάσχει στην εξέγερση στη Μολδοβλαχία.
Εκεί σκοτώθηκε ο Ολύμπιος και οι Βλάχοι της περιοχής συμμετείχαν στην εξέγερση της Νάουσας υπό την ηγεσία του Καρατάσου και του Γάτσου.



Πως τίμησε η Ελλάδα τους Επαναστάτες της Νάουσας;

Καταθέτω πρώτα τις περσινές παρατηρήσεις ενός Ναουσαίου, που μάλιστα δεν ανήκει στο κίνημά μας.

«Το ολοκαύτωμα και η ιστορία της Νάουσας - του Νίκου Σπάρτση (ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΝΕΑ)

Δευτέρα, 30 Μάρτιος 2009
Η παραδοχή της προδοσίας της επανάστασης της Νάουσας είναι μονόδρομος, για την αναγνώριση της ιστορία της και του ολοκαυτώματος. Δεν είναι δυνατόν να θεωρείται ολοκαύτωμα μόνο η θυσία των 13 γυναικών στους Ζντουμπάνους, όπως μέχρι σήμερα γίνεται και να αγνοούνται άλλα γεγονότα.
ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΝΑΟΥΣΗΣ” όπου στις σελίδες 181, 197, 198, 199, 216, 217, 218, 220 και 221 σαφέστατα αναφέρεται στην προδοσία Μάμαντη.

2. Αγνοούνται οι 1241 σφαγμένοι στο Κιόσκι, οι πάρα πολλοί σκοτωμένοι, οι πουλημένοι σε σκλαβοπάζαρα, πέρα από την καταστροφή και λεηλασία εκκλησιών, σπιτιών και περιουσιών. Το ολοκαύτωμα κουκουλώνεται όταν γιορτάζουμε μόνο τη θυσία των 13 γυναικών στους Ζντουμπάνους.


3. Οι 1241 σφαγμένοι στο Κιόσκι θεωρούνται προδότες, δειλοί, ανίκανοι και άχρηστοι, (δεν κάνει λεν να μιλάμε για προδοσία), και ας πέθαναν αυτοί σαν εθνομάρτυρες προτιμώντας τη σφαγή από την αλλαξοπιστία για να γλιτώσουν το κεφάλι τους.


4. Αγνοήθηκαν τελείως μέχρι σήμερα και τα οστά των σφαγμένων στο Κιόσκι, των σκοτωμένων στον Αγιώργη και αλλού. Το τραγικό είναι ότι βρέθηκαν 3 φορές και περιφρονήθηκαν, ενώ από αυτά βγήκε η ελευθερία όπως λέει ο Εθνικός μας Ύμνος.


5. Διατηρείται ακόμη η αντιπαλότητα Μάμαντη – Ζαφειράκη που τότε κατέληξε σε ολοσχερή καταστροφή της Νάουσας, για την επιδίωξη του Μάμαντη να γίνει δήμαρχος, όπως και έγινε (1822-1826) σε μια πόλη με χαλάσματα και πόνο και μέχρι σήμερα να σκεπάζονται με λήθη τα οφέλη του ολοκαυτώματος.


6. Ξεχάστηκαν σχεδόν, ή ελάχιστα αναφέρονται στην Ελληνική ιστορία και η επανάσταση της Νάουσας και οι μεγάλες προσφορές των Ναουσαίων Καρατασαίων, Γάτσου και άλλων 1500-2000 πολεμιστών σε διάφορα μέτωπα στη Νότιο Ελλάδα. Η όλη ιστορία μας αναφέρεται σε μισή σελίδα βιβλίων του Γυμνασίου σε σχέση με την ιστορία της παλιάς Ελλάδας.


7. Η ελληνική ηγεσία και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας ελάχιστα έρχονται να τιμήσουν το ολοκαύτωμα.

Σε αυτό φταίει η πλειονότητα των Ναουσαίων που ανέχτηκαν μέχρι σήμερα να γιορτάζεται το ολοκαύτωμα κουτσουρεμένο.

8. Αγνοήθηκε και παραπετάχτηκε η ταφόπλακα του Τσάμη Καρατάσου από το Κιόσκι στην Αγία Τριάδα, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα μουτζουρωμένη με σπρέϊ. Την πλάκα αυτή με τα οστά του ήρωα μας, έφερε από το Βελιγράδι το 1927 ο Τζων Περδικάρης, τότε δήμαρχος με μεγάλες τιμές. Την πέταξε η Χούντα γιατί το επίγραμμα ήταν στα σέρβικα και θεωρήθηκε κουμουνιστικό. Τα οστά του Καρατάσου ακούστηκε ότι πετάχτηκαν στο κοιμητήρι του Αγίου Αθανασίου.


9. Δημαρχούντος του Μάμαντη στα 1822-1826 όπως φαίνεται και από δήμαρχο σε δήμαρχο επικράτησαν οι οπαδοί του εφόσον η μερίδα του Ζαφειράκη διαλύθηκε και δεν υπήρχε. Διοικούσαν αυτοί που είχαν συμφέροντα, οι φιλότουρκοι. Και καπλάτισαν (πήραν χωρίς εμπόδιο), όσα ήθελαν, ή αγόρασαν με μικροτίμημα χαριστικά, οικόπεδα, κτήματα, δασικές εκτάσεις κ.λ.π. Γι’ αυτό από τότε συνεχίζουν να χαντακώνονται τα οφέλη του ολοκαυτώματος και η σημασία του, έτσι τους συνέφερε.

10. Παραγράφονται, ξεχνιούνται και περιφρονούνται τόσοι θρήνοι, κλάματα, απερίγραπτες τρομάρες, αμέτρητοι φόβοι, παιδιών, κοριτσιών, μανάδων, γυναικών και ανδρών, βιασμοί, ξεκοιλιάσματα γκαστρωμένων. Θριαμβεύει η ασυδοσία της προδοσίας εφ’ όσον ο πρωταίτιος γίνεται και ψυχρός θεατής όλων αυτών, του σκλαβοπάζαρου και της σφαγής. Οι παθόντες τον καταράστηκαν για εφτά ζωνάργια.

11. Αγνοείται και η μεγάλη προσφορά των 10.000 θυμάτων της καταστροφής της Νάουσας του 1822, στην εδραίωση της επανάστασης ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο όπου δημιουργήθηκε και η πρώτη Ελληνική κυβέρνηση.

12. Καμιά φωτογραφία ήρωά μας δεν υπάρχει πουθενά.
Σε κανένα σχολείο της Ελλάδος, κι ας ήταν οι ήρωές μας Καρατασαίοι, Ζαφειράκης Γάτσος και άλλοι, ισάξιοι του Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, Μιαούλη, Διάκου κ.ά. των οποίων οι φωτογραφίες υπάρχουν σε όλα τα σχολεία όπως και στης Νάουσας.

13. Ούτε ένα τρισάγιο δεν γίνεται στο Κιόσκι τόσα χρόνια ακόμα και από το 1822, για τις ψυχές των 1241 σφαγμένων εκεί.

14. Ούτε καν ονομάστηκε το Κιόσκι πλατεία ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΩΝ ή ΠΑΡΚΟ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΩΝ για να τιμηθούν αυτοί οι άνθρωποι, όπως συνιστά ο ιστορικός μας Ε. Στουγιαννάκης. Θα μπορούσε κάλλιστα να λεχθεί αν η Αλαμάνα είχε έναν Αθανάσιο Διάκο η Νάουσα είχε 1241.

15. Οι πόντιοι μας πέρασαν και μπράβο τους, για το μνημείο που έστησαν στο Κιόσκι. Δεν έπρεπε να γίνει εκεί και ένα περήφανο κενοτάφιο ή οστεοφυλάκιο που να τιμήσει αυτούς τους 1241 που έδωσαν τη ζωή τους για μας;

16. Δεν έπρεπε να γίνει ένα παρεκκλήσι εκεί ώστε ν' ανάβεται και ένα κεράκι για τις ψυχές τους;

17. Πρέπει να υφανθεί μεταξωτή μεγάλη σημαία με ερυθρόλευκο σταυρό σαν αυτήν που ύψωσε ο πρωτοσύγγελος Ζαχαρίας στον Άγιο Δημήτριο την Κυριακή της Ορθοδοξίας στα 1822.

18. Δεν στάλθηκε μέχρι τώρα καμιά περίληψη σε όλα τα Υπουργεία, Πρόεδρο Δημοκρατίας, Πρωθυπουργό κ.λ.π. για τη σημασία του ολοκαυτώματος της Νάουσας και τη συμμετοχή των δικών μας 1500-2000 πολεμιστών σε πολλά μέρη και μάχες στην κάτω Ελλάδα.

19. Αυτοί που αρνούνται την προδοσία πιστεύοντας ότι είναι μύθος, μέχρι σήμερα, χαρακτηρίζονται λίαν επιεικώς ανιστόρητοι, εφόσον αγνοούν την ιστορία Στουγιαννάκη. Είτε είναι μόνο από μητέρα ή μόνο από πατέρα Ναουσαίοι, θα πρέπει να συμφωνήσουν αν αγαπούν τη Νάουσα και το καλό της.»

Σ΄αυτές τις παρατηρήσεις, προσθέτουμε


Κατ’ αρχήν η Ελλάδα δεν ανταπέδωσε ποτέ στους Μακεδόνες την υποχρέωση που είχε απέναντί τους. Όχι μόνο δεν τους βοήθησε στον απελευθερωτικό τους αγώνα, αλλά και τον υπονόμευσε.
Ο γιός του Τάσου Καρατάσου, Δημήτριος, ήταν ανάμεσα σε αυτούς που φυλακίστηκαν μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Αποφυλακίστηκαν μόνο χάρη στην λαϊκή πίεση.
Μετά τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους, προσπάθησε να ευαισθητοποιήσει τους παράγοντες των Αθηνών ώστε να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, αλλά δεν βρήκε καμία ανταπόκριση.
Το 1854 δημιούργησε δικό του σώμα και αποβιβάστηκε στη Χαλκιδική, όπου προσπάθησε να ξεσηκώσει σε επανάσταση τους Μακεδόνες.
Δεν τον βοήθησαν, όμως, ούτε η κυβέρνηση των Αθηνών, ούτε οι μοναχοί του Αγίου Όρους και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει εκείνη την προσπάθεια.

Απογοητευμένος κατέφυγε στη Δύση, όπου προσπάθησε να εξασφαλίσει υποστήριξη.
Για τον ίδιο λόγο πήγε στη Σερβία, στην επανάσταση της οποίας είχε συμμετάσχει με μακεδονικό σώμα ο πατέρας του, όπου προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Σέρβων. Εκεί αρρώστησε και πέθανε πικραμένος από τη συμπεριφορά του ελληνικού κράτους.
Όπως σωστά γράφει ο προαναφερόμενος Ναουσαίος, η ταφόπαλακά του αντί να αποτελέσει ιερό κειμήλιο, παραπετάχθηκε επειδή ήταν γραμμένη στα κυριλικά και στη μητρική γλώσσα του Μακεδόνα εθνικού αγωνιστή.


Λίγα χρόνια αργότερα οι Μακεδόνες έκαναν άλλη μια επανάσταση. Είναι η γνωστή ως Επανάσταση του Ηλιντεν, το καλοκαίρι του 1903.
Η σύνθεση των επαναστατικών σωμάτων είναι ακριβώς η ίδια με εκείνην της εξέγερσης του Βερμίου. Λίγο μεγαλύτερη φαίνεται να είναι η συμμετοχή των Βλάχων. Βλάχος ήταν ο οπλαρχηγός των Κορεστίων Καστοριάς, Μήτρος Βλάχος (Μήτρε Βλάβοτ), ο αρχιστράτηγος των επαναστατών του Κρουσόβου, Πήτου Γκούλη, ο Γκιόργκι Μουτσιτάνο, το σώμα του οποίου σε συνεργασία με το σώμα του Ζλατάν από την Γκολέσανη (Λευκάδια) Νάουσας, αιχμαλώτισαν, δίκασαν, καταδίκασαν και κρέμασαν τον Αγρα.
Μαζί, όμως, με τους Μακεδόνες, των οποίων η γλώσσα είναι συγγενής με τη βουλγαρική, χαρακτηρίστηκαν Βούλγαροι και οι Βλάχοι, καθώς η επανάστασή τους χαρακτηρίστηκε βουλγαρική, γιατί έτσι εξυπηρετείται η προπαγάνδα των παραχαρακτών της ιστορίας.

Κατά την επανάσταση του Ίλιντεν υπήρχε επίσης ένας οπλαρχηγός (βοεβόδας) με το όνομα Καρατάσος, που κατάγονταν από το Όστροβο (Άρνισσα), ο οποίος ήταν αρχηγός των Κομιτών της περιοχής και δολοφονήθηκε από τον λοχία Κώστα Γαρέφη.

Είναι γνωστό, επίσης, ότι οι παράγοντες του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, αντί να βοηθήσουν τους υπόδουλους «αδελφούς χριστιανούς» Μακεδόνες, υπονόμευσαν τον αγώνα τους.

Η Ελλάδα, αντί να ξεπληρώσει το χρέος της απέναντι στους Μακεδόνες του Καρατάσου και του Γάτσου και να βοηθήσει με τη σειρά της τον απελευθερωτικό αγώνα τους, τον υπονόμευσε με κάθε μέσον.
Στέλνει (1904-1908) παραστρατιωτικές ομάδες μισθοφόρων καθοδηγούμενες από αξιωματικούς του τακτικού της στρατού, οι οποίες τρομοκρατούν, εκβιάζουν, καταστρέφουν, δολοφονούν τους απογόνους εκείνων που έκαναν την επανάσταση του Βερμίου.
Στην περιοχή Ημαθίας, Πέλλας, όπου ήταν το επίκεντρο της επανάστασης του Βερμίου, ο Αντιμακεδονικός Αγώνας καθοδηγείται από τον υπολοχαγό Μαζαράκη και τον ανθυπολοχαγό Άγαπηνό (Άγρα).

Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους έκανε, ό,τι έκανε το Οθωμανικό καθεστώς στη Νάουσα. Κατάστρεψε ακριβώς εκείνες τις πόλεις (π.χ. Ολοκαύτωμα του Κιλκίς, Ιούνιος 1913) και τα χωριά που είχαν επιδείξει επαναστατική δραστηριότητα. Εξόντωσε και εξόρισε τους αντιστασιακούς Μακεδόνες.
Στη συνέχεια εφάρμοσε την ίδια πολιτική με τους Οθωμανούς στην περίπτωση της Νάουσας και εγκατέστησε στις μακεδονικές περιοχές, μεταξύ των οποίων και στη Νάουσα, δικούς της εποίκους.
Δεν επέτρεψε τον επαναπατρισμό ή την απλή επίσκεψη ακόμα και αυτών, που μετά την καταστολή της επανάστασης του Ήλιντεν αναγκάστηκαν να γίνουν οικονομικοί μετανάστες σε Αμερική, Καναδά, Αυστραλία κλπ.
Απεναντίας, οι Οθωμανοί, παρόλο που είχαν χάσει από εκείνους εκατοντάδες στρατιώτες, τους είχαν παραχωρήσει αμνηστία.
Η «μεγαλόψυχη» Ελλάδα αμνηστία δεν δίνει.


Οι απόγονοι του Καρατάσου και του Γάτσου που έμειναν τελικά στην επικράτειά της Ελλάδας, τράβηξαν όσα δεν τράβηξαν στα 500 χρόνια οθωμανικής κατοχής.
Η Ελλάδα σε κάθε ευκαιρία ξερίζωνε Μακεδόνες από τις εστίες τους και εγκαθιστούσε νέους εποίκους στις περιοχές τους.
Αφαίρεσε περιουσίες και ξεπερνώντας ακόμα και τους «βάρβαρους» Οθωμανούς κατακτητές, τους απαγόρευσε ακόμα και τη μητρική τους γλώσσα, άλλαξε τα ονόματά τους, όπως και τα ονόματα των χωριών τους.


Σήμερα οι Μακεδόνες (οι Ντόπιοι όπως μας αποκαλούν) ζουν σε καθεστώς πολιτικής τρομοκρατίας.
Όποιος Μακεδόνας τολμήσει να μιλήσει και να ζητήσει αποκατάσταση της αξιοπρέπειας, των αδικιών και των δικαιωμάτων τους, γίνεται στόχος συκοφαντίας και λασπολογίας.
Ευτυχώς οι διεθνείς οργανισμοί στους οποίους συμμετέχει η Ελλάδα και οι Συνθήκες τις οποίες έχει υπογράψει, δεν της επιτρέπουν να συνεχίσει τις διώξεις του παρελθόντος. Δεν επιτρέπει, όμως, την επιστροφή ή ακόμα και την απλή επίσκεψη στην πατρίδα τους σε πολλούς Μακεδόνες, ανάμεσα στους οποίους είναι και πολλοί απόγονοι των επαναστατών του Βερμίου.


Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η Ελλάδα τίμησε στην πραγματικότητα τους επαναστάτες του Βερμίου και τα θύματα του ολοκαυτώματος της Νάουσας και των γύρω χωριών.
Οι τελετές που κάνει, δήθεν προς τιμήν τους, αποτελούν το άκρον άοτον της υποκρισίας.

Ας σταματήσουν, λοιπόν, να λιβανίζουν στα μέρη μας τον «ελληνισμό» τους και την «ορθοδοξία» τους, γιατί αυτά πέρασαν από ‘δώ ως αχαριστία, ασέβεια, ρατσισμός, βαρβαρότητα, …
Με χειρότερο δηλαδή τρόπο από αυτόν που πέρασε ο οθωμανισμός και ο ισλαμισμός.


Την ιστορία μας και την ιστορία του τόπου μας την έγραψαν οι νικητές και την έγραψαν όπως ήθελαν. Αλλά η συγκυρία επιτρέπει και σε εμάς τους ηττημένους Μακεδόνες να γράψουμε την πραγματική μας ιστορία.

Το ελάχιστο που έχουμε χρέος να κάνουμε, ως φόρο τιμής για όλους τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων μας, είναι να αποκαταστήσουμε την αλήθεια και την ποδοπατημένη αξιοπρέπειά μας. Παράλληλα, θα διεκδικήσουμε αποκατάσταση των αδικιών και των καταπατημένων δικαιωμάτων μας.
Η πραγματικότητα μπορεί να είναι πολύ πικρή για εμάς, αλλά η αλήθεια είναι ακόμα πιο πικρή για τους διώκτες μας.

Όσοι θέλουν να αυτοαποκαλούνται δημοκράτες, οφείλουν να συμπαρασταθούν στον αγώνα μας και το ελάχιστο που οφείλουν να κάνουν, είναι να μας αποκαλούν, όπως αποκαλούν του προγόνους μας μαχητές των σωμάτων του Καρατάσου και του Γάτσου: σκέτα Μακεδόνες.
Η χρήση κάθε άλλης ονομασίας είναι καταπάτηση της αρχής του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού και κατά συνέπεια καταπάτηση της δημοκρατίας.

Υ.Γ. 1. Σήμερα 21-4-2010 είναι επέτειος της επιβολής της Χούντας του 1967, η οποία κατάργησε τη δημοκρατία στην Ελλάδα για επτά χρόνια.
Η Χούντα που επιβλήθηκε σ΄εμάς τους Μακεδόνες πριν 98 χρόνια δεν λέει να πέσει ακόμα, γιατί την στηρίζει η πλειοψηφία των πολιτών και των πολιτικών δυνάμεων, που παρ΄ όλα αυτά καταχρηστικά αυτοαποκαλούνται δημοκρατικές.


Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Οι Κατπατούκοι στη Γη των Yauna Takabara - - - Το δράμα της Δράμας


Yauna Takabara ονόμαζαν οι Πέρσες τους Μακεδόνες, μας πληροφορεί συνάδελφος μπλόγκερ ο οποίος το τελευταίο διάστημα παρεμβαίνει με σχόλια στα μακεδονικά μπλογκ.
Στο «προφίλ» του αυτοπροσδιορίζεται ως «Νέος Μακεδονομάχος», προσπαθεί να αποκαλύψει την κρυπτοκομιτατζήδικη δράση μας και ότι οι Μακεδόνες που εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους είναι Βούλγαροι, ενώ εκείνοι που παρέμειναν είναι Έλληνες.
Το περιεχόμενο και το όνομα του μπλογκ του δείχνουν ως έδρα τη Δράμα και προσφυγική καταγωγή - και μάλιστα Καππαδόκικη.

Κατπατούκα είναι η αυθεντική περσική ονομασία της χώρας που ελληνοποιημένα αποκαλούμε Καππαδοκία.
Οι Έλληνες έβαζαν την κατάληξη –ία (που σήμαινε χώρα) στις ξένες ονομασίες περιοχών. Έτσι το Κατπατούκα το έλεγαν Κατπατουκία. Αυτό με την παραφθορά του χρόνου, έγινε Καππαδοκία και για το λόγο αυτό γράφεται με δύο πι.
Κατπατούκα στα περσικά σημαίνει «χώρα των ωραίων αλόγων» και αυτή θα έπρεπε να είναι η ελληνική της ονομασία.

Η Καππαδοκία καταλάμβανε όλη την ανατολική Μικρά Ασία, από τη Συρία μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα (Εύξεινος Πόντος). Οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς διέκριναν δύο Καππαδοκίες. Η μία, προς τη Συρία, ονομαζόταν Μεγάλη Καππαδοκία και η άλλη, προς τον Εύξεινο Πόντο, ονομαζόταν Ποντική Καππαδοκία.
Οι Καππαδόκες (Κατπατούκοι) αναφέρονται ως έθνος πολεμικό με στρατιωτική οργάνωση.
Τον 6ο αιώνα π.Χ. υποτάσσονται στους Πέρσες και αναμιγνύονται με αυτούς. Όμως έχουν δικό τους αυτόνομο κράτος στα πλαίσια της Περσικής αυτοκρατορίας. Κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Καππαδόκες την Καππαδοκίας του νότου συνθηκολογούν με αυτόν και διατηρούν την αυτονομία τους, ενώ οι Καππαδόκες του Πόντου αντιστέκονται και δεν υποτάσσονται στους Μακεδόνες (Yauna Takabara)

Το βασίλειο της Ποντικής Καππαδοκίας, γνωστό σε μας ως Βασίλειο του Πόντου, ιδρύθηκε από τον Παρθικής καταγωγής Πέρση ηγεμόνα Αριοβαρζάνη (Αριγυαβαρζάνα) το 362 π.Χ.. Οι διάδοχοί του, οι γνωστοί Μιθριδάτες (από το Mithrdad που στα περσικά σημαίνει δωρισμένος από τον Θεό Μίθρα), όπως και οι ηγεμόνες της Μεγάλης Καππαδοκίας, ήταν λάτρεις της ελληνικής παιδείας και σ΄αυτούς οφείλεται η διάδοση της Κοινής Ελληνικής γλώσσας σε όλη την περιοχή. Οι Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί πριν τον 6ο αιώνα π.Χ. στα παράλια του Πόντου, ακόμα και να παρέμειναν όλοι εκεί, μετά την επικράτηση των Περσών αναμίχθηκαν με τους Περσοκαππαδόκες και έπαψαν να υπάρχουν ως ξεχωριστή εθνότητα. Οι σύγχρονοι Τραπεζούντιοι που ήρθαν στην Ελλάδα, για παράδειγμα, είναι τόσο απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, όσο είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων οι κάτοικοι της σύγχρονης γαλλικής Μασσαλίας, της ιταλικής Νάπολι κλπ. που ήταν επίσης αποικίες των αρχαίων Ελλήνων.
Οι κάτοικοι της Αλγερίας δεν ήταν Γάλλοι, επειδή η χώρα τους ήταν αποικία τους μέχρι το 1962. Το Χογκ Κογκ ήταν αποικία των Βρετανών από το 1842 μέχρι το 1997, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι κάτοικοί του ήταν Βρετανοί.

Από τη Μεγάλη και την Ποντική Καππαδοκία, λοιπόν, μας έφεραν τους Καππαδόκες (Πόντιους, Λαζούς, Καραμανλήδες, Τουρκόφωνους κλπ), οι οποίοι εμφανιζόμενοι πλέον ως γνήσιοι Έλληνες, αμφισβητούν το δικαίωμα σε εμάς τους Μακεδόνες να αυτοαποκαλούμαστε έτσι, γιατί δεν είμαστε, λένε, καθαροί απόγονοι των Μακεδόνων εκείνης της εποχής.
Αν ψάξουν τις ρίζες τους, θα διαπιστώσουν ότι το αυθεντικό τους όνομα και η καταγωγή είναι Κατπατούκοι και ότι αυτό που κάνω, δεν έχει σκοπό να τους μειώσει, αλλά στο να τους προσγειώσει. Δυστυχώς, μόνο όταν προσγειωθούν στην ωμή πραγματικότητα, θα σταματήσουν να μας κοιτούν υπεροπτικά, να μας αντιμετωπίζουν περιφρονητικά και να ποδοπατούν την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματά μας. Με λίγα λόγια θα πάψουν να είναι τόσο ρατσιστές και θα σεβαστούν τον τόπο και τον λαό που τους φιλοξενεί.

Το Δράμα της Δράμας

Το μπλογκ «Yauna Takabara», άθελά του, αποκαλύπτει σε πόσο βαθιά σύγχυση βρίσκεται ο μέσος πολίτης αυτής της χώρας και με πόσο περιορισμένη κριτική ικανότητα.
Από τα βίντεο που έχει μονίμως αναρτημένα στην κύρια σελίδα του, προκύπτει ότι είναι προσφυγικής καταγωγής και μάλλον Πόντιος (Κατπατούκας).
Ενεργοποιώντας το βίντεο με το τραγούδι του Στ. Καζαντζίδη «Τσάμπασιν», καταλαβαίνουμε πόσο ελληνική ήταν η γλώσσα των Ποντίων και πόσο ελληνικά ήταν τα ονόματα των ποντιακών χωριών που το μοιρολόϊ λέει πως
καταστράφηκαν: Τσάμπασιν, Ορτούς, Παρχάρ, Τσαμλούκ, Καρακιολ.

Στην πρόσφατη ανάρτησή του (12 Απριλίου 2010) προβάλει ως παράδειγμα «Μακεδονομάχου», που, όπως γράφει:
«Ό κυριότερος μυστικός πράκτωρ του [μητροπολίτη] Χρυσοστόμου, μέσα στις τουρκικές υπηρεσίες της Δράμας, ήταν ό Νικήτας Δρακόπουλος, αξιωματικός της Τουρκικής Χωροφυλακής.»
Λέει, λοιπόν, ο Δρακόπουλος:
«Συγκρότησα αμέσως το απόσπασμα μου και πήρα μαζί μου πιστούς σε μένα Τουρκαλβανούς καθώς και άλλους Χωροφύλακες πού είχα προστατεύσει ως Αξιωματικός στη Δράμα.
Έτσι, οι περισσότεροι άνδρες του αποσπάσματος ήσαν αφοσιωμένοι σε μένα.
…τράβηξα για το Σκρίτζοβο, πού ήταν τότε φωλιά κομιτατζήδων». Τελικά «εξοντώθηκε ολόκληρη συμμορία από Βουλγάρους.»

Το Σκρίτζοβο, που μετονομάστηκε βιαίως σε Σκοπιά, ήταν καθαρά μακεδονικό χωριό στα σύνορα των νομών Δράμας-Σερρών, και οι «κομιτατζήδες» που αναφέρονται, είναι τα αντάρτικα σώματα της ΕΜΕΟ που αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον οθωμανικό ζυγό.
Αυτοί, λοιπόν, που υπονόμευαν τον απελευθερωτικό αγώνα της Μακεδονίας σε συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής, χαρακτηρίζονται «Μακεδονομάχοι». «Νέος Μακεδονομάχος» αυτοχαρακτηρίζεται και ο μπλόγκερ Yauna Takabara.
Για να καταλάβουμε τον παραλογισμό της χρήσης του όρου, δεν έχουμε παρά να δούμε την χρήση ενός άλλου παρόμοιου όρου.
Ως εικονομάχοι χαρακτηρίζονται εκείνοι που κατά τον 8ο – 9ο αιώνα μάχονταν να διώξουν τις εικόνες από τους χριστιανικούς ναούς. Για τον ίδιο λόγο ακριβώς, εκείνοι που αγωνίστηκαν για να διώξουν (ή να υποτάξουν) τους Μακεδόνες από τη Μακεδονία, σωστά ονομάζονται «μακεδονομάχοι». Εικονομάχοι ήταν εκείνοι που μάχονταν κατά των εικόνων και αντίστοιχα Μακεδονομάχοι ήταν εκείνοι που μάχονταν κατά των Μακεδόνων.

Ο Yauna Takabara και το μπλογκο-συνδικάτο τους ξέρουν πως δύσκολα θα μπορέσουν να διώξουν κι άλλους Μακεδόνες από τον τόπο τους. Έτσι έχουν αποδοθεί σε έναν αγώνα τρομοκράτησης και ιδεολογικοπολιτικής κηδεμονίας τους.

Στις αμέσως δύο προηγούμενες αναρτήσεις του, ο Κατπατούκας «Yauna Takabara», άθελα του φαντάζομαι, λέει τα πράγματα με το όνομά τους:
«Τετάρτη, 07 Απριλίου 2010
Μακεδόνες από την Καλή Βρύση Δράμας.
Παρασκευή, 09 Απριλίου 2010
Mακεδονική Παράδοση Καλής Βρύσης: «Αναστάσιμη» δέηση στον Βάκχο

Η Καλή Βρύση είναι πράγματι ένα από τα μακεδονικά χωριά της Δράμας. Πριν το 1926 λεγόταν Γκόρεντσι (Горенци) και οι κάτοικοί του ήταν όλοι, όπως σωστά τους αναφέρει ο μπλόγκερ, Μακεδόνες.
Το 1913 είχε 874 κατοίκους. Μετά το 1923 εγκατέστησαν στο χωριό και μερικούς πρόσφυγες (51 οικογένειες- 211 ψυχές), αλλά η εν λόγω «Μακεδονική Παράδοση» είναι των γηγενών. Σωστά αναφέρει και τις παραδόσεις τους ως Μακεδονικές. Μέρος των Μακεδονικών παραδόσεών τους, φυσικά, ήταν και τα μακεδονικά παραδοσιακά τους τραγούδια και η γλώσσα τους.

Κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, ένα μέρος των κατοίκων έπεσε θύμα της εθνοκάθαρσης του ελλαδικού στρατού και κατέφυγε στη Μακεδονία του Πιρίν (Βουλγαρία). Αλλά και κατά τον Β’ Παγκόσμιο, όπως και κατά τον Εμφύλιο, πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν και δεν επιτράπηκε ο επαναπατρισμός τους.
Μακεδονικά είναι και τα γύρω χωριά Γκάμπροβο (Καλιθέα), Μπούρσοβο (Ανθοχώρι), Ροσίλοβο (Χαριτωμένη), Γκραμένιτσα (Γραμμένη), Προσοτσάν (Προσοτσάνη) κλπ. Λίγο πιο βόρεια είναι και το Ντόλνο και Γκόρνο Μπρόντι (Κάτω και Άνω Βροντού) από όπου, όπως έχω ακούσει χωρίς να είμαι βέβαιος, καταγόταν η μητέρα του Καραμανλή του γέρου.

Το Горно Броди (Γκόρνο Μпρόντι – Άνω Βροντού) που είναι το τελευταίο χωριό του Ν.Σερρών προς το Зрново (Ζ΄ρνοβο- Κάτω Νευροκόπι), ήταν ένα καθαρά μακεδονικό χωριό άνω των 5.000 κατοίκων.
Μετά την καταστροφή του Κιλκίς και των γύρω χωριών, τον Ιούνιο του 1913, από τον ελλαδικό στρατό, οι κάτοικοι των μακεδονικών χωριών, ειδικά εκείνων που συμμετείχαν στον μακεδονικό απελευθερωτικό αγώνα, πανικοβλήθηκαν και εγκατέλειψαν τις εστίες τους.
Το ίδιο έκαναν και οι κάτοικοι του Γκόρνο Μπρόντι, οι οποίοι κινήθηκαν προς τα βόρεια. Έτσι στο τέλος του 1913 είχαν μείνει περίπου 800. Περί τους 350 από εκείνους που έφυγαν, επέστρεψαν στο χωριό μόλις ηρέμησαν τα πράγματα.

Η Συνθήκη του Νεϋγί (1919) προέβλεπε την προαιρετική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας.
Όσοι ένιωθαν Βούλγαροι έπρεπε να μεταναστεύσουν στη Βουλγαρία.
Μέχρι το τέλος του 1923 ελάχιστες μακεδονικές οικογένειες είχαν μεταναστεύσει και αυτές λόγω του κινδύνου για τη ζωή τους.

Στις 27 Ιουλίου 1924 ένα παραστρατιωτικό απόσπασμα έκανε μια επιδρομή στα διπλανά από τη Βροντού μακεδονικά χωριά Трлис (Τ΄ρλις - Βαθύτοπος) και Капа Ќој (Κάπα Κιόϊ - Κατάφυτο) και σκότωσε 17 αθώους πολίτες.
Αυτό προκάλεσε μεγάλο πανικό σε όλα τα γύρω χωριά, οι κάτοικοι των οποίων μέσα σε μια νύχτα εγκατέλειψαν τις εστίες τους και κατέφυγαν στη Βουλγαρική Μακεδονία του Πιρίν. Μεταξύ αυτών ήταν και σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Άνω και κάτω Βροντού.

Αυτή την εγκληματική πολιτική, οι απατεώνες Μακεδονοφάγοι την παρουσιάζουν ως προαιρετική εγκατάληψη των εστιών τους, «επειδή είχαν Βουλγαρική συνείδηση». Η μοναδική συνείδηση που τους έκανε να φύγουν ήταν η «συνείδηση» του κινδύνου για τη ζωή τους.
Ο τέως πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής είχε μητέρα Μακεδόνισσα και πατέρα Καππαδόκη (Κατπατούκα). Αν οι συγχωριανοί της μητέρας του ήταν Βούλγαροι, τότε και αυτός ήταν Βουλγαροκαππαδόκης.
Πάντως ένα είναι δεδομένο: ήταν τόσο δηλητηριασμένο το πνεύμα του και η ψυχή του με εθνορατσιστικό δηλητήριο, που τον έκανε όχι μόνο αδιάφορο για τις διώξεις κατά των ομογενών της μητέρας του, αλλά και διώκτη τους.
Οι κόλακές του υποστηρίζουν ότι «αποκατέστησε τη δημοκρατία στην Ελλάδα». Η ίδια η πραγματικότητα, όμως, λέει, ότι ήταν ένας από εκείνους που εμπόδισε την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη Μακεδονία.

Ο αγώνας μας για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας είναι μέρος του αγώνα μας για την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας και της πραγματικής δημοκρατίας για τους Μακεδόνες.
Είναι η απόδοση του ελάχιστου φόρου τιμής που οφείλουμε στη μνήμη των προγόνων μας που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για ελευθερία και δημοκρατία. Φόρος τιμής για τα θύματα του ελλαδικού εθνορατσισμού στη Δράμα, τις Σέρρες, το Κιλκίς και σε όλη τη Μακεδονία.




Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

Εθνικισμός και Εθνορατσισμός στην Ελλάδα


«Ο Εθνικισμός είναι πολιτική ιδεολογία που υποστηρίζει την ιδέα της εθνικής ταυτότητας για μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, τη διατήρηση της ταυτότητας αυτής και των ξεχωριστών χαρακτηριστικών ενός έθνους καθώς επίσης με την πολιτική ανεξαρτησία του έθνους.
Οι υποστηρικτές αυτού του δόγματος βλέπουν το έθνος σε ένα πλαίσιο πολιτικής νομιμότητας το οποίο πιθανόν να προέρχεται από την θεωρία του Ρομαντισμού περί πολιτιστικής ταυτότητας, με το φιλελεύθερο επιχείρημα ότι η πολιτική νομιμότητα προέρχεται από ένα συγκεκριμένο πληθυσμό, τον γηγενή

Αυτόν τον ορισμό δίνει η Wikipedia για τον εθνικισμό, που σε γενικές γραμμές ήταν ευρύτερα αποδεκτός κατά το παρελθόν.
Ο εθνικισμός, με αυτή την έννοια, εμφανίστηκε κατά τα τέλη του 18ου αιώνα και κυρίως κατά τον 19ο. Εξέφραζε το δικαίωμα των εθνών να απελευθερωθούν από τα δεσμά των απολυταρχικών πολυεθνικών αυτοκρατοριών και να αποκτήσουν τη δική τους αυτόνομη πολιτική υπόσταση.
Μπορούμε να αναφέρουμε ως κυριότερη έκφραση της ανάπτυξης του Εθνικισμού την Αμερικανική Επανάσταση (1775-1783) και τη Γαλλική Επανάσταση (1789).

Ο ρομαντικός αυτός Εθνικισμός εξέφρασε την μετατροπή του υπηκόου σε ενεργό πολίτη, την ατομική και συλλογική αξιοπρέπεια, το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την κοινωνική απελευθέρωση.
Κατά την εμφάνισή του, δηλαδή, ο Εθνικισμός ήταν μια προοδευτική ιδεολογία. Ήταν χαρακτηριστικό γέννημα του Διαφωτισμού.
Στην εξελικτική του πορεία, όμως, εμφανίστηκαν οι αδυναμίες του.

Τα αστικοδημοκρατικά καθεστώτα, που αντικατέστησαν στην εξουσία τα απολυταρχικά μοναρχικά, σταδιακά άρχισαν να καλλιεργούν την υπεροψία στα χειραφετημένα έθνη, με σκοπό να τα χρησιμοποιήσουν για την επέκταση της εκμετάλλευσης και πέρα από τα όρια του έθνους το οποίο εκμεταλλεύονταν.
Για να το πετύχουν αυτό, έπρεπε να καλλιεργήσουν την επεκτατικότητα στο έθνος που εξουσίαζαν. Έτσι, καλλιέργησαν τις ιδέες περί φυλετικής, πολιτισμικής και ηθικής ανωτερότητας του δικού τους έθνους, κάτι που τα νομιμοποιεί και τα επιφορτίζει με το ιερό καθήκον να επιβληθούν σε άλλα κατώτερα έθνη, ή περί ιστορικών δικαιωμάτων σε ευρύτερες περιοχές από αυτές που ήδη εξουσίαζαν. Προσέθεσαν δηλαδή στην έννοια του Εθνικισμού τα χαρακτηριστικά του
ρατσισμού και του σοβινισμού.
Έτσι, μετέτρεψαν τον προοδευτικό Εθνικισμό σε σοβινιστικό εργαλείο.

Οι ρατσιστές πιστεύουν σε βιολογικές διαφορές μεταξύ των φυλών, βάσει των οποίων και προσδιορίζουν αυτές σε ανώτερες και κατώτερες.
Από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα ρατσισμού αποτελούν οι πεποιθήσεις του Χίτλερ, ο οποίος πίστευε ότι η Άρεια φυλή (άνθρωποι που κατάγονται από τη φυλή των Αρείων) έχει δικαίωμα να κυριαρχεί στον πλανήτη, εις βάρος όλων των άλλων. Το πολιτικό κίνημα που στηρίχθηκε σ’ αυτές τις εθνορατσιστικές ιδεολογίες, με σκοπό να επιτύχει τους στόχους του επιβάλλοντας ολοκληρωτικό καθεστώς, ονομάζεται Φασισμός.

Όταν μιλάμε για φασισμό, το μυαλό μας πηγαίνει κυρίως στην Ιταλία και τη Γερμανία των δεκαετιών του ’30 – ’40. Οι τραγικές συνέπειες της επικράτησής του, οδήγησαν στον καταστροφικότερο πόλεμο όλων των εποχών και έκαναν την ανθρωπότητα να απεχθάνεται το Φασισμό.
Σ΄ αυτόν τον πόλεμο η Ελλάδα συντάχθηκε με τις αντιφασιστικές δυνάμεις.
Αυτή η επιλογή της έδωσε το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεται τυπικά ως αντιφασιστικό κράτος, όπως και στους υπηκόους της να έχουν τον τίτλο του αντιφασίστα. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό των αντιφασιστικών δυνάμεων, επειδή της το επέβαλαν οι δημιουργοί και κηδεμόνες της, οι Αγγλογάλλοι.
Το καθεστώς της ήταν δικτατορικό (δικτατορία Μεταξά), δηλαδή ήπιας μορφής φασιστικό. Οι Ναζί καταδίωκαν τους κομμουνιστές, τους σοσιαλιστές, τους αστικοδημοκράτες, τους Εβραίους, τους Τσιγγάνους κλπ.
Αυτές τις ίδιες ομάδες πολιτών καταδίωκε και το καθεστώς των Αθηνών, μόνο που στη θέση των Εβραίων εδώ ήταν οι Μακεδόνες και οι Τσάμηδες της Ηπείρου.

Οι εξορίες, οι ξυλοδαρμοί, οι φυλακίσεις, οι δίκες, τα πρόστιμα, η απαγόρευση της γλώσσας, τα ρετσινόλαδα, οι αρπαγές περιουσιών, ο εξαναγκασμός σε μετανάστευση και η τρομοκρατία του μεταξικού καθεστώτος σε τίποτα δεν υστερούσαν από εκείνα του ναζιστικού.

Το εθνικό ιδεολόγημα της Ελλάδας μιλάει για ένα έθνος φυλετικά και πολιτιστικά ανώτερο και υποτιμητικά για τα άλλα γειτονικά έθνη. Ένα καθαρό (ομοιγενές) έθνος με λαμπρή ιστορία, ενώ αντιθέτως τα άλλα είναι «συνοθύλευμα», χωρίς ένδοξο παρελθόν και χωρίς βαθιές ρίζες στην αρχαιότητα.
Είναι κάτι ανώτερο ακόμα και από την «Αρεία Φυλή» του Χίτλερ.
Όταν αυτές τις απόψεις τις ανέπτυξε μια μερίδα Γερμανών ή Ιταλών, χαρακτηρίστηκαν εθνορατσιστικές και βασικό υπόβαθρο του φασιστικού κινήματος.
Δυστυχώς όμως, αυτές οι εθνορατσιστικές απόψεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του νεοελληνικού εθνικού ιδεολογήματος.
Το ακόμα χειρότερο δε, είναι ότι αυτές τις απόψεις εκφράζονται σχεδόν από το σύνολο των πολιτών και των πολιτικών δυνάμεων. Εκφράζονται μάλιστα διαχρονικά και όχι, όπως σε άλλες χώρες, για κάποια χρονικά διαστήματα.
Ο Μουσολίνι εμφανίστηκε ως συνεχιστής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και επιχείρησε να την αναστήσει.
Ο ελλαδικός εθνοφασισμός εμφανίζει την Ελλάδα ως συνεχιστή της Ελληνικής αποικιοκρατίας των αρχαίων χρόνων, της Μακεδονικής Αυτοκρατορίας και της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
(Βυζάντιο).
Ο μεν Μουσολίνι χαρακτηρίζεται από όλους ως φασίστας, ενώ οι ομοϊδεάτες του της Ελλάδας αυτοχαρακτηρίζονται ως δημοκράτες.

Η διαφορετική αντιμετώπιση του εθνορατσισμού της Ελλάδας οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι αυτή κατά τον Παγκόσμιο Πόλεμο συντάχθηκε με τις αντιφασιστικές δυνάμεις. Ο άλλος, το ίδιο σοβαρός, λόγος είναι το γεγονός ότι τα θύματα του ελλαδικού εθνορατσισμού ήταν πληθυσμοί μη ελεγχόμενοι από τους Δυτικούς.
Οι ιταλλογερμανοί φασίστες έπληξαν πληθυσμούς και περιοχές, θίγοντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα των Δυτικών, ενώ οι αντίστοιχοι ελλαδίτες έπληξαν πληθυσμούς και περιοχές (Νότια Ήπειρος, Νότια Μακεδονία, Δυτική Θράκη) εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα των Δυτικών.
Έτσι, ο ελλαδικός εθνορατσισμός είχε, όχι μόνο την ανοχή των Δυτικών, αλλά και την ενθάρρυνση. Η βαρβαρότητά του βέβαια σε τίποτα δεν υστέρησε από εκείνη των άλλων ευρωπαϊκών ομοϊδεατών του.

Σήμερα το ελλαδικό εθνικό ιδεολόγημα κρατάει άθικτα όλα τα εθνορατσιστικά χαρακτηριστικά του παρελθόντος, κάτι που το καθιστά παραφωνία στην σύγχρονη Ευρώπη των λαών, της πολυπολιτισμικότητας, του αλληλοσεβασμού, της αλληλεγγύης.
Είναι το μοναδικό καθεστώς που συνεχίζει να συντηρεί το ιδεολόγημα της φυλετικής και πολιτισμικής ανωτερότητας, να αντιμετωπίζει υποτιμητικά όλα τα γειτονικά έθνη, να καταπιέζει όλες τις εθνικές, πολιτισμικές (κυρίως τις γλωσσικές), θρησκευτικές κλπ. κοινότητες και μειονότητες που υπάρχουν στην επικράτειά του.
Το μοναδικό καθεστώς που απαγορεύει τον ελεύθερο επαναπατρισμό ή απλή επίσκεψη σε πρώην πολίτες του με μοναδικό κριτήριο την εθνική του καταγωγή (μη Έλληνες το Γένος).
Η εμφάνιση της Μακεδονικής Κίνηση Βαλκανικής Ευημερίας (ΜΑΚΙΒΕ) και του «Ουράνιου Τόξου» απεκάλυψε πόσο βαθιά είναι ριζωμένος ο εθνορατσισμός στην Ελλάδα και πόσο επιφανειακή και κάλπικη είναι η δημοκρατικότητα των υπηκόων της.

Γιατί ο Εθνορατσισμός επιβιώνει στην Ελλάδα;

Είναι ολοφάνερο, ότι βασική αιτία της επιβίωσής του είναι το γεγονός ότι έχει υιοθετηθεί από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος, σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου αποτελεί ιδεολογικό χαρακτηριστικό μόνο των περιθωριακών ακροδεξιών παρατάξεων. Εκεί, ακόμα και τα συντηρητικά κόμματα καταπολεμούν την εμφάνιση τέτοιων ιδεολογημάτων.
Στην Ελλάδα τα κόμματα εξουσίας έχουν εισάγει την καλλιέργεια του εθνορατσισμού στην εκπαίδευση, τη δημόσια διοίκηση, το στρατό, τα μέσα ενημέρωσης κλπ. ως επίσημη ιδεολογία.
Το ΚΚΕ καταδικάζει μεν φραστικά την εθνοφασιστική ιδεολογία της άρχουσας τάξης, αλλά δεν κάνει κάτι ουσιαστικά για να τη γκρεμίσει.
Για να τη γκρεμίσει, θα πρέπει πρώτα και κύρια να γκρεμίσει τον μύθο της ελληνικής εθνικής καταγωγής και το ψέμα των «απελευθερωτικών πολέμων» που, όπως έλεγε παλιά, στην πραγματικότητα ήταν καθαρά κατακτητικοί. Αντί να πάρει σωστή θέση στο Μακεδονικό Ζήτημα και να αγωνιστεί για τα δικαιώματα «των καταπιεσμένων εθνοτήτων … και δη των Μακεδόνων», απαρνιέται τις ιστορικές του θέσεις και ευθύνες και συντάσσεται με «την αντιδραστική άρχουσα τάξη», που μάχεται να αφανίσει το Μακεδονικό έθνος.
Εσφαλμένα μερικοί αποδίδουν αυτή τη στάση του ΚΚΕ σε μια μικρή μερίδα στελεχών του, όπως τη Λιάνα Κανέλη. Η αλήθεια είναι ότι η πλειοψηφία των μελών και φίλων του ΚΚΕ έχει υιοθετήσει ή ανέχεται αυτήν την εθνορατσιστική ιδεολογία.

Ο άλλος βασικός τροφοδότης του εθνορατσισμού, ασφαλώς είναι η Ελλαδική Εκκλησία. Καταπατώντας κάθε αρχή της χριστιανικής διδασκαλίας έχει αντικαταστήσει το δόγμα «αγαπάτε αλλήλους» και «αγαπάτε ακόμα και τον εχθρό σας» με το δόγμα της μισαλλοδοξίας.

Γιατί δεν αντιδρούνε οι πολίτες;

Για τον ίδιο λόγο που δεν αντιδρούσαν οι πολίτες της Ιταλίας και της Γερμανίας. Κοίταζαν παγερά αδιάφοροι τις διώξεις κατά των μειοψηφιών, μέχρι που φούντωσε ο Φασισμός και πλέον ήταν αργά να τον τιθασεύσουν.
Εξ άλλου οι διωκόμενες ομάδες στην Ελλάδα είναι σαφώς λιγότερες.
Με την συκοφαντία και τη λασπολογία εναντίον τους, έχουν καταφέρει να τις παρουσιάζουν –κατά τα πρότυπα του Χίτλερ- ως προέκταση «του εξωτερικού εχθρού». Έτσι ο πολύς κόσμος, συμπεριφερόμενος ως όχλος, επικροτεί ή ανέχεται με την απάθειά του τον εθνορατσισμό.
Μόνο όταν γίνουν οι ίδιοι θύματα, θα αντιδράσουν, όπως αντιδρούν για τον ξεριζωμό των ελληνοκυπρίων από τις εστίες τους και την αρπαγή των περιουσιών τους.
Όταν τα κάνουν οι ίδιοι τους σε άλλους, είναι θεάρεστη πράξη και εθνικό καθήκον.

Άλλη μια βασική συνέπεια του εθνορατσισμού που καταδυναστεύει την Ελλάδα, είναι το γεγονός ότι οι υπήκοοί της, όχι μόνο δεν αφομοίωσαν τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, αλλά επιπλέον, διαστρέβλωσαν και αμαύρωσαν το αρχαίο Ελληνικό πνεύμα.

Ο «ελληνισμός» και η «ορθοδοξία» πέρασαν από τον τόπο μας ως εθνορατσισμός και εθνοφασισμός.