Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

Απελευθέρωση ή παραχώρηση της Θεσσαλονίκης?

 

Από ποιους τα πήραν οι Τούρκοι?

Οι καθεστωτικοί ψεύτες  των Αθηνών λένε ότι τη Μακεδονία και ειδικά τη Θεσσαλονίκη, όταν το 1912 τις παρέδωσαν οι Τούρκοι, είπαν ότι: «Από τους Έλληνες την πήραμε και σ’ αυτούς την παραδίνουμε!». Αυτό περιέχει μια μεγάλη αλήθεια. Η Θεσσαλονίκη και γενικά η Κεντρική Μακεδονία δεν απελευθερώθηκαν από τον ελλαδικό στρατό, αλλά παραδόθηκαν σ΄αυτόν από τους Τούρκους. Χωρίς εκείνη τη σχεδιασμένη παράδοση, η Θεσσαλονίκη και η ευρύτερη περιοχή θα καταλαμβάνονταν από τη Βουλγαρία.

Ο ελλαδικός στρατός με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο προχωρούσε με δυσκολία στη Δυτική Μακεδονία και κατευθύνονταν προς τη Μπίτολα. Τότε παρενέβη ο πρωθυπουργός Ε.Βενιζέλος και μετά από έντονη αντιδικία διέταξε τον διάδοχο Κωνσταντίνο, που ηγούνταν του ελλαδικού εκστρατευτικού σώματος, να κινηθεί εσπευσμένα προς τη Θεσσαλονίκη.

Τι μεσολάβησε και οδήγησε τον Βενιζέλο να παρέμβει τόσο αποφασιστικά, φαίνεται από την εξέλιξη των γεγονότων. Ο ελλαδικός στρατός πέρασε τα στενά του Αλιάκμονα μεταξύ Κοζάνης και Βέροιας, όπου ήταν εύκολο να αναχαιτιστεί, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση από τους Τούρκους. Οι τουρκικές φρουρές Βέροιας, Νάουσας, Σκύδρας, Έδεσσας, παραδόθηκαν αμαχητί στον ελλαδικό στρατό. Στα Γιαννιτσά, που ήταν ιερό κέντρο για τους Τούρκους, η τοπική φρουρά αντέταξε κάποια αντίσταση το απόγευμα της 19ης Οκτώβρη. Όταν, όμως, ως αργά το βράδυ κατέφθασε το σύνολο του ελλαδικού εκστρατευτικού σώματος, η τουρκική φρουρά βλέποντας το πολλαπλάσιο μέγεθός του και χωρίς βοήθεια από τον τουρκικό στρατό Θεσσαλονίκης, κατάλαβε ότι ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τον πολυπληθέστερο στρατό των επιτιθεμένων. Έτσι εγκατέλειψε τις θέσεις του και το επόμενο πρωί ο ελλαδικός στρατός εισήλθε στην πόλη χωρίς καμιά δυσκολία.

Παρόλο που προχωρούσε ανενόχλητος ο ελλαδικός στρατός, χρειάστηκαν 3-4 μέρες για να περάσει τον αφύλακτο Αξιό ποταμό και να στρατοπεδεύσει στο διπλανό χωριό Τοψίν (σημερινή Γέφυρα). Τότε συνέβη κάτι ασυνήθιστο και εξωφρενικό για τα στρατιωτικά δεδομένα. Επισκέφτηκε τον διάδοχο Κωνσταντίνο ο Τούρκος στρατηγός απεσταλμένος του Χασάν Ταξίν Πασά της Θεσσαλονίκης, συνοδευόμενος από τους προξένους των Δυτικοευρωπαίων κηδεμόνων της Ελλάδας και πρότεινε στον Κωνσταντίνο να του παραδώσει την Πόλη και την ευρύτερη περιοχή. Στην αρχή ο Τούρκος στρατηγός έθεσε όρους, οι οποίοι απορρίφθηκαν από τον Κωνσταντίνο και τελικά συμφώνησαν να γίνει παράδοση άνευ όρων. Η παρουσία των Ευρωπαίων προξένων κρίθηκε αναγκαία, για να αποφευχθούν οι αμφιβολίες του Κωνσταντίνου ως προς τις ειλικρινείς προθέσεις των Τούρκων. Το πιθανότερο είναι να τις θεωρούσε ως μπλόφα ή παγίδα των Τούρκων και να καθυστερούσε την προέλαση. Και η παραμικρή, όμως, καθυστέρηση θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Βουλγάρους.

Γιατί, λοιπόν, ο Ταξίν Πασάς και οι Ευρωπαίοι πρόξενοι ήθελαν να παραδώσουν τη Θεσσαλονίκη στην Ελλάδα?

Οι Τούρκοι δεν ήθελαν την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας από τους Βουλγάρους, καθώς εκείνοι υιοθετούσαν τις περισσότερες επιδιώξεις του Μακεδονικού αυτονομιστικού κινήματος, σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και η παραχώρησή τους στους ντόπιους αγρότες. Έτσι προτιμούσαν την παραχώρηση της κεντρικής Μακεδονίας στην Ελλάδα κατά τα πρότυπα της παραχώρησης της Θεσσαλίας το 1881. Η Ελλάδα πήρε τη Θεσσαλία, αλλά σεβάστηκε τις περιουσίες των Τούρκων τσιφλικάδων.  

Οι Αγγλογάλοι κηδεμόνες της Ελλάδας δεν ενδιαφέρονταν για την βορειοδυτική Μακεδονία, αλλά για την κεντρική, λόγω της στρατηγικής της θέσης. Έτσι, αφενός μεν συστήσανε στον πολιτικό υποτελή τους πρωθυπουργό Βενιζέλο, να διατάξει τον Βασιλιά να εγκαταλείψει την προς βορά επίθεσή του και να κινηθεί προς τη Θεσσαλονίκη, αφετέρου δε οι πρόξενοί τους στη Θεσσαλονίκη έπεισαν τον Διοικητή Χασάν Ταξίν Πασά, να κάνει, ότι είχαν κάνει το 1881 με τη Θεσσαλία. Να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα να προστατευθούν οι περιουσίες των Τούρκων.

Το ότι οι Τούρκοι είπαν: «Από τους Έλληνες την πήραμε και σ΄αυτούς την παραδίνουμε», είναι απόλυτα ψευδές. Τη Θεσσαλονίκη οι Τούρκοι την πήραν το 1430 από τους Βενετούς.

Οι Οθωμανοί το 1422 πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ καταλαβαίνει ότι το βασίλειό του δεν έχει πια μέλλον. Έτσι, για να εξασφαλίσει χρήματα για την άμυνα της πόλης, βάζει το γιο του Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο, που ήταν διοικητής της Θεσσαλονίκης και, όπως γράφει ο Βυζαντινός χρονικογράφος Γ.Φραντζής, να πουλήσει την πόλη το 1423 έναντι 50.000 δουκάτων στούς Βενετούς. Οι Θεσσαλονικείς «πήγαν πακέτο» και δεν τους ρώτησε κανείς.

Το 1830 πολιόρκησαν την πόλη οι Οθωμανοί. Οι ηγούμενοι των μονών του Αγίου Όρους, που δεν συμπαθούσαν τους Καθολικούς Βενετούς και είχαν περιουσίες (μετόχια) στην πόλη, για να μη χάσουν τα προνόμια που είχαν επί Βυζαντίου, ήρθαν σε συμφωνία με τον Σουλτάνο. Αυτοί θα διευκόλυναν την κατάληψη της πόλης, ενώ εκείνος θα σέβονταν τα προνόμιά τους. Σύμφωνα με χειρόγραφο του 16ου αιώνα, οι μοναχοί της μονής Βλαττάδων υπέδειξαν στους Οθωμανούς τα αδύνατα σημεία της άμυνας της πόλης. Εκεί οφείλεται το γεγονός, ότι οι Οθωμανοί δεν αφαίρεσαν τα προνόμια των μονών, μεταξύ των οποίων και τις τεράστιες εκτάσεις γης, από τις οποίες είχαν μεγάλα έσοδα.

 Ο Άγιος Δημήτριος ούτε βοήθησε, ούτε τον θυμήθηκε κανένας. Σήμερα τον τιμούν ως προστάτη της Θεσσαλονίκης, εκείνοι που την πούλησαν έναντι χρημάτων ή προνομίων.


Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Απελευθέρωση ή Κατάκτηση της Μακεδονίας?

         Ο Οκτώβρης είναι μήνας κατά τον οποίο πολλές Μακεδονικές πόλεις και τα γύρω απ’ αυτές χωριά, γιορτάζουν την «απελευθέρωσή τους από τον Τουρκικό ζυγό» και την προσάρτησή τους στην Ελλάδα. Οι πόλεμοι που έκριναν την τύχη της Μακεδονίας, ονομάστηκαν Βαλκανικοί Πόλεμοι (Α’ και Β’).

Η επίσημη εκδοχή για την κήρυξη του πολέμου ήταν η απόρριψη της διακοίνωσης της συμμαχίας Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου προς τον Σουλτάνο. Η διακοίνωση αυτή, που έγινε στα τέλη Σεπτέμβρη 1912, απαιτούσε από τον Σουλτάνο να κάνει μεταρρυθμίσεις, ώστε να αποδοθεί στους Βαλκανικούς χριστιανικούς λαούς της επικράτειάς του πολιτική και οικονομική αυτονομία και ανθρώπινα δικαιώματα. Η διακοίνωση απορρίφθηκε από τον Σουλτάνο και οι σύμμαχοι άρχισαν τον πόλεμο εναντίον του στις 5 Οκτωβρίου 1912.

Το διάγγελμα του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου, ως αιτία του πολέμου, αναφέρει:

«… Επίτευξη και εξασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπό του τουρκικού ζυγού Χριστιανών. Η Ελλάς … αναλαμβάνει τον ιερόν αγώνα του δικαίου και της ελευθερίας των καταδυναστευομένων λαών της Ανατολής…».

Οι διακρατικές συμφωνίες που έκανε η Ελλάδα με Βουλγαρία και Σερβία, απολύτως πουθενά δεν ανέφεραν, όσα έλεγαν στις διακηρύξεις τους. Ανέφεραν μόνο τον όρο της διανομής των εδαφών, βάσει της στρατιωτικής κατοχής. Η γνώμη και τα δικαιώματα του Μακεδονικού λαού δεν αναφέρονται πουθενά. Η Ελλάδα, δηλαδή, συμφώνησε με Βουλγαρία και Σερβία να προσαρτήσουν τα τμήματα της Μακεδονίας που θα καταλάμβαναν. Αντιμετώπισε, δηλαδή, την Μακεδονία ως μια χώρα μη ελληνική, ενώ αν την θεωρούσε ελληνική, έπρεπε τουλάχιστον να την διεκδικήσει.

Επειδή θεωρούνταν κατακτητές, στις πρώτες κυβερνητικές αποφάσεις τους, αποκαλούν τα εδάφη που κατέκτησαν «Καταληφθείσαις χώρες». Όταν αργότερα επεξεργάστηκαν τις θεωρίες τους για την Μακεδονία, το «καταληφθείσες», έγινε «απελευθερωθείσες» και οι ίδιοι τους από κατακτητές αυτοονομάστηκαν απελευθερωτές. Στη συνέχεια επεξεργάστηκαν την παραποιημένη ιστορία, που μας λένε σήμερα. Η εκκλησία της Ελλάδας κατονόμαζε τα κατακτηθέντα εδάφη «Νέες Χώρες».  

 


 

Η ίδια η πραγματικότητα δείχνει αν είναι απελευθερωτές ή κατακτητές. Αν απελευθερωνόταν η Μακεδονία, οι γηγενείς Μακεδόνες (Μακεδονόφωνοι, Ελληνόφωνοι, Βλαχόφωνοι κ.α.) θα διοικούσαν τη χώρα τους, θα διορίζονταν στο δημόσιο και τους κάθε είδους οργανισμούς, η γη θα διανέμονταν στους ντόπιους αγρότες που την καλλιεργούσαν, το εμπόριο, η βιοτεχνία και η βιομηχανία, οι μεταφορές και γενικά η οικονομία θα ελέγχονταν από ντόπιους. Ότι έγινε δηλαδή με την απελευθέρωση της Ελλάδας. Η Μακεδονική, η Βλάχικη και οι άλλες τοπικές γλώσσες και κουλτούρες θα καλλιεργούνταν ελεύθερα.

Τι έγινε στην πραγματικότητα

Χιλιάδες ντόπιοι της Μακεδονίας εξοντώθηκαν, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν και η πλειοψηφία τους εκδιώχθηκε από τη γη των προγόνων τους. Όσοι εξοντώθηκαν ή εκδιώχθηκαν από την πατρίδα τους σε έναν αιώνα Γκρεκοκρατίας, δεν έπαθαν το ίδιο σε είκοσι έναν αιώνες Τουρκοκρατίας και Ρωμαιοκρατίας. Όσοι απέμειναν τρομοκρατήθηκαν, καταπιέστηκαν κι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις μητρικές τους γλώσσες και την εθνική τους ταυτότητα. Η γη που δικαιωματικά ανήκει στους ντόπιους, μοιράστηκε στους νέους εποίκους, που εγκατέστησε ο νέος δυνάστης. Οι ντόπιοι που είχαν αποσυρθεί επί τουρκοκρατίας στα άγονα και ορεινά, έμειναν με τα ίδια αγροκτήματα, ενώ εκείνοι που ζούσαν στα γόνιμα πεδινά, πήραν πολύ μικρούς αγροτικούς κλήρους. Μόνο χάρη στη σκληρή δουλειά, την λιτότητα και τις εντατικές καλλιέργειες κατάφεραν να επιβιώσουν. Στο δημόσιο διορίζονταν μόνο έποικοι και κυρίως Πελοποννήσιοι, Κρητικοί και από τους πρόσφυγες εποίκους οι πιο απαιτητικοί από τα βάθη της Μ.Ασίας. Οι Ελληνόφωνοι ντόπιοι είχαν ελαφρώς καλύτερη μεταχείριση. 

Οι μη Ελληνόφωνοι Μακεδόνες άρχισαν να διορίζονται σιγά σιγά στο δημόσιο, από τη δεκαετία του 1970 και εντεύθεν και πάλι σε μικρότερο ποσοστό από τους εποίκους. Σ’ αυτό συνέβαλε η δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας Μακεδονίας και η μαζική στήριξη των Μακεδόνων κατά τον Εμφύλιο προς το ΚΚΕ. Η λογική της καταδίωξης αντικαταστάθηκε από την λογική  της ενσωμάτωσης. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Μακεδονίας χρησιμοποιήθηκαν για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας. Το ηλεκτρικό ρεύμα από τα λιγνιτωρυχεία της Δυτικής Μακεδονίας, για παράδειγμα, παρείχε φθηνή ενέργεια για την ανάπτυξη της Ελλάδας και στους Μακεδόνες χρεώνονταν το ηλεκτρικό ρεύμα στην ίδια τιμή με τους παλαιοελλαδίτες, αν και είχε μικρότερο κόστος μεταφοράς στη Μακεδονία και ήταν Μακεδονικός πλούτος. Αλλά και στη ΔΕΗ αντί, λόγω εντοπιότητας, να διορίζονται Μακεδόνες, διορίζονταν Πελοποννήσιοι, Κρητικοί, Πόντιοι κλπ.

Η Ελλάδα χαρακτήρισε τα κτήματα των Τούρκων τσιφλικάδων στη Μακεδονία ως «Ανταλλάξιμη περιουσία» και τα αντάλλαξε με τις περιουσίες των προσφύγων. Γιατί, όμως, τα χαρακτήρισε ανταλλάξιμα? Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα, όπως και η Βουλγαρία και Σερβία, οι Τούρκοι εκδιώχθηκαν και οι περιουσίες τους δεν χαρακτηρίστηκαν ανταλλάξιμες και δεν αντελλάγησαν με τίποτα και μοιράστηκαν στους ντόπιους πληθυσμούς. Στην Μακεδονία, αφού εννοείται ότι απελευθερώθηκε, γιατί δεν ίσχυσε το ίδιο?

Ο λόγος είναι, ότι στη Μακεδονία έγινε συναλλαγή "δυο γαϊδάρων σε ξένη αχερώνα". Οι Τούρκοι, όταν κατέκτησαν τη Μακεδονία, άρπαξαν τα κτήματα των πραγματικών δικαιούχων, χωρίς να τους δώσουν κάποια αποζημίωση. Έγινε συναλλαγή, λοιπόν, μεταξύ δυο κλεφτών. Αυτά τα κτήματα τα παρεχώρησε η Ελλάδα στους εποίκους που εγκατέστησε στη Μακεδονία. Τους παραχώρησε, δηλαδή, κλοπιμαία. Είναι, βέβαια, γνωστό παγκοσμίως, ότι οι κλεπταποδόχοι, όχι μόνο δεν δικαιούνται να κρατήσουν τα κλοπιμαία, αλλά πληρώνουν και πρόστιμο και τα αναλογούντα ενοίκια. Τα κτήματα, τα οικόπεδα, οι θέσεις εργασίας, ο πλούτος της Μακεδονίας κλπ. είναι κλεμμένα από τους ντόπιους της Μακεδονίας και οι αποδέκτες έποικοι είναι κλεπταποδόχοι.

Σήμερα, εμείς οι Μακεδόνες που γλυτώσαμε από την Εθνοκάθαρση και την Γενοκτονία, που εφάρμωσε η Ελλάδα στη Μακεδονία, είμαστε αναγκασμένοι να γιορτάζουμε την κατάκτηση και τον διαμελισμό της χώρας μας από τα γύρω κράτη, την εξόντωση και εκδίωξη από τη γη μας των ¾ του ντόπιου πληθυσμού, την καταλήστευση του Μακεδονικού πλούτου από ξένους, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας και κυρίως τη στέρηση του δικαιώματος της καλλιέργειας της εθνικής μας ταυτότητας και κυρίως των μητρικών μας γλωσσών.

Ζούμε σε μια τραγελαφική και εξωφρενική κατάσταση, στην οποία την στέρηση των ελευθεριών και δικαιωμάτων μας στη ίδια τη γη μας, την γιορτάζουμε ως απελευθέρωση. Σωστά ο παλιός ο Καραμανλής είπε, ότι, «Η Ελλάς κατέστη ένα απέραντο φρενοκομείο». Μόνο που στο Μακεδονικό Ζήτημα δεν συμπεριέλαβε σ΄αυτό το τρελοκομείο και τον εαυτό του.

Οκτώβρης 2020    Τραϊανός Πασόης