Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Ποιοι Αντιστάθηκαν στην Κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Τούρκους

 


Από την κατάκτηση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντίου) από τους Τούρκους, οι Νεοέλληνες θρηνούν και μιλούν μόνο για την Κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Για την κατάκτηση της Μακεδονίας και της Θράκης, αλλά και των άλλων Βαλκανικών χωρών, κανένας δεν μιλάει και δεν θρηνεί.

 

Η αλήθεια είναι ότι στα Βαλκάνια έφεραν τους Τούρκους, αρχικά ως μισθοφόρους, οι Ρωμαίοι ηγεμόνες στα πλαίσια της διαμάχης τους για τη θέση του αυτοκράτορα. (Δυναστεία Καντακουζηνών εναντίον δυναστείας Παλαιολόγων). Οι Παλαιολόγοι που επικράτησαν τελικά, συνάψανε συνθήκη φιλίας και συνεργασίας με τους Οθωμανούς και τους επιτρέψανε να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ανατολική Θράκη και να κάνουν πρωτεύουσά τους την Αδριανούπολη. Για τους Βαλκανικούς λαούς, που ήταν επί αιώνες υποτελείς τους, δεν ενδιαφέρθηκαν απολύτως καθόλου.

 Αντίσταση κατά της εισβολής των Οθωμανών στα Βαλκάνια προέβαλαν μόνο οι Βαλκάνιοι ηγεμόνες. Εκμεταλλευόμενοι την παρακμή και αποσύνθεση της Βυζαντινής εξουσίας, αυτονομήθηκαν τελείως από αυτήν και δημιούργησαν μια ευρύτερη συμμαχία. Την ηγεσία εκείνης της συμμαχίας ανέλαβε η σέρβικη δυναστεία των Νεμάνια. Ήταν οι πλέον έμπειροι στην οργάνωση κρατικής δομής, καθώς το Βυζάντιο τους είχε αναγνωρίσει κάποιου είδους αυτονομία από τον 9ο αιώνα.    

Ο ηγεμόνας των Σέρβων Στέφανος Ντουσάν συγκάλεσε στα Σκόπια στις 16 Απριλίου 1346 μια τεράστια ιεροσύναξη, στην οποία συμμετείχαν ο Αρχιεπίσκοπος Σερβίας Ιωαννίκιος, ο Αρχιεπίσκοπος Οχρίδας Νικόλαος, ο αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Συμεών, πολλοί ηγούμενοι των μονών του Αγίου Όρους και άλλων μονών, όπως εκείνες των Μετεώρων (Καλαμπάκας), οι επίσκοποι των επαρχιών και δημιούργησαν δικό τους Πατριαρχείο με πρώτο Πατριάρχη τον  Ιωαννίκιο της Σερβίας. Αμέσως μετά σε μια πανηγυρική τελετή ανακήρυξαν τον Στέφανο Ντουσάν ως Αυτοκράτορα Σέρβων και Ρωμαίων. Έτσι τα Σκόπια έγιναν το κέντρο ενός νεοδημιούργητου κράτους , του οποίου η επικράτεια έφτανε από τον Δούναβη στο βορά μέχρι και  την Θεσσαλία και την Ήπειρο στο νότο. Οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι αναφέρουν αυτό το κράτος ως κράτος των Σέρβων, γιατί η δυναστεία που το διοικούσε, ήταν σέρβικης καταγωγής. Δυστυχώς η ιστορία των νικητών αναφέρει μόνο όσους λαούς είχαν αυτόνομη πολιτική παρουσία. Έτσι οι Μακεδόνες, Οι Θράκες, οι Βλάχοι, οι Θεσσαλοί, οι Αλβανοί κλπ., αν και συμμετείχαν στη δημιουργία εκείνου του κράτους, δεν αναφέρονται ξεχωριστά.

Το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης Αναθεμάτισε όσους συμμετείχαν στις θρησκευτικές και πολιτικές διεργασίες των Σκοπίων και τους χαρακτήρισε αυθαίρετους και σχισματικούς. Υποστήριξε ότι «οι Σλάβοι Βασιλείς» δεν είχαν δικαίωμα ίδρυσης Πατριαρχείου. Υπόψη ότι το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης το είχαν ιδρύσει οι Ρωμαίοι κατακτητές, οι οποίοι και σταύρωσαν τον Χριστό. Μόνο εκείνοι είχαν δικαίωμα ίδρυσης Πατριαρχείων και όχι οι υπόδουλοι λαοί. Υπόψη, επίσης, ότι η επικράτεια της Αρχιεπισκοπής Οχρίδας περιλάμβανε εκτός από την Μακεδονία και τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Αλβανία και είχε ιδρυθεί από τον Σαμουήλ ως Πατριαρχείο.

Οι Ρωμαίοι είχαν αναγνωρίσει μια μορφή αυτονομίας στους Σέρβους από τον 9ο αιώνα και αυτό τους είχε δώσει την ευκαιρία να δημιουργήσουν ηγεμονική (βασιλική) παράδοση και να αποκτήσουν πολιτική εμπειρία, κάτι που δεν είχαν άλλοι βαλκανικοί λαοί. Έτσι η σέρβικη δυναστεία των Νεμάνια εύκολα επιβλήθηκε στους άλλους.  Ουσιαστικά εκείνο το κράτος ήταν πανβαλκανικό.  Ήταν ένα είδος χαλαρής ομοσπονδίας. Η Μακεδονία ήταν χωρισμένη σε δυο αυτόνομα κρατίδια. Στο ανατολικό με πρωτεύουσα τις Σέρρες και περιελάμβανε την ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη και το δυτικό με πρωτεύουσα αρχικά τα Σκόπια και μετά το Πρίλεπ και περιλάμβανε την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία. Σύμφωνα με την νεοελληνική βλακεία εκείνο το πανβαλκανικό κράτος θα μπορούσε να λέγεται «Σκοπιανό», καθώς επίκεντρο εκείνου του καθεστώτος  είχαν γίνει τα Σκόπια.

Οι δυνάμεις του Στέφανου Ντουσάν, εκμεταλλευόμενες τον εμφύλιο μεταξύ Παλαιολόγων και Καντακουζηνών, εύκολα απελευθέρωσαν τη νότια Μακεδονία πλην Θεσσαλονίκης και μέρος της Δυτικής Θράκης. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης ήταν δύσκολη, καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις ανίσχυρες ακόμη και άπειρες, δεν είχαν πολιορκητικές μηχανές και  ναυτικό για να την αποκλείσουν από τη μεριά της θάλασσας. Ο Ντουσάν πέθανε το 1355 και ο διάδοχός του δεν είχε ηγετικές ικανότητες, αλλά και πέθανε τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους. Έτσι τα αυτόνομα κρατίδια αυτονομήθηκαν τελείως. 

Τις διεργασίες εκείνες δεν τις περιέγραψαν κάποιοι επαγγελματίες ιστορικοί, καθώς η αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ήταν σε πολύπλευρη παρακμή, ενώ τα αυτονομημένα βαλκανικά βασίλεια δεν είχαν προλάβει να δημιουργήσουν δική τους ιστορική κουλτούρα.

Για να κατανοήσουμε την εύκολη αυτονόμηση των ομόσπονδων κρατιδίων της αυτοκρατορίας του Ντουσάν, πρέπει να λάβουμε υπόψη την πολιτικοθρησκευτική και αντιφεουδαρχική δραστηριότητα που εμφανίστηκε στα Βαλκάνια μετά τον 10ο αιώνα και είναι γνωστή ως Μπογκομιλισμός (βογομιλισμός). Οι Μπογκομίλοι απέρριπταν τα μυστήρια, τις ιεροτελεστίες και την ιεραρχία και θεωρούσαν ειδωλολατρία την λατρεία των εικόνων. Εκείνο, όμως, που ενοχλούσε το αυταρχικό καθεστώς του Βυζαντίου, ήταν το γεγονός πως διακήρυτταν ότι εκ θεού δεν νομιμοποιείται καμία εξουσία των φεουδαρχών και των δεσποτάδων πάνω στους ανθρώπους και ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και έχουν ίσα δικαιώματα πάνω στη γη τους. Για τον πατριαρχικό κλήρο υποστήριζαν ότι έχει ξεφύγει τελείως από τις χριστιανικές αξίες και ότι έχει γίνει όργανο της φεουδαρχίας και του διαβόλου. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι Βαλκάνιοι προτίμησαν την ηγεμονία, αρχικά του Σαμουήλ, στη συνέχεια της Βλάχικης δυναστείας των Ασάν και της σέρβικης δυναστείας των Νεμάνια από εκείνη του Βυζαντίου. Ο δεσποτισμός της δυναστείας των Νεμάνια στάθηκε η αιτία που η πανβαλκανική αυτοκρατορία του Στέφανου Ντουσάν διαλύθηκε και οι Βαλκάνιοι δεν αντιμετώπισαν ενωμένοι την τουρκική εισβολή.

         Παρόλα αυτά οι κατά τόπους ηγεμόνες συνέχισαν τον αγώνα τους. Επιχείρησαν να διώξουν του Τούρκους εισβολείς από τα Βαλκάνια και μάλιστα το 1371 πολιόρκησαν την Αδριανούπολη, πού είχε γίνει η πρωτεύουσά τους μετά τη συμφωνία τους με τους Βυζαντινούς. Στην πιο σημαντική μάχη, όμως, στις 26 Σεπτεμβρίου 1371, στο Τσέρνομεν ή Τσίρμεν, (σημερινό Ορμένιο) του Μαρίτσα (σημερινού Έβρου) ηττήθηκαν από τον πιο εμπειροπόλεμο, πολυπληθέστερο και καλύτερα εξοπλισμένο στρατό των Τούρκων.

Κατά τη μάχη του Μαρίτσα (Έβρου) το 1371 το βάρος το σήκωσαν οι ηγεμόνες της Μακεδονίας Βολκασίν (Σκοπίων) και Ιβάν Ουγκλες (Σερρών), διότι μετά τον θάνατο του Στέφανου Ντουσάν (1355) και του διαδόχου του, το Σέρβικο Πατριαρχείο ανακήρυξε Αυτοκράτορα των Σέρβων και των Ρωμαίων τον Στέφαν Λάζαρ ως νόμιμο διάδοχο της δυναστείας Νεμάνια. Οι ηγεμόνες, όμως, των άλλων χωρών δεν τον αναγνώρισαν και αυτονομήθηκαν. Εξάλλου ο ηγεμόνας των Σκοπίων Βολκασίν είχε τον τίτλο του βασιλιά. Πριν τη μάχη του Έβρου, εκείνος όρισε ως διάδοχό του τον μεγαλύτερο γιό του τον Μάρκο. Είναι ο γνωστός από τις λαϊκούς θρύλους της Μακεδονίας για τις ικανότητές του και τα κατορθώματά του, Κράλη Μάρκο. Το γεγονός ότι οι ηγεμόνες της Μακεδονίας εύκολα αυτονομήθηκαν από τον Σέρβο Αυτοκράτορα και το Σέρβικο Πατριαρχείο, δείχνει ότι οι αξιωματούχοι και ο στρατός τους, τουλάχιστον στη μεγάλη του πλειοψηφία δεν ήταν σέρβικος. Έγινε δηλαδή κάτι ανάλογο μ’ αυτό που έγινε στην Ελλάδα μετά τη δημιουργία της, όπου ο βασιλιάς και περίπου 4.000 αξιωματούχοι ήταν Βαυαροί, αλλά η πλειοψηφία του στρατεύματος και ο λαός ήταν Ρωμιοί (Γραικοί).

Κατά τη μάχη του Έβρου σκοτώθηκαν οι ηγεμόνες Βολκασίν και Ιβάν Ούγκλες. Έτσι ο γιός του Βολκασίν, Μάρκος, έγινε κράλης (κράλ = βασιλιάς) και συνέχισε τον αγώνα. Εκείνη την ήττα, όμως, την εκμεταλλεύτηκαν οι Σέρβοι και ανακατέλαβαν τα Σκόπια (1377). Έτσι ο Κράλε Μάρκο έκανε πρωτεύουσα του κράτους του το Πρίλεπ. Το ίδιο έκαναν και οι Βυζαντινοί που  ανακατέλαβαν για κάποιο διάστημα τις Σέρρες, την Έδεσσα και τη Βέροια. Τους Μακεδόνες και Θράκες, συμπεριλαμβανομένων των Βλάχων, που αντιστέκονταν στους Τούρκους, δεν τους βοήθησαν ούτε οι Σέρβοι, ούτε οι Βούλγαροι. Έτσι ο Κράλε Μάρκο συνέχισε τον αγώνα μόνος του. Μετά από μερικά χρόνια άνισου αγώνα, όμως, αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει με τους Οθωμανούς. Λίγο αργότερα οι Σέρβοι ηττήθηκαν στη μάχη του Κοσσόβου (1489) και οι Βούλγαροι το 1893 και έχασαν την αυτονομία τους. Υπάρχουν πάμπολλοι θρύλοι στη Μακεδονία για τον αγώνα και τις ικανότητες του Μάρκο, αλλά οι Νεοέλληνες μαθαίνουν μόνο την ιστορία της Βυζαντινής ολιγαρχίας. Οι Βυζαντινοί, που αργότερα μετονομάστηκαν σε Έλληνες, όχι μόνο δεν βοήθησαν τους Βαλκανικούς λαούς, αλλά και πολλοί απ΄εκείνους στήριζαν τους Τούρκους εισβολείς. Ένας Ρωμιός στρατηγός απ’ εκείνους ήταν ο Εβρενός, που συμμετείχε στη μάχη του Μαρίτσα στο πλευρό των Τούρκων και στη συνέχεια, εξισλαμίστηκε κι έγινε πασάς των Γιαννιτσών.

Κατά τη μάχη του Έβρου δεν υπήρχε λαός με το όνομα Έλληνες. Οι Βυζαντινοί, μεταξύ των οποίων και οι Πόντιοι, που αργότερα μετονομάστηκαν σε Έλληνες, είχαν συνθήκη φιλίας και συνεργασίας με τους Οθωμανούς. Το ίδιο και οι Πελοποννήσιοι, που εκείνη την εποχή είχαν το σλάβικο όνομα Μοραϊτες και η χώρα τους λέγονταν Μοριάς. Χάρη σ΄εκείνη τη συμφωνία, το Δεσποτάτο του Μοριά, που αργότερα έγινε ο πυρήνας του Νεοελληνικού κράτους, κράτησε την αυτονομία του ακόμα και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1953. Τελικά ο Δεσπότης του Μοριά Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε με συμφωνία την Πελοπόννησο στους Τούρκους. Εκείνοι, ως ανταμοιβή, τον έκαναν φοροεισπράκτορα της περιοχής του Αίνου της Θράκης. Τους χριστιανούς φεουδάρχες του Μοριά τους έκαναν τοπάρχες και φοροεισπράκτορες, με δικαίωμα να κρατούν για τον εαυτό τους ένα μέρος των φόρων. Είναι οι γνωστοί ως Κοτζαμπάσηδες.

Αυτοί οι Κοτζαμπάσηδες με τους άλλους Ρωμιούς συνεργάτες των Τούρκων, που είναι γνωστοί ως «Άρχοντες του Γένους» και οι δεσπότες ως «Πατέρες του Γένους», τέσσερις αιώνες αργότερα απετέλεσαν τον πυρήνα της δημιουργίας του νεοελληνικού έθνους. Συμμάχησαν με τους ξένους κηδεμόνες της Ελλάδας κι έγιναν η άρχουσα τάξη της Ελλάδας. Οι πραγματικοί επαναστάτες που σήκωσαν το βάρος του απελευθερωτικού αγώνα το 1821, είτε δολοφονήθηκαν είτε φυλακίστηκαν είτε παραγκωνίστηκαν και πέθαναν πάμφτωχοι. Ηγέτες του νέου κράτους δεν έγιναν, όπως γίνονται οι ηγέτες των απελευθερωτικών αγώνων. Οι Δοσίλογοι συνεργάτες των κατακτητών, που έγιναν άρχουσα τάξη του νέου κράτους, μετέτρεψαν το πολυεθνικό ποίμνιο του Ορθόδοξου Πατριαρχείου σε νεοελληνικό έθνος. Δίδαξαν στο ποίμνιό τους την ιστορία τους ωραιοποιημένη και τιμούν σήμερα υποκριτικά τους επαναστάτες του 1821. Το ποίμνιο δεν έμαθε ποτέ την πραγματική ιστορία της δημιουργία του νεοελληνικού κράτους και έθνους. Μόνο όσοι ξέφυγαν από το μαντρί των ψευτών εξουσιαστών ξέρουν την πραγματική ιστορία. Μεταξύ αυτών είναι και οι αναγνώστες της παρούσας ηλεκτρονικής εφημερίδας.

Νοέμβριος 2020   Τραϊανός Πασόης

 

 

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

Απελευθέρωση ή παραχώρηση της Θεσσαλονίκης?

 

Από ποιους τα πήραν οι Τούρκοι?

Οι καθεστωτικοί ψεύτες  των Αθηνών λένε ότι τη Μακεδονία και ειδικά τη Θεσσαλονίκη, όταν το 1912 τις παρέδωσαν οι Τούρκοι, είπαν ότι: «Από τους Έλληνες την πήραμε και σ’ αυτούς την παραδίνουμε!». Αυτό περιέχει μια μεγάλη αλήθεια. Η Θεσσαλονίκη και γενικά η Κεντρική Μακεδονία δεν απελευθερώθηκαν από τον ελλαδικό στρατό, αλλά παραδόθηκαν σ΄αυτόν από τους Τούρκους. Χωρίς εκείνη τη σχεδιασμένη παράδοση, η Θεσσαλονίκη και η ευρύτερη περιοχή θα καταλαμβάνονταν από τη Βουλγαρία.

Ο ελλαδικός στρατός με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο προχωρούσε με δυσκολία στη Δυτική Μακεδονία και κατευθύνονταν προς τη Μπίτολα. Τότε παρενέβη ο πρωθυπουργός Ε.Βενιζέλος και μετά από έντονη αντιδικία διέταξε τον διάδοχο Κωνσταντίνο, που ηγούνταν του ελλαδικού εκστρατευτικού σώματος, να κινηθεί εσπευσμένα προς τη Θεσσαλονίκη.

Τι μεσολάβησε και οδήγησε τον Βενιζέλο να παρέμβει τόσο αποφασιστικά, φαίνεται από την εξέλιξη των γεγονότων. Ο ελλαδικός στρατός πέρασε τα στενά του Αλιάκμονα μεταξύ Κοζάνης και Βέροιας, όπου ήταν εύκολο να αναχαιτιστεί, χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση από τους Τούρκους. Οι τουρκικές φρουρές Βέροιας, Νάουσας, Σκύδρας, Έδεσσας, παραδόθηκαν αμαχητί στον ελλαδικό στρατό. Στα Γιαννιτσά, που ήταν ιερό κέντρο για τους Τούρκους, η τοπική φρουρά αντέταξε κάποια αντίσταση το απόγευμα της 19ης Οκτώβρη. Όταν, όμως, ως αργά το βράδυ κατέφθασε το σύνολο του ελλαδικού εκστρατευτικού σώματος, η τουρκική φρουρά βλέποντας το πολλαπλάσιο μέγεθός του και χωρίς βοήθεια από τον τουρκικό στρατό Θεσσαλονίκης, κατάλαβε ότι ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τον πολυπληθέστερο στρατό των επιτιθεμένων. Έτσι εγκατέλειψε τις θέσεις του και το επόμενο πρωί ο ελλαδικός στρατός εισήλθε στην πόλη χωρίς καμιά δυσκολία.

Παρόλο που προχωρούσε ανενόχλητος ο ελλαδικός στρατός, χρειάστηκαν 3-4 μέρες για να περάσει τον αφύλακτο Αξιό ποταμό και να στρατοπεδεύσει στο διπλανό χωριό Τοψίν (σημερινή Γέφυρα). Τότε συνέβη κάτι ασυνήθιστο και εξωφρενικό για τα στρατιωτικά δεδομένα. Επισκέφτηκε τον διάδοχο Κωνσταντίνο ο Τούρκος στρατηγός απεσταλμένος του Χασάν Ταξίν Πασά της Θεσσαλονίκης, συνοδευόμενος από τους προξένους των Δυτικοευρωπαίων κηδεμόνων της Ελλάδας και πρότεινε στον Κωνσταντίνο να του παραδώσει την Πόλη και την ευρύτερη περιοχή. Στην αρχή ο Τούρκος στρατηγός έθεσε όρους, οι οποίοι απορρίφθηκαν από τον Κωνσταντίνο και τελικά συμφώνησαν να γίνει παράδοση άνευ όρων. Η παρουσία των Ευρωπαίων προξένων κρίθηκε αναγκαία, για να αποφευχθούν οι αμφιβολίες του Κωνσταντίνου ως προς τις ειλικρινείς προθέσεις των Τούρκων. Το πιθανότερο είναι να τις θεωρούσε ως μπλόφα ή παγίδα των Τούρκων και να καθυστερούσε την προέλαση. Και η παραμικρή, όμως, καθυστέρηση θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Βουλγάρους.

Γιατί, λοιπόν, ο Ταξίν Πασάς και οι Ευρωπαίοι πρόξενοι ήθελαν να παραδώσουν τη Θεσσαλονίκη στην Ελλάδα?

Οι Τούρκοι δεν ήθελαν την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας από τους Βουλγάρους, καθώς εκείνοι υιοθετούσαν τις περισσότερες επιδιώξεις του Μακεδονικού αυτονομιστικού κινήματος, σημαντικότερη από τις οποίες ήταν η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και η παραχώρησή τους στους ντόπιους αγρότες. Έτσι προτιμούσαν την παραχώρηση της κεντρικής Μακεδονίας στην Ελλάδα κατά τα πρότυπα της παραχώρησης της Θεσσαλίας το 1881. Η Ελλάδα πήρε τη Θεσσαλία, αλλά σεβάστηκε τις περιουσίες των Τούρκων τσιφλικάδων.  

Οι Αγγλογάλοι κηδεμόνες της Ελλάδας δεν ενδιαφέρονταν για την βορειοδυτική Μακεδονία, αλλά για την κεντρική, λόγω της στρατηγικής της θέσης. Έτσι, αφενός μεν συστήσανε στον πολιτικό υποτελή τους πρωθυπουργό Βενιζέλο, να διατάξει τον Βασιλιά να εγκαταλείψει την προς βορά επίθεσή του και να κινηθεί προς τη Θεσσαλονίκη, αφετέρου δε οι πρόξενοί τους στη Θεσσαλονίκη έπεισαν τον Διοικητή Χασάν Ταξίν Πασά, να κάνει, ότι είχαν κάνει το 1881 με τη Θεσσαλία. Να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα να προστατευθούν οι περιουσίες των Τούρκων.

Το ότι οι Τούρκοι είπαν: «Από τους Έλληνες την πήραμε και σ΄αυτούς την παραδίνουμε», είναι απόλυτα ψευδές. Τη Θεσσαλονίκη οι Τούρκοι την πήραν το 1430 από τους Βενετούς.

Οι Οθωμανοί το 1422 πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ καταλαβαίνει ότι το βασίλειό του δεν έχει πια μέλλον. Έτσι, για να εξασφαλίσει χρήματα για την άμυνα της πόλης, βάζει το γιο του Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο, που ήταν διοικητής της Θεσσαλονίκης και, όπως γράφει ο Βυζαντινός χρονικογράφος Γ.Φραντζής, να πουλήσει την πόλη το 1423 έναντι 50.000 δουκάτων στούς Βενετούς. Οι Θεσσαλονικείς «πήγαν πακέτο» και δεν τους ρώτησε κανείς.

Το 1830 πολιόρκησαν την πόλη οι Οθωμανοί. Οι ηγούμενοι των μονών του Αγίου Όρους, που δεν συμπαθούσαν τους Καθολικούς Βενετούς και είχαν περιουσίες (μετόχια) στην πόλη, για να μη χάσουν τα προνόμια που είχαν επί Βυζαντίου, ήρθαν σε συμφωνία με τον Σουλτάνο. Αυτοί θα διευκόλυναν την κατάληψη της πόλης, ενώ εκείνος θα σέβονταν τα προνόμιά τους. Σύμφωνα με χειρόγραφο του 16ου αιώνα, οι μοναχοί της μονής Βλαττάδων υπέδειξαν στους Οθωμανούς τα αδύνατα σημεία της άμυνας της πόλης. Εκεί οφείλεται το γεγονός, ότι οι Οθωμανοί δεν αφαίρεσαν τα προνόμια των μονών, μεταξύ των οποίων και τις τεράστιες εκτάσεις γης, από τις οποίες είχαν μεγάλα έσοδα.

 Ο Άγιος Δημήτριος ούτε βοήθησε, ούτε τον θυμήθηκε κανένας. Σήμερα τον τιμούν ως προστάτη της Θεσσαλονίκης, εκείνοι που την πούλησαν έναντι χρημάτων ή προνομίων.


Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Απελευθέρωση ή Κατάκτηση της Μακεδονίας?

         Ο Οκτώβρης είναι μήνας κατά τον οποίο πολλές Μακεδονικές πόλεις και τα γύρω απ’ αυτές χωριά, γιορτάζουν την «απελευθέρωσή τους από τον Τουρκικό ζυγό» και την προσάρτησή τους στην Ελλάδα. Οι πόλεμοι που έκριναν την τύχη της Μακεδονίας, ονομάστηκαν Βαλκανικοί Πόλεμοι (Α’ και Β’).

Η επίσημη εκδοχή για την κήρυξη του πολέμου ήταν η απόρριψη της διακοίνωσης της συμμαχίας Ελλάδας, Βουλγαρίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου προς τον Σουλτάνο. Η διακοίνωση αυτή, που έγινε στα τέλη Σεπτέμβρη 1912, απαιτούσε από τον Σουλτάνο να κάνει μεταρρυθμίσεις, ώστε να αποδοθεί στους Βαλκανικούς χριστιανικούς λαούς της επικράτειάς του πολιτική και οικονομική αυτονομία και ανθρώπινα δικαιώματα. Η διακοίνωση απορρίφθηκε από τον Σουλτάνο και οι σύμμαχοι άρχισαν τον πόλεμο εναντίον του στις 5 Οκτωβρίου 1912.

Το διάγγελμα του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου, ως αιτία του πολέμου, αναφέρει:

«… Επίτευξη και εξασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπό του τουρκικού ζυγού Χριστιανών. Η Ελλάς … αναλαμβάνει τον ιερόν αγώνα του δικαίου και της ελευθερίας των καταδυναστευομένων λαών της Ανατολής…».

Οι διακρατικές συμφωνίες που έκανε η Ελλάδα με Βουλγαρία και Σερβία, απολύτως πουθενά δεν ανέφεραν, όσα έλεγαν στις διακηρύξεις τους. Ανέφεραν μόνο τον όρο της διανομής των εδαφών, βάσει της στρατιωτικής κατοχής. Η γνώμη και τα δικαιώματα του Μακεδονικού λαού δεν αναφέρονται πουθενά. Η Ελλάδα, δηλαδή, συμφώνησε με Βουλγαρία και Σερβία να προσαρτήσουν τα τμήματα της Μακεδονίας που θα καταλάμβαναν. Αντιμετώπισε, δηλαδή, την Μακεδονία ως μια χώρα μη ελληνική, ενώ αν την θεωρούσε ελληνική, έπρεπε τουλάχιστον να την διεκδικήσει.

Επειδή θεωρούνταν κατακτητές, στις πρώτες κυβερνητικές αποφάσεις τους, αποκαλούν τα εδάφη που κατέκτησαν «Καταληφθείσαις χώρες». Όταν αργότερα επεξεργάστηκαν τις θεωρίες τους για την Μακεδονία, το «καταληφθείσες», έγινε «απελευθερωθείσες» και οι ίδιοι τους από κατακτητές αυτοονομάστηκαν απελευθερωτές. Στη συνέχεια επεξεργάστηκαν την παραποιημένη ιστορία, που μας λένε σήμερα. Η εκκλησία της Ελλάδας κατονόμαζε τα κατακτηθέντα εδάφη «Νέες Χώρες».  

 


 

Η ίδια η πραγματικότητα δείχνει αν είναι απελευθερωτές ή κατακτητές. Αν απελευθερωνόταν η Μακεδονία, οι γηγενείς Μακεδόνες (Μακεδονόφωνοι, Ελληνόφωνοι, Βλαχόφωνοι κ.α.) θα διοικούσαν τη χώρα τους, θα διορίζονταν στο δημόσιο και τους κάθε είδους οργανισμούς, η γη θα διανέμονταν στους ντόπιους αγρότες που την καλλιεργούσαν, το εμπόριο, η βιοτεχνία και η βιομηχανία, οι μεταφορές και γενικά η οικονομία θα ελέγχονταν από ντόπιους. Ότι έγινε δηλαδή με την απελευθέρωση της Ελλάδας. Η Μακεδονική, η Βλάχικη και οι άλλες τοπικές γλώσσες και κουλτούρες θα καλλιεργούνταν ελεύθερα.

Τι έγινε στην πραγματικότητα

Χιλιάδες ντόπιοι της Μακεδονίας εξοντώθηκαν, φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν και η πλειοψηφία τους εκδιώχθηκε από τη γη των προγόνων τους. Όσοι εξοντώθηκαν ή εκδιώχθηκαν από την πατρίδα τους σε έναν αιώνα Γκρεκοκρατίας, δεν έπαθαν το ίδιο σε είκοσι έναν αιώνες Τουρκοκρατίας και Ρωμαιοκρατίας. Όσοι απέμειναν τρομοκρατήθηκαν, καταπιέστηκαν κι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις μητρικές τους γλώσσες και την εθνική τους ταυτότητα. Η γη που δικαιωματικά ανήκει στους ντόπιους, μοιράστηκε στους νέους εποίκους, που εγκατέστησε ο νέος δυνάστης. Οι ντόπιοι που είχαν αποσυρθεί επί τουρκοκρατίας στα άγονα και ορεινά, έμειναν με τα ίδια αγροκτήματα, ενώ εκείνοι που ζούσαν στα γόνιμα πεδινά, πήραν πολύ μικρούς αγροτικούς κλήρους. Μόνο χάρη στη σκληρή δουλειά, την λιτότητα και τις εντατικές καλλιέργειες κατάφεραν να επιβιώσουν. Στο δημόσιο διορίζονταν μόνο έποικοι και κυρίως Πελοποννήσιοι, Κρητικοί και από τους πρόσφυγες εποίκους οι πιο απαιτητικοί από τα βάθη της Μ.Ασίας. Οι Ελληνόφωνοι ντόπιοι είχαν ελαφρώς καλύτερη μεταχείριση. 

Οι μη Ελληνόφωνοι Μακεδόνες άρχισαν να διορίζονται σιγά σιγά στο δημόσιο, από τη δεκαετία του 1970 και εντεύθεν και πάλι σε μικρότερο ποσοστό από τους εποίκους. Σ’ αυτό συνέβαλε η δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας Μακεδονίας και η μαζική στήριξη των Μακεδόνων κατά τον Εμφύλιο προς το ΚΚΕ. Η λογική της καταδίωξης αντικαταστάθηκε από την λογική  της ενσωμάτωσης. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Μακεδονίας χρησιμοποιήθηκαν για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας. Το ηλεκτρικό ρεύμα από τα λιγνιτωρυχεία της Δυτικής Μακεδονίας, για παράδειγμα, παρείχε φθηνή ενέργεια για την ανάπτυξη της Ελλάδας και στους Μακεδόνες χρεώνονταν το ηλεκτρικό ρεύμα στην ίδια τιμή με τους παλαιοελλαδίτες, αν και είχε μικρότερο κόστος μεταφοράς στη Μακεδονία και ήταν Μακεδονικός πλούτος. Αλλά και στη ΔΕΗ αντί, λόγω εντοπιότητας, να διορίζονται Μακεδόνες, διορίζονταν Πελοποννήσιοι, Κρητικοί, Πόντιοι κλπ.

Η Ελλάδα χαρακτήρισε τα κτήματα των Τούρκων τσιφλικάδων στη Μακεδονία ως «Ανταλλάξιμη περιουσία» και τα αντάλλαξε με τις περιουσίες των προσφύγων. Γιατί, όμως, τα χαρακτήρισε ανταλλάξιμα? Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα, όπως και η Βουλγαρία και Σερβία, οι Τούρκοι εκδιώχθηκαν και οι περιουσίες τους δεν χαρακτηρίστηκαν ανταλλάξιμες και δεν αντελλάγησαν με τίποτα και μοιράστηκαν στους ντόπιους πληθυσμούς. Στην Μακεδονία, αφού εννοείται ότι απελευθερώθηκε, γιατί δεν ίσχυσε το ίδιο?

Ο λόγος είναι, ότι στη Μακεδονία έγινε συναλλαγή "δυο γαϊδάρων σε ξένη αχερώνα". Οι Τούρκοι, όταν κατέκτησαν τη Μακεδονία, άρπαξαν τα κτήματα των πραγματικών δικαιούχων, χωρίς να τους δώσουν κάποια αποζημίωση. Έγινε συναλλαγή, λοιπόν, μεταξύ δυο κλεφτών. Αυτά τα κτήματα τα παρεχώρησε η Ελλάδα στους εποίκους που εγκατέστησε στη Μακεδονία. Τους παραχώρησε, δηλαδή, κλοπιμαία. Είναι, βέβαια, γνωστό παγκοσμίως, ότι οι κλεπταποδόχοι, όχι μόνο δεν δικαιούνται να κρατήσουν τα κλοπιμαία, αλλά πληρώνουν και πρόστιμο και τα αναλογούντα ενοίκια. Τα κτήματα, τα οικόπεδα, οι θέσεις εργασίας, ο πλούτος της Μακεδονίας κλπ. είναι κλεμμένα από τους ντόπιους της Μακεδονίας και οι αποδέκτες έποικοι είναι κλεπταποδόχοι.

Σήμερα, εμείς οι Μακεδόνες που γλυτώσαμε από την Εθνοκάθαρση και την Γενοκτονία, που εφάρμωσε η Ελλάδα στη Μακεδονία, είμαστε αναγκασμένοι να γιορτάζουμε την κατάκτηση και τον διαμελισμό της χώρας μας από τα γύρω κράτη, την εξόντωση και εκδίωξη από τη γη μας των ¾ του ντόπιου πληθυσμού, την καταλήστευση του Μακεδονικού πλούτου από ξένους, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας και κυρίως τη στέρηση του δικαιώματος της καλλιέργειας της εθνικής μας ταυτότητας και κυρίως των μητρικών μας γλωσσών.

Ζούμε σε μια τραγελαφική και εξωφρενική κατάσταση, στην οποία την στέρηση των ελευθεριών και δικαιωμάτων μας στη ίδια τη γη μας, την γιορτάζουμε ως απελευθέρωση. Σωστά ο παλιός ο Καραμανλής είπε, ότι, «Η Ελλάς κατέστη ένα απέραντο φρενοκομείο». Μόνο που στο Μακεδονικό Ζήτημα δεν συμπεριέλαβε σ΄αυτό το τρελοκομείο και τον εαυτό του.

Οκτώβρης 2020    Τραϊανός Πασόης

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Εθνοκάθαρση, Γενοκτονία και Εποικισμός της Μακεδονίας

                                 


Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή Εγκλημάτων Γενοκτονίας, η Γενοκτονία ορίζεται ως


" ...οποιαδήποτε από τις παρακάτω πράξεις με στόχο τον μερικό ή ολικό αφανισμό μιας φυλετικής, εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας, όπως:     

---Θανάτωση των μελών της ομάδας
---Πρόκληση σοβαρής σωματικής ή ψυχικής βλάβης σε μέλη της ομάδας
---Σκόπιμη επιβολή συνθηκών ζωής με στόχο το φυσικό αφανισμό, ολικό ή μερικό, μελών της ομάδας
---Επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση γεννήσεων εντός της ομάδας
---Δια της βίας μεταφορά ανήλικων μελών της ομάδας σε κάποια άλλη.

Ψηφίστηκε και υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ το 1948 (στην Ελλάδα γινόταν εμφύλιος πόλεμος και εκδιώχτηκαν "μη έλληνες στο γένος")

Αναφορά του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το 1992 δημιούργησε διεθνές δικαστήριο με μόνο σκοπό να δικάσει άτομα για παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που διαπράχθηκαν στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αναδεικνύοντας το ζήτημα της ”εθνοκάθαρσης”, την απομόνωση δηλαδή καθορισμένης περιοχής από εθνική ή εθνοτική ομάδα χωρίς να αφεθούν ίχνη. Την εθνοκάθαρση ο ΟΗΕ την αποδέχθηκε ως σχέδιο Γενοκτονίας.

Εθνοκάθαρση είναι η εξάλειψη μιας μη επιθυμητής ομάδας σε μία κοινωνία, είτε με τη μορφή της γενοκτονίας ή της αναγκαστικής μετανάστευσης.

Γενοκτονία είναι τα μαζικά εγκλήματα που αποβλέπουν στη συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο.

Η γενοκτονία μπορεί να επιδιωχθεί είτε με σειρά ομαδικών φόνων, όλων ή σχεδόν όλων των μελών μιας φυλής, είτε με συστηματική εξασθένιση αυτής (με διάφορα μέσα) μέχρι τη βαθμιαία εξάλειψή της φυλής. Στα βίαια δε μέσα αυτά περιλαμβάνονται και σειρά απαγορευτικών μέτρων επί εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ηθικών, ιστορικών ή άλλων παραδόσεων προκειμένου να επέλθει διαφοροποίηση ή αλλοίωση της καταδιωκόμενης φυλής με βέβαιη την συν τω χρόνω απώλεια του εθνικού και φυλετικού γνωρίσματος της».

Όλα αυτά διαπράχθηκαν στη Μακεδονία από την Ελλάδα κατά των Μακεδόνων και των Μακεδόνων Βλάχων. Κι όμως, στη Μακεδονία συζητείται μόνο η γενοκτονία των Ποντίων. Η Εθνοκάθαρση και Γενοκτονία των Μακεδόνων αποσιωπείται τελείως. Άρχισε από τις αρχές της δεκαετίας του 1900 και συνεχίζεται ακόμα.

Μόλις άρχισε η επαναστατική δράση για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, η Ελλάδα διείδε ότι το όνειρό της για επέκταση προς βορρά κινδύνευε να σβήσει οριστικά. Έτσι άρχισε την υπονόμευση του απελευθερωτικού αγώνα των Μακεδόνων με βίαια μέσα. Έστειλε συμμορίες εγκληματιών καθοδηγούμενες από εκφασισμένους αξιωματικούς, οι οποίες άρχισαν να δολοφονούν Μακεδόνες αυτονομιστές, αλλά και αθώους χωρικούς, μόνο και μόνο επειδή αποσχίστηκαν από το αμαρτωλό Πατριαρχείο, με σκοπό να τρομοκρατηθούν και να φύγουν από τη γη τους.

Μετά την καταστολή της απελευθερωτικής επανάστασης του Ίλιντεν του 1903, οι Οθωμανοί κατέστρεψαν χωριά, αποθήκες και παραγωγές. Έτσι, πολλοί Μακεδόνες αναγκάστηκαν να γίνουν οικονομικοί μετανάστες. Σ’ αυτούς του μετανάστες, το καθεστώς των Αθηνών απαγόρευσε τον επαναπατρισμό στην πατρίδα τους. Μετά την επανάσταση ενέτεινε την αποστολή μισθοφόρων δολοφόνων, που δολοφονούσαν αδιακρίτως Μακεδόνες για να εξαναγκασθούν να μεταναστεύσουν κι άλλοι.

Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο (Οκτώβριος 1912), η Ελλάδα έκανε αγώνα δρόμου για να αρπάξει όσο γίνεται μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας. Έτσι, δεν ασχολήθηκε με τη δολοφονία και εκδίωξη ντόπιων πληθυσμών. Στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο (Ιούνιος 1913), όμως, είχε το πλεονέκτημα να έχει αδύνατους αντιπάλους, καθότι οι Βουλγαρικές δυνάμεις ήταν μοιρασμένες σε τέσσερα μέτωπα, με Ρουμανία, Τουρκία, Σερβία και Ελλάδα, ενώ οι Τουρκικές ήταν απασχολημένες στο μέτωπο της Βουλγαρίας, που είχε καταλάβει την Αδριανούπολη και απειλούσε και την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, μαζί με την εισβολή προς την ανατολική Μακεδονία και Θράκη έκανε και μαζική εθνοκάθαρση κατά των Μακεδονικών και Τουρκικών πληθυσμών, που βρέθηκαν στο δρόμο της. Ξεκίνησε με δολοφονίες και την καταστροφή του Κούκους (Κιλκίς) και των γύρω χωριών, όπου δεν υπήρχε ούτε ένα ελληνόφωνο χωριό, κάτι που ανάγκασε τους Μακεδόνες κατοίκους τους, να καταφύγουν στη Σερβοκρατούμενη Μακεδονία. Το ίδιο συνέχισε και προς τα ανατολικά, όπου κατέστρεψε, σύμφωνα με την έκθεση Κάρνεγκι, 149 χωριά, των οποίων οι κάτοικοι για να σωθούν από την ελληνική βαρβαρότητα κατέφυγαν στην Βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία του Πιρίν. Ήλπιζαν ότι θα επαναπατρισθούν μετά τον πόλεμο, αλλά η Ελλάδα τους το απαγόρευσε.

Με την υπογραφή συμφωνίας για προαιρετική ανταλλαγή πληθυσμών με την Βουλγαρία, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι εκδιώχθηκαν περί τις 90.000 Μακεδόνες ως Βούλγαροι. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη η ανταλλαγή δεν ήταν καθόλου προαιρετική, αλλά αναγκαστική. Μετά το τέλος του Α’ Βαλκανικού πολέμου, ελληνικές συμμορίες καθοδηγούμενες από φασίστες αξιωματικούς, λένε ότι «καθάρισαν την Μακεδονία από υπολείμματα «Κομιτατζήδων». Η αλήθεια είναι ότι δολοφονούσαν μερικούς Μακεδόνες, μερικοί από τους οποίους πράγματι πολέμησαν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, για να τρομοκρατηθούν οι υπόλοιποι και να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Χιλιάδες Μακεδόνες έφυγαν για την σερβοκρατούμενη και Βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία, που δεν καταμετρήθηκαν ποτέ. Εκεί, για να επιβιώσουν, δήλωναν αναγκαστικά Σέρβοι ή Βούλγαροι, ενώ όσοι έμειναν, δήλωναν, για τον ίδιο λόγο, Έλληνες.

Μια από τις οικογένειες που έφυγαν εκείνη την περίοδο, ήταν και η οικογένεια του Άντων Κάλτσεβ, που κατά τη Γερμανική Κατοχή ήταν πολιτικός επίτροπος της Βουλγαρίας στη δυτική Μακεδονία, ως σύνδεσμος με τις Γερμανικές και Ιταλικές δυνάμεις. Ο πατέρας του, λόγω της συμμετοχής του στην επανάσταση του Ίλιντεν, του 1903, ήταν σεσημασμένος αυτονομιστής και λόγω του ότι πολλοί συναγωνιστές του δολοφονήθηκαν από τις Ελληνικές δυνάμεις Κατοχής, πήγε στη Βουλγαρία, καθώς η Σερβία ήταν σύμμαχος της Ελλάδας. Η υπόλοιπη οικογένεια έφυγε μετά την λήξη των πολέμων. Έτσι ο Άντων πήγε στο δημοτικό στη γενέτειρά του, την Ζούζαλτσι, που μετονομάστηκε σε Σπήλαια Καστοριάς, και συνέχισε στο γυμνάσιο στη Σόφια. Σπούδασε οικονομικά στη Γερμανία κι έγινε καθηγητής στην Στρατιωτική σχολή της Σόφιας. Επειδή ήταν γνώστης και της Ελληνικής, ορίστηκε ως επίτροπος της Βουλγαρίας στη Δ.Μακεδονία. Συνελήφθη από τους Σέρβους παρτιζάνους, οι οποίοι τον παρέδωσαν στον ΕΛΑΣ κι αυτός στις Ελληνικές αρχές. Καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης στις 27 Αυγούστου 1948.

Ο Κάλτσεβ καταδικάστηκε ως ένοχος για εγκλήματα πολέμου με βάση τη νομοθεσία περί δωσιλόγων (6η Συντακτική Πράξη του 1945).[6] Κηρύχθηκε ένοχος ηθικής αυτουργίας σε ομαδικούς φόνους, συλλήψεις και εκτοπίσεις, εμπρησμούς καθώς και για την προσπάθεια εκριζώσεως του εθνικού φρονήματος και αλλοιώσεως της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού της Μακεδονίας.

Όλες οι κατηγορίες στηρίχθηκαν σε ψευδομαρτυρίες. Ο Κάλτσεβ έπαιξε μόνο πολιτικό ρόλο. Δεν είχε άλλους οπλίτες, για να κάνει εγκλήματα και οι ομάδες πολιτοφυλακής, που παρότρυνε τους Μακεδόνες να κάνουν, συγκρούονταν μόνο με τους Έλληνες συνεργάτες των κατακτητών. Ουδέποτε αναφέρθηκε κάποια σύγκρουση Μακεδόνων με Ποντίους κλπ. κατά την Κατοχή. Αυτοί οι Μακεδόνες πολιτοφύλακες συνεργάζονταν με το ΕΑΜ και γι αυτό τους αποκαλούσαν ΕΑΜοβούλγαρους ή ΕΑΜοσλάβους. Οι πλαστές κατηγορίες τον αναφέρουν ως συμμετέχοντα στη σφαγή της Κλεισούρας. Η Κλεισούρα ήταν Βλαχοχώρι στο οποίο το 1878 έγινε Ρουμάνικο σχολείο, το οποίο καταστράφηκε το 1943 από αντάρτες του ΕΑΜ. Στην περιοχή της κλεισούρας οι αντάρτες του ΕΑΜ σκότωσαν δυο Γερμανούς και σε αντίποινα οι Γερμανοί σκότωσαν περί τους 270 Βλάχους. Επομένως ηθικοί αυτουργοί ήταν οι αντάρτες του ΕΑΜ και δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος να συμμετάσχει ο Κάλτσεβ, ο οποίος, μάλιστα, ως Μακεδόνας καταγόμενος από εκείνη την περιοχή, συμπαθούσε τους Βλάχους. Η υπόθεση φαίνεται μάλλον ως προβοκάτσια του ΕΑΜ κατά των αυτονομιστών Κλεισουριωτών, που αγωνίατηκαν για αυτόνομη Μακεδονία και κατά την Κατοχή δημιούργησαν αυτόνομη Βλάχικη ηγεμονία στην ευρύτερη περιοχή της Πίνδου.

Κατά τον εμφύλιο 1946-1949 δόθηκε άλλη μια ευκαιρία στις ρατσιστικές δυνάμεις να κάνουν εθνοκάθαρση. Δολοφονούσαν απροκάλυπτα Μακεδόνες και βομβάρδιζαν μακεδονικά χωριά, για να τρομοκρατηθούν οι κάτοικοί τους και να φύγουν. Χιλιάδες Μακεδόνες εκτελέστηκαν μετά από δίκη και χιλιάδες στάλθηκαν στις φυλακές ή εξορίστηκαν στα ξερονήσια και πολλοί από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ. Δεν καταμετρήθηκαν ποτέ. Τους Μακεδόνες που κατέφυγαν στα γειτονικά κράτη, τους υπολογίζουν περίπου σε 55.000. Δεν τους επιτράπηκε ο επαναπατρισμός, ακόμα και στα 20.000 περίπου Μακεδονόπουλα του παιδομαζώματος, που δεν βαρύνονταν με καμία κατηγορία.

Υπάρχουν αμέτρητα καταστραμμένα κι εγκαταλελειμμένα Μακεδονικά χωριά, που μαρτυρούν την εθνοκάθαρση που έγινε. Γιατί δεν υπάρχουν αντίστοιχα Ποντιακά χωριά κατεστραμμένα κι εγκαταλελειμμένα; Εκεί δεν υπήρχαν κομμουνιστές;

Οι απογραφές που έγιναν τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, δεν καταγράφουν τους Μακεδόνες, επειδή οι απογραφές γίνονταν με βάσει το θρήσκευμα. Έτσι, οι Μακεδόνες απογράφονταν ως Πατριαρχικοί, Εξαρχικοί, Μουσουλμάνοι, Καθολικοί.

Οι Μουσουλμάνοι που εκδιώχθηκαν από το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας, υπολογίζονται σε 350.000. Σ΄αυτούς, όμως, συμπεριλαμβάνονται και 55.000 περίπου μουσουλμάνοι Μακεδόνες, 14.000 μουσουλμάνοι ελληνόφωνοι Μακεδόνες, 5.000 περίπου Βλάχοι Μακεδόνες. Οι Τούρκοι, επομένως που εκδιώχθηκαν, ήταν περι τις 175.000. Αυτό σημαίνει, ότι σε ένα σύνολο περίπου 1 εκ. ήταν περίπου 18% του πληθυσμού. Οι ελληνόφωνοι ήταν περίπου 10 με 12%, οι Εβραίοι περίπου 5% και οι Βλάχοι περίπου 4%. Οι Μακεδόνες, δηλαδή, ήταν περίπου 60%. Σήμερα οι Μακεδόνες του Ελλαδικού τμήματος της Μακεδονίας υπολογίζονται σε περίπου 15% κι αυτοί είναι εξαναγκασμένοι να δηλώνουν Έλληνες. Επομένως, τα ¾ των Μακεδόνων δολοφονήθηκαν ή αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και το ¼ αποεθνικοποιήθηκε. Αυτό, σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές, είναι και λέγεται καθαρά Εθνοκάθαρση και Γενοκτονία.

Στα εδάφη της Μακεδονίας όπου έγινε εθνοκάθαρση, το καθεστώς των Αθηνών εγκατέστησε συστηματικά τον μεγαλύτερο αριθμό εποίκων. Την «Εισβολή αγροτικού ελληνικού πληθυσμού εις την Μακεδονίαν», που εισηγήθηκε ο Ίων Δραγούμης, την πραγματοποίησε ο Βενιζέλος. Οι πατριαρχικοί Ρωμιοί που έφυγαν για την Ελλάδα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, έφυγαν ατάκτως και κατέφυγαν στα νησιά και την Αττική. Δεν υπήρχε κανένας άλλος λόγος εκπατρισμού άλλων πατριαρχικών, εκτός του εποικισμού των Νέων Χωρών και κυρίως της Μακεδονίας.

Η Ελλάδα ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί για τους πατριαρχικούς εκτός της επικράτειάς της. Τους χρησιμοποίησε, όμως, για επεκτατικούς σκοπούς. Στις 20 Ιούλη 1922, μάλιστα, με τον νόμο 2870 «περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις τους ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής», απαγόρευσε την εισροή πληθυσμών στο έδαφός της και επέβαλε βαριές ποινές σε όσους πλοιοκτήτες μετέφεραν πληθυσμούς από την Μ.Ασία στην Ελλάδα. Η εξέλιξη των πραγμάτων, όμως, αχρήστευσε αυτόν τον νόμο. Αυτούς τους πληθυσμούς δεν μπορούσε να τους μεταφέρει στη Μακεδονία, γιατί η αγανάκτησή τους ήταν εκρηκτική  και το καθεστώς είχε γίνει πολύ ασταθές. Έτσι, επιλέχθηκε από τον Βενιζέλο η λύση της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών. Αυτή η ανταλλαγή ήταν τελείως ασύμφορη για την Ελλάδα, γιατί οι Οθωμανοί της Μακεδονίας ήταν περίπου το 1/5 των Ρωμιών που θα ξεριζώνονταν από τις πατρίδες τους. Οι περιουσίες που πήραν με τον ερχομό τους εκείνοι οι πρόσφυγες, ήταν σύμφωνα με επισήμους γύρω στο 15% εκείνων που άφησαν πίσω ή περίπου στο 10%, σύμφωνα με τα προσφυγικά σωματεία. Χωρίς εκείνους τους πληθυσμούς, όμως, δεν μπορούσε να αλλοιωθεί η σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας και να εξασφαλιστεί η Κατοχή της. Σε τυχόν δημοψήφισμα που θα επέβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, η πρόταση για ένωση με την Ελλάδα δεν θα έπαιρνε ούτε 20%. Έτσι, οι εναπομείναντες ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί αντηλλάγησαν υποχρεωτικά, όπως ακριβώς ανταλλάσσονται τα κοπάδια ζώων. Μεταφέρθηκαν σχεδόν στο σύνολό τους στη Μακεδονία, για να παίξουν ακριβώς τον ίδιο ρόλο με τους εποίκους που είχαν εγκαταστήσει εδώ οι Οθωμανοί. Κι ακόμα χειρότερα. Εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας περίπου 700.000 έποικοι, η πλειοψηφία των οποίων ήταν Πόντιοι και Τουρκόφωνοι. Έτσι οι Ντόπιοι μετατράπηκαν σε μειοψηφία στον τόπο τους. Μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955 εγκαταστάθηκαν κι άλλοι πληθυσμοί, ενώ στην δεκαετία του 1990 εγκαταστάθηκαν σε Μακεδονία και Θράκη όλοι οι Ρωσοπόντιοι, μαζί με Τσετσένους, Γεωργιανούς κλπ., που ήρθαν με αγορασμένα πλαστά χαρτιά, ως Πόντιοι. Μόνο εδώ μπορούσαν να πάρουν μόρια για διορισμό στο δημόσιο, επιδότηση κατοικίας, οικονομικά βοηθήματα, άδειες λαϊκών αγορών κλπ. Έτσι η Μακεδονία καταλήφθηκε για δεύτερη φορά από τους Πόντιους, μετά από εκείνη του 88 π.Χ. με ηγέτη τον Πέρση ηγεμόνα Μηθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτωρα.

Αυτοί οι Πόντιοι και οι Τουρκόφωνοι και οι Καραμνλήδες, που συμπλέουν με αυτούς, μιλάνε συνέχεια για την Γενοκτονία τους από τους Οθωμανούς, αλλά συμμετέχουν στη Γενοκτονία των Μακεδόνων. Είναι οι  πρωταγωνιστές των συλλαλητηρίων και διαμαρτυριών κατά της χρήσης του όρου Μακεδόνες από τους Μακεδόνες της διασποράς και των άλλων τμημάτων της Μακεδονίας. Υποστηρίζουν την ρατσιστική άποψη, ότι δεν υπάρχει Μακεδονικός λαός, Μακεδονικό έθνος και προσπαθούν να το αφανίσουν από προσώπου γης κι ότι νόμιμοι κληρονόμοι της Μακεδονίας είναι εκείνοι. Συμμετέχουν, δηλαδή, ενεργά στην Εθνοκάθαρση και Γενοκτονία του Μακεδονικού λαού. Δεν βάζω τους Θράκες, ακόμα και τους Κωνσταντινουπολίτες στην ίδια κατηγορία, γιατί εκείνοι φέρθηκαν σαφώς πιο φιλικά στους Μακεδόνες.

 

 

 

 

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Μακεδόνας ή Καραμανλής?

 

 

Οι Μακεδόνες της Μακεδονίας που προσαρτήθηκε από την Ελλάδα το 1912, εκτός από τις διώξεις, τις αδικίες και την τρομοκρατία που υπέστησαν, εξαναγκάστηκαν να σωπαίνουν και να παπαγαλίζουν. Ό,τι έλεγαν οι αρχές και οι πρόσφυγες που εποίκησαν τη χώρα τους, ήταν υποχρεωμένοι να το δέχονται και να το επαναλαμβάνουν. Οι παλαιότεροι δεν έλεγαν αλήθειες στους νεώτερους, γιατί ήταν επικίνδυνο. Έτσι, εκτός του ότι μας θεωρούσαν φοβητσιάρηδες, μας θεωρούσαν και χαμηλότερης νοημοσύνης και αξιοπρέπειας.

Τα τελευταία χρόνια, παρόλο που είχαμε τη δυνατότητα, αποφεύγαμε να θίξουμε τις ευαισθησίες τους και να καταρρίψουμε τα ψέματα για την καταγωγή τους και την ωραιοποιημένη και πλαστή ιστορία τους. Εκείνοι δεν έδειξαν τον ανάλογο σεβασμό προς την ιστορία και την ταυτότητα των γηγενών Μακεδόνων, στη γη των οποίων φιλοξενούνται. Τώρα δεν έχουμε απολύτως κανέναν λόγο να συνεχίσουμε την ίδια ανεκτική στάση απέναντί τους.

Παλιά μας έλεγαν Βούλγαρους ή Σλάβους, ενώ μετά την αναζωπύρωση του Μακεδονικού, τους Μακεδόνες που σήκωναν κεφάλι, τους λένε Σκοπιανούς και τους λασπώνουν πατόκορφα. Εκείνοι που εποίκησαν τη Μακεδονία, λένε ότι είναι Έλληνες και έχουν ιστορικά δικαιώματα πάνω στη Μακεδονία, κάτι που δεν έχουν οι γηγενείς Μακεδόνες. Οι Μακεδόνες είτε από άγνοια είτε από φόβο συμφωνούσαν κι επαναλάμβαναν το ίδιο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η οικογένεια Καραμανλή, της οποίας τα μέλη χαρακτηρίζονται Μακεδονάρχες και Εθνάρχες. Είναι, όμως, Μακεδονάρχες και Εθνάρχες των γηγενών Μακεδόνων?

Το επώνυμο Καραμανλής είναι και το εθνικό όνομα των καταγόμενων από την Καραμανία κατοίκων. Η Καραμανία είναι περιοχή της νοτιοανατολικής Μ.Ασίας. Πήρε το όνομά της από τον ηγέτη της Τουρκομάνικης δυναστείας των Καραμανίδων εμίρηδων. Αυτοί δημιούργησαν στις αρχές του 13ου αιώνα κράτος που περιλάμβανε τμήματα της Καππαδοκίας, της Κιλικίας, της Φρυγίας. Η γλώσσα τους ήταν η Τουρκική, την οποία, όμως, έγραφαν με ελληνικούς χαρακτήρες, λόγω του χριστιανισμού στον οποίο είχαν προσχωρήσει οι περισσότεροι. Όταν άρχισαν να κυριαρχούν στη Μ.Ασία οι Οθωμανοί, οι Καραμανλήδες αντιστέκονταν σθεναρά. Τελικά, όμως, ηττήθηκαν το 1467 από τον Μωάμεθ τον Πορθητή και το κράτος τους διαλύθηκε.

Λόγω των συχνών επαναστάσεων των Καραμανλήδων, οι Οθωμανοί έκαναν, ότι έκαμναν όλες οι αυτοκρατορίες, μεταξύ των οποίων και η Ρωμαϊκή (Βυζαντινή). Για να τους αποδυναμώσουν, μετέφεραν ένα τμήμα του πληθυσμού και κυρίως εκείνο του πολιτικοστρατιωτικού μηχανισμού, σε άλλες περιοχές, στις οποίες υπήρχαν άλλοι συμπαγείς πληθυσμοί, για να τους διασπάσουν και να αλλοιώσουν την σύνθεση του πληθυσμού της χώρας τους. Έτσι, ένα τμήμα τους το μετέφεραν στη Μακεδονία.

Ένα από τα χωριά που δημιούργησαν στη Μακεδονία αυτοί οι Καραμανλήδες έποικοι, ήταν και το Κιούπ Κιοϊ, μετέπειτα Πρώτη Σερρών, γενέτειρα της οικογένειας Καραμανλή. Το 1913 είχε πληθυσμό περίπου 2.500 κατοίκων, από τους οποίους το 80% περίπου ήταν τουρκόφωνοι χριστιανοί, το 15% τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι και το 5% Μακεδόνες. Έτσι έβαλαν τούρκικο όνομα στο χωριό τους και τα ονοματεπώνυμά τους ήταν τούρκικα.

Με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, οι Καραμανλήδες και οι άλλοι τουρκόφωνοι Καππαδόκες, Πόντιοι (πρώην Λαζοί) κλπ., που είχαν μείνει στην ανατολική Μ.Ασία, υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν. Ενώ μετά την Μικρασιατική Καταστροφή η μετανάστευση των Ρωμιών ήταν βεβιασμένη και τελείως άτακτη, με συνέπεια να μεταναστεύσουν κυρίως στην Αττική και τα νησιά του Αιγαίου, η μετανάστευση των Τουρκοφώνων, Ποντιοφώνων και λοιπών Ανατολιτών έγινε πιο οργανωμένα. Έτσι κατευθύνθηκε συστηματικά προς τη Μακεδονία για να αλλοιωθεί η σύνθεση του πληθυσμού της.

Στη θέση των Τουρκόφωνων μουσουλμάνων που εκδιώχθηκαν από το Κιούπ Κιοϊ, η Διεύθυνση Εποικισμού επιχείρησε να εγκαταστήσει νέους εποίκους. Οι παλιοί, όμως, αντέδρασαν βίαια. Το ρεπορτάζ της επόμενης ημέρας αναφέρει:

«Ο εντόπιος πληθυσμός του χωριού Κιούπκιοϊ (σ.σ.: Πρώτη Σερρών, γενέτειρα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με τη σημερινή της ονομασία) της περιφέρειας Παγγαίου έχει εξεγερθεί επειδή εγκαταστάθηκαν 120 οικογένειες προσφύγων σε κτήματα ντόπιων. Η εχθρότητα των ντόπιων προς τους πρόσφυγες εκδηλώθηκε χθες με τρόπο λυπηρότατο.

Χθες το πρωί οι 120 οικογένειες των προσφύγων που έμεναν σε σκηνές βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ομάδες μαινόμενου λαού του Κιούπκιοϊ. Οι ένοπλοι πολιορκητές επιτέθηκαν κι επακολούθησε αιματηρή συμπλοκή μεταξύ των ντόπιων και των προσφύγων. Οι εντόπιοι διεσκόρπισαν τους πρόσφυγες κι έκαψαν τις σκηνές τους. Υπάρχουν περίπου 50 τραυματίες κι εννέα νεκροί, άπαντες πρόσφυγες.»

Ανάλογα φαινόμενα συνέβησαν και σε άλλες περιοχές, όπου οι παλιοί έποικοι ήταν Τουρκόφωνοι χριστιανοί. Οι παλαιότεροι έποικοι αντέδρασαν βίαια στην εγκατάσταση νέων εποίκων τουρκόφωνων Καραμανλήδων, Καππαδόκων, Λαζών ή Πόντιων, παρόλο που ήταν ομογενείς ή συγγενείς τους. Οι Μακεδόνες, στην πατρογονική γη των οποίων εγκαθίσταντο οι νέοι έποικοι, δεν προέβαλαν καμιά αντίδραση. Ούτε να διαμαρτυρηθούν δεν τόλμησαν. Ήταν πρόσφατες οι δολοφονίες και η εκδίωξη από τη γη τους εκατοντάδων χιλιάδων ομογενών τους από τους νέους δυνάστες και η τρομοκρατία ήταν συνεχής. Έτσι κατάντησαν να είναι στον τόπο τους φτωχοί συγγενείς αυτών των Ασιατών εποίκων. Ούτε στην Ελλάδα δεν ήθελαν τους ομογενείς τους πρόσφυγες και τους φώναζαν «Φύγετε Τουρκόσποροι, Αούτηδες» κλπ.

Οι Μακεδόνες, είτε λόγω πλύσης εγκεφάλου, είτε λόγω φόβου, είναι αναγκασμένοι να δηλώνουν ομογενείς με αυτούς τους Ασιατικούς πληθυσμούς και να αρνούνται ότι είναι ομογενείς με τους Μακεδόνες των άλλων τμημάτων της Μακεδονίας, ακόμα και με τους εκδιωγμένους από την Αιγαιακή Μακεδονία συγχωριανούς τους, ακόμα και με συγγενείς τους, οι οποίοι αποκαλούνται Σκοπιανοί. Αυτόν τον βίαιο εθνικό εξαναγκασμό τον λένε ελευθερία. Υπόψη ότι στη βόρεια Μακεδονία και τη Μακεδονία του Πιρίν περίπου το 1/5 του χριστιανικού πληθυσμού είναι Μακεδόνες φυγάδες από το Ελλαδικό τμήμα της Μακεδονίας.

Ο τέως πρόεδρος της δημοκρατίας Κ. Καραμανλής, ο επονομαζόμενος και «εθνάρχης», αρνούμενος να έχει το όρο Μακεδονία η βόρεια Μακεδονία, είχε δηλώσει μετά δακρύων, ότι, «Η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελληνική». Τα δάκρυα δείχνουν ότι το πίστευε βαθιά. Μεγάλωσε με ωραία ψέματα περί Μακεδονίας, τα οποία είχαν ριζώσει βαθιά στον εγκέφαλό του. Ο Καραμανλής πιο σωστά και δίκαια μπορούσε να λέει, «Η Καραμανία είναι μία και είναι Καραμανλική».

Οι Τουρκομάνοι Καραμανλήδες και οι άλλοι προερχόμενοι από την Ασία πρόσφυγες έποικοι, ήταν οι πρωταγωνιστές των συλλαλητηρίων για την μη χρήση του ονόματος Μακεδονία από τα άλλα τμήματα της Μακεδονίας. Συμμετέχουν ενεργά στον αφανισμό του Μακεδονικού λαού, για να εξασφαλίσουν την διαιώνιση της κατοχής της μισής χώρας του. Ήταν και οι πιο εχθρικοί και περιφρονητικοί προς τη Μακεδονική καταγωγή, γλώσσα και κουλτούρα. Απύθμενο θράσος και ασέβεια προς τη χώρα και τον λαό που τους φιλοξενεί.

Τα Μακεδόνας και Καραμανλής ή Καππαδόκης ή Πόντιος (πρώην Λαζός) είναι εθνικά ονόματα διαφορετικών εθνοτήτων, στις οποίες επιβλήθηκε ένα τρίτο πλαστό όνομα, το Έλληνες.

Αύγουστος 2020

 

       

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Η Ελλάδα προκάλεσε τον Ξεριζωμό του Ελληνισμού Μ.Ασίας – Θράκης

 


  Ο Αύγουστος 1922 είναι μήνας της δεύτερης φάσης του ξεριζωμού και της εξόντωσης του Ελληνισμού της Μ.Ασίας και Θράκης. Ήταν το τραγικό επακόλουθο της άτακτης υποχώρησης του Ελληνικού στρατού στο Μικρασιατικό μέτωπο.

Γιατί, όμως, αυτός ο Ελληνισμός εξοντώθηκε ή αναγκάστηκε να ξεριζωθεί από τις προαιώνιες εστίες τους, από τις οποίες ουδέποτε στο παρελθόν εκδιώχθηκε? Τι συνέβη, λοιπόν, και έγινε τώρα αυτός ο ξεριζωμός?

Τον ξεριζωμό αυτό τον σχεδίασε και τον επεδίωξε το Ελλαδικό κράτος.

Ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος (Ιούνιος 1913) ήταν πόλεμος καθαρά για μοίρασμα των εδαφών ανάμεσα στους νικητές. Στις συμφωνίες τους πουθενά δεν αναφέρεται προσάρτηση εδαφών ανάλογα με την πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής ή τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών. Οι λαοί δεν υπολογίστηκαν καθόλου. Μετά την επανάσταση του Ίλιντεν, όμως, είχε κατατεθεί η άποψη να χορηγηθεί μια μορφή αυτονομίας στη Μακεδονία ανάλογα με την πληθυσμιακή σύνθεση. Η Ελλάδα, όμως, εκεί υστερούσε καθώς οι ελληνόφωνοι Μακεδόνες αποτελούσαν μια μειοψηφία μικρότερη από το 15% του πληθυσμού της Μακεδονίας, αλλά κι εκείνοι είχαν φιλικότατες σχέσεις με τους μη ελληνόφωνους Μακεδόνες. Έτσι ο μόνος τρόπος να αποκτήσει πληθυσμιακά ερείσματα, ήταν να αλλοιώσει τη σύνθεση του πληθυσμού.

Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε εκφράσει τη σκέψη της μεταφοράς πληθυσμών στα τέλη του 1914. Σε τηλεγράφημά του προς τον πρεσβευτή της Ελλάδας στο Βουκουρέστι, με μήνυμα προς τον πρωθυπουργό Τάκε Ιονέσκου (Ιστ.Αρχείο.Ε.Βενιζέλου Ι/35/1), γράφει μεταξύ άλλων:

«Δεν αντιτιθέμεθα δια τούτο κατά ενδεχόμενης αυξήσεως της Βουλγαρίας είτε εν Θράκη εις βάρος της Τουρκίας είτε εν Μακεδονία δια παραχωρήσεων εκ μέρους της Σερβίας […] Ο εθνικός όγκος των εν τω κόσμω Βουλγάρων είναι μικρότερος των 5.000.000 ψυχών. Ο ελληνικός εθνικός όγκος είναι μεγαλύτερος κατά 70%. Δια τον μείζονα τούτον εθνικόν όγκον, όστις μοιραίως είναι προορισμένος να συγκεντρωθή εντός των ορίων του ελεύθερου Βασιλείου, αξιούμεν έδαφος το οποίον να μην είναι μικρότερον του βουλγαρικού».

Ο Βενιζέλος, λοιπόν, σχεδίαζε να μεταφέρει τον «ελληνικό εθνικό όγκο» εντός των συνόρων της Ελλάδας. Συμφώνησε και στη κατάληψη τμημάτων της Μακεδονίας από τους Βούλγαρους και τους Σέρβους. Στην Μακεδονία, όμως και την παραλιακή ζώνη της Μ.Ασίας, όπου σκόπευε να εγκαταστήσει αυτούς τους πληθυσμούς, κατοικούσαν αλλοεθνείς πληθυσμοί, κυρίως Μακεδόνες και Τούρκοι, οι οποίοι έπρεπε να εκδιωχθούν.

Τον εποικισμό της Μακεδονίας τον εισηγήθηκε και ο εκφραστής του Ελλαδικού σοβινισμού στη Μακεδονία Ίων Δραγούμης, που ήταν γραμματέας του ελλαδικού προξενείου στα Μπίτολα. Σε επιστολή του προς τον πατέρα του (18-12-1903), που ήταν σημαίνον πρόσωπο του καθεστώτος των Αθηνών και μάλιστα έγινε και πρωθυπουργός για μερικούς μήνες, έγραψε μεταξύ άλλων:

«Πως εγώ εντεύθεν να κατορθώσω, μικρός και μόνος, να εκτελεσθούν τα εν τη κεφαλή μου σχέδια; Εισβολή αγροτικού ελληνικού πληθυσμού εις την Μακεδονίαν … κατασκευή διδασκάλων, ιεραποστόλων και ιερέων ιεραποστόλων, ανατίναξις σλαβικών Μοναστηρίων του Αγίου Όρους … βουλγαροκτονία, χειροτονία λαϊκών εις Επισκόπους, κατασκευή αγαθουργών κακούργων, ανάπτυξις σχέσεων μεταξύ Μακεδονίας και Ελλάδος, κατάταξις Μακεδόνων εις τον στρατόν (ιδίως βουλγαροφώνων), ανατροφή των παιδιών των προκρίτων, ιερέων και διδασκάλων βουλγαροφώνων ειδικώς εν Ελλάδι δωρεάν …».

Η «κατασκευή αγαθουργών κακούργων», που θα έκαμναν την «βουλγαροκτονία», έγινε με εγκληματίες μισθοφόρους και τον εκφασισμό αξιωματικών, υπαξιωματικών και γενικά του Ελλαδικού στρατεύματος. Λέει και τον τρόπο με τον οποίο θα προσεταιρίζονταν ένα τμήμα των Μακεδόνων. Λέει πάντως τους «Βουλγαρόφωνους» σκέτο Μακεδόνες.

Ήταν εκφρασμένη, λοιπόν, η πρόθεση του ελλαδικού σοβινισμού να μεταφέρει «ελληνικούς πληθυσμούς» στη Μακεδονία με σκοπό να αλλοιώσει τη σύνθεση του πληθυσμού εις βάρος των αυτοχθόνων. Για να βρει «έδαφος» να εγκαταστήσει αυτούς τους πληθυσμούς, έπρεπε να αδειάσει το έδαφος από τους μη ελληνόφωνους αυτόχθονες. Έτσι έβαλε σε εφαρμογή ένα ακραία εγκληματικό σχέδιο. Κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο έδωσε εντολή στο στρατό, εκτός του να απωθήσει τους άλλους συνδιεκδικητές της Μακεδονίας, τους Βούλγαρους, να κάνει και εθνοκάθαρση. Η αρχή έγινε με την περιοχή του Κούκους (Κιλκίς). Εκτός του ότι βομβάρδισε και την πόλη, ώστε να αναγκασθούν να την εγκαταλείψουν οι περισσότεροι από τους αμάχους, μετά την κατάληψή της, σύμφωνα με την έκθεση του ιδρύματος Κάρνεγκι, έβαλε φωτιά στην πόλη και την κατέκαψε. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση δολοφονήθηκαν και 74 άοπλοι κάτοικοι, που έκαναν το λάθος να μην εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Το ίδιο έκανε και στα γύρω χωριά μη ξεχωρίζοντας Εξαρχικούς και Πατριαρχικούς Μακεδόνες. Στην περιοχή δεν υπήρχε ούτε ένα ελληνόφωνο χωριό για να προφασιστούν οι φονιάδες, ότι τα θύματά τους διέπραξαν κάποιο έγκλημα εναντίον «του ελληνισμού». Το έγκλημά τους ήταν ότι άσκησαν το νόμιμο δικαίωμά τους να αποσχιστούν από το Πατριαρχείο και να προσχωρήσουν στην Εξαρχία ή την Καθολική εκκλησία (Ουνίτες). Αλλά το κυριότερο «έγκλημά τους» ήταν, ότι κατά την επανάσταση του Ίλιντεν είχαν στηρίξει μαζικά τον απελευθερωτικό αγώνα για μια «Μακεδονία που θα ανήκει στους Μακεδόνες». Αυτοί εξοντώθηκαν και εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους ως φιλοβούλγαροι. Αλλά και λίγο βορειότερα, όπου οι κάτοικοι αναφέρονται ως φιλοσέρβοι, είχαν την ίδια αντιμετώπιση, αν και η Σερβία ήταν σύμμαχος της Ελλάδας. Ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης, που συμμετείχε στον πόλεμο ως ταγματάρχης, αλλά είχε συμμετάσχει και στον αντιμακεδονικό αγώνα του 1904-1908 και γνώριζε τα επαναστατικά χωριά, έγραψε σε υπηρεσιακή έκθεσή του:

«Η τέλεια καταστροφή των πόλεων Γευγελής, Δοϊράνης και των περιχώρων αυτών – ένθα ουδείς κάτοικος απέμεινε – θα ηυκόλυνε ίσως την επιδίκασιν των μερών τούτων [στην Ελλάδα], διότι δεν πρόκειται περί κατοίκων πλέον δήθεν Σέρβων ή Σερβιζόντων αλλά περί τμήματος εδάφους και ερειπίων».

 Το ίδιο έκανε και κατά τη διάρκεια της προέλασής του σε όλη την ανατολική Μακεδονία. Η έκθεση Κάρνεγκι αναφέρει ότι καταστράφηκαν 149 χωριά. Οι Βουλγαρικές δυνάμεις ήταν ελάχιστες, καθώς είχαν διασπαστεί για να καλύψουν το μέτωπο με την Σερβία, τη Ρουμανία και την Τουρκία, ενώ οι Τουρκικές είχαν συγκεντρωθεί στο μέτωπο της Ανατολικής Θράκης, όπου οι Βουλγαρικές δυνάμεις είχαν καταλάβει την Αδριανούπολη και απειλούσαν την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Έτσι οι άμαχοι της περιοχής έγιναν εύκολο θύμα της Ελλαδικής θηριωδίας. Αυτό προκάλεσε πανικό στους κατοίκους, οι οποίοι πριν ακόμα πλησιάσει ο ελλαδικός στρατός, άρχισαν να εγκαταλείπουν μαζικά τις πατρογονικές τους εστίες, για να σωθούν.

Αυτοί οι φυγάδες μετέφεραν στη Βουλγαρία και την Τουρκία τις ειδήσεις για το μακελειό, που διέπραττε ο ελλαδικός στρατός και ήταν φυσικό επόμενο να προκαλέσουν έντονα αισθήματα οργής, μίσους  και εκδίκησης κατά των εκεί ελληνοφώνων. Έκθεση του βρετανικού προξενείου Θεσσαλονίκης, το καλοκαίρι του 1914, γράφει σχετικά για τους άμαχους φυγάδες:

«Φτάνουν στην Τουρκία με την ανάμνηση των σφαγμένων φίλων και συγγενών τους νωπή στο μυαλό τους, θυμούνται όλα όσα οι ίδιοι υπέφεραν και τις διώξεις των οποίων υπήρξαν θύματα και, καθώς βρίσκονται χωρίς τα μέσα προς το ζην και πηγές εισοδήματος, δεν το βρίσκουν καθόλου κακό να ριχτούν πάνω στους έλληνες χριστιανούς της Τουρκίας και να τους επιφυλάξουν την ίδια μεταχείριση με αυτή που είχαν δεχθεί από τους Έλληνες χριστιανούς της Μακεδονίας».

Αυτό το μικρό κείμενο περιγράφει με σαφήνεια τις αιτίες και τους υπεύθυνους των διώξεων κατά των ελληνοφώνων της Τουρκίας και της Βουλγαρίας. Σ’ αυτές τις χώρες, μάλιστα, οι ελληνόφωνοι συζούσαν αρμονικά με τους ντόπιους για πολλούς αιώνες, χωρίς η διαφορά της γλώσσας να τους δημιουργεί κάποια αντιπαλότητα ή έχθρα μεταξύ τους. Τώρα τους μετέτρεψε σε θύματα αντεκδίκησης η θηριωδία του ελλαδικού στρατού στα Κατεχόμενα από αυτόν. Εξάλλου, όσον αφορά τη Βουλγαρία, οι ελληνόφωνοι ήταν Θράκες που εξελληνίστηκαν, ενώ οι Θράκες που δεν εξελληνίστηκαν μετονομάστηκαν καταχρηστικά από τους Βυζαντινούς σε Σλάβους ή Βούλγαρους.

Μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913), οι Ελλαδικές δυνάμεις σταμάτησαν τις συγκρούσεις με τους Βουλγάρους, αλλά όχι και την εθνοκάθαρση. Αυτή τη φορά την εφάρμοσαν εκεί όπου δεν πρόλαβαν να την κάνουν κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού πολέμου. Ομάδες ατάκτων φασιστών, προσκόπων και εγκληματιών του αντιμακεδονικού αγώνα 1904-1908 κατέφθασαν στη Μακεδονία και επιδόθηκαν σε αγώνα κατατρομοκράτησης και εκδίωξης των αυτοχθόνων. Στα απομνημονεύματα και τις επιστολές τους μιλάνε για «εκκαθάριση της Μακεδονίας από κομιτατζήδες». Οι Κομίτες, όμως, είχαν πάψει κάθε δραστηριότητα μετά την εξέγερση του Ίλιντεν και μάλιστα πολλοί από αυτούς είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική και την Δ.Ευρώπη. Η συμφωνία προαιρετικής ανταλλαγής πληθυσμών Ελλάδας Βουλγαρίας τους έδινε ένα είδος προκαλύμματος. Δολοφονώντας μερικούς από τους άοπλους κατοίκους, τρομοκρατούσαν τους υπόλοιπους, οι οποίοι για να σωθούν εγκατέλειψαν τις εστίες τους και έφυγαν προς την κατεχόμενη από τους Σέρβους και τους Βούλγαρους Μακεδονία και βόρεια Θράκη. Οι απογραφές εκδιωχθέντων αναφέρουν περίπου 90.000, αλλά ο πραγματικός τους αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος, καθώς οι εγκατασταθέντες στην σερβοκρατούμενη Μακεδονία δεν απογράφηκαν ποτέ. Η Σερβία τους χαρακτήριζε ως Σέρβους μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε επικράτησαν οι πραγματικά επαναστατικές δυνάμεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας και τους αναγνώρισε ως Μακεδόνες.

 Η εισβολή της Ελλάδας στη Μακεδονία ξεπέρασε κατά πολύ σε βαρβαρότητα τους Τούρκους κατακτητές και τους Γερμανούς φασίστες. Εκείνοι δεν δολοφονούσαν άοπλους χωρικούς ούτε πυρπολούσαν χωριά χωρίς αιτία. Οι αθώοι χωρικοί που δολοφονήθηκαν και τα χωριά που πυρπολήθηκαν από τους Ελλαδίτες φασίστες, είναι δεκάδες φορές περισσότερα από τα χωριά που χτυπήθηκαν από τους Ναζί κατά την Κατοχή. Η επίσημη πολιτεία, όμως, όπως και οι υπήκοοι αυτού του κράτους, μιλάνε μόνο για τις θηριωδίες των Γερμανών φασιστών και των Τούρκων κατακτητών και ποτέ για τις ακόμα πιο βάρβαρες και περισσότερες θηριωδίες του δικού τους φασισμού. Τις επιδρομές και τις κατακτήσεις του δικού τους κράτους τις παρουσιάζουν ως ένδοξα κατορθώματα του στρατού και του λαού τους.

Το ίδιο σκηνικό και στην Μικρά Ασία

Μια πενταετία μετά την εισβολή στη Μακεδονία, έκαναν τα ίδια στη Μικρά Ασία. Σε συνεργασία με τους κηδεμόνες τους, τους Δυτικούς αποικιοκράτες, εισέβαλαν στη Μ. Ασία (Μάιος 1919) με την υπόσχεση να κάνουν δημοψήφισμα μετά από πέντε χρόνια και σε όποιες περιοχές πλειοψηφήσει η ένωση με την Ελλάδα, να προσαρτηθούν σ’ αυτήν. Είναι σαν να είπαν στην Ελλάδα, «Είσαι ελεύθερη, να κάνεις ότι έκανες στη Μακεδονία και όπου τα καταφέρεις, εκείνα τα εδάφη θα γίνουν δικά σου». Έτσι τα ελλαδικά στρατεύματα μαζί με την επίθεση κατά των τουρκικών στρατευμάτων, έκαναν και εθνική εκκαθάριση της περιοχής. Εκατοντάδες χωριά καταστράφηκαν και χιλιάδες άμαχοι δολοφονήθηκαν. Περιουσίες λεηλατήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν από τον  «ελληνικό απελευθερωτικό στρατό».

Το επίσημο κράτος, αλλά και οι υπήκοοί του, μιλάνε μόνο για την «καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού» και καταριούνται τους «βάρβαρους Τούρκους» που ξερίζωσαν τους Ρωμιούς από τις προγονικές εστίες τους. Αποφεύγουν, όμως, να συζητήσουν για τις αιτίες που προκάλεσαν εκείνη την καταστροφή. Η απόλυτη σιωπή που είχε επιβληθεί επί πολλές δεκαετίες έσπασε τα τελευταία χρόνια λόγω των συμφωνιών που υπογράφηκαν για την ελευθερία του λόγου και χάρη στο διαδίκτυο.

Στην Wikipedia και στο λήμα «Μικρασιατική Καταστροφή» διαβάζουμε μεταξύ άλλων, τις περιγραφές που έκαναν ξένοι παρατηρητές, κατά κανόνα πιο αντικειμενικοί, για την δράση του «ελληνικού απελευθερωτικού στρατού».

Ο Τζέιμς Λόντερ Παρκ, Αμερικανός Ανθύπατος στην Κωνσταντινούπολη εκείνη την εποχή, ο οποίος επισκέφθηκε την κατεστραμμένη περιοχή αμέσως μετά την ελληνική υποχώρηση, περιέγραψε ως εξής αυτά που είδε:

«Η Μανίσα… σχεδόν εξ ολοκλήρου αφανισμένη απ’ τη φωτιά… 10.300 σπίτια, 15 τζαμιά, 2 λουτρά, 2.278 καταστήματα, 19 ξενοδοχεία, 26 βίλες ... Ο Καζαμπάς (Turgutlu) ήταν μια πόλη με 40.000 ψυχές, απ΄τις οποίες οι 3.000 ήταν μη-Μουσουλμάνοι. Από αυτούς τους 37.000 Τούρκους μόνο οι 6.000 μπορούσαν να μετρηθούν ανάμεσα στους ζωντανούς, ενώ 1.000 Τούρκοι ήταν γνωστό ότι είχαν πυροβοληθεί ή καεί ζωντανοί. Από τα 2.000 κτίρια που αποτελούσαν την πόλη, μόνο 200 παρέμειναν όρθια. Πάμπολλες ενδείξεις υπάρχουν που δείχνουν ότι η πόλη είχε συστηματικά καταστραφεί από Έλληνες στρατιώτες, που βοηθήθηκαν από έναν αριθμό Ελλήνων και Αρμενίων πολιτών. Κηροζίνη και βενζίνη χρησιμοποιήθηκαν ευρέως για να κάνουν την καταστροφή πιο σίγουρη, γρήγορη και πλήρη. Στη Φιλαδέλφεια (Alasehir) χρησιμοποιήθηκαν χειροκίνητες αντλίες για να βραχούν οι τοίχοι κτιρίων με κηροζίνη. Καθώς εξετάζαμε τα ερείπια της πόλης, βρήκαμε έναν αριθμό κρανίων και οστών, απανθρακωμένων και μαύρων, με υπολείμματα τριχών και δέρματος κολλημένα πάνω τους…».

 Ένας Βρετανός αξιωματούχος σημείωσε: «Σύμφωνα με τον ιστορικό Τανέρ Ακτσάμ: «Δεν υπήρξε καν οργανωμένη αντίσταση [από τους Τούρκους] κατά τη διάρκεια της Ελληνικής κατοχής. Και όμως οι Έλληνες επιμένουν να καταπιέζουν, και συνεχίζουν να καίνε χωριά, να σκοτώνουν Τούρκους και να βιάζουν και να σκοτώνουν γυναίκες και νεαρά κορίτσια, να στραγγαλίζουν παιδιά».

Η Διασυμμαχική Επιτροπή, που κάθε άλλο παρά ανθελληνική ήταν, έγραψε στην αναφορά της στις 23 Μαϊου 1921:

«Μια ιδιαίτερη και συστηματική μέθοδος φαίνεται να ακολουθείται κατά την καταστροφή των χωριών, ομάδα προς ομάδα, κατά τους τελευταίους δύο μήνες, η οποία καταστροφή έχει αγγίξει τα περίχωρα του ελληνικού αρχηγείου. Τα μέλη της Επιτροπής θεωρούν ότι, στην περίπτωση των οικισμών της Γιάλοβας και του Τζεμλίκ που κατέλαβε ο ελληνικός στρατός, υπάρχει ένα συστηματικό σχέδιο καταστροφής των Τουρκικών χωριών και εξάλειψης του Μουσουλμανικού πληθυσμού. Το σχέδιο αυτό υλοποιείται από ελληνικές και αρμενικές ομάδες, που φαίνονται να δρουν υπό τις ελληνικές οδηγίες, και μερικές φορές ακόμη και με συνδρομή αποσπασμάτων τακτικού στρατού.»

 Οι βιαιοπραγίες, οι δολοφονίες, οι βιασμοί και οι ληστείες κατά των αμάχων ξεκίνησαν αμέσως μετά την εγκατάσταση των ελλαδικών δυνάμεων στη Σμύρνη. Αυτό ανάγκασε την ελληνική διοίκηση να καταδικάσει σε θάνατο τρεις από τους βιαιοπραγούντες, προκειμένου να δείξει στη Διασυμμαχική Επιτροπή, ότι προτίθεται να ασκήσει χρηστή διοίκηση. Η Επιτροπή, βέβαια, δεν πείστηκε και μετά από σχετική έρευνα καταλόγισε στον ελληνικό στρατό την ευθύνη για την αιματοχυσία στη Σμύρνη. Η πρόταση που έκανε η Επιτροπή να γίνει δημοψήφισμα για να αποφασίσουν οι τοπικοί πληθυσμοί ποια διοίκηση επιθυμούν, απορρίφθηκε από την ελληνική πλευρά, καθώς δεν είχε τότε την πλειοψηφία στην ευρύτερη περιοχή. Το ενδεχόμενο, όμως, να επανέλθει η πρόταση για δημοψήφισμα αργότερα, καθόρισε την τακτική της Ελλάδας για εθνοκάθαρση. Έτσι, κατά την προέλαση του ελλαδικού στρατού προς την ενδοχώρα, παράλληλα με την απώθηση των διαλυμένων τουρκικών δυνάμεων, εξαπολύθηκε μια άνευ προηγουμένου τακτική κατατρομοκράτησης και εκδίωξης αμάχων Μουσουλμάνων από τις εστίες τους. Ήταν η ίδια τακτική εθνοκάθαρσης, που η Ελλάδα εφάρμοσε λίγα χρόνια νωρίτερα και η οποία της απέδωσε την κατοχή της μισής Μακεδονίας. Για το τι επακολούθησε την ήττα στον Σαγγάριο και την άτακτη υποχώρηση του ελλαδικού στρατού, εύγλωττες είναι οι περιγραφές των υποχωρούντων φαντάρων και αξιωματικών στα απομνημονεύματα, τα ημερολόγια και τις επιστολές τους.

Γράφουν κάποιοι:

-     «Περνούμε χωριά, Μπάρκιοϊ, κατόπιν το Καπητσιλάρ, το οποίο εκαίετο, μετά το Γιουγουρντερέ, κι αυτό εκαίετο, παρακάτω άλλο χωριό, κι αυτού φωτιά… Στα πλάγια μας καίγονται έρημα χωριά!... Αντίκρυ μας εκαίετο ένα χωριό, από κοντά μας σε λίγο περνούσε το 27ο Σύνταγμα, όλοι οι μεταγωγικοί ήσαν φορτωμένοι από κότες, αυγά, τυριά και ό,τι τέλος πάντων ημπορεί να έχη ένα χωριό πριν καεί!» (Χαράλαμπος Πληζιώτης.)

-      

-     «Μετά που φτάσαν οι δικές μας στρατιωτικές δυνάμεις βάλαν φωτιά στο χωριό και σήμερα που φτάσαμε ακόμα καίγεται. Οι κάτοικοι που είχαν μείνει ζωντανοί είναι όλοι συγκεντρωμένοι σ’ ένα αρχαίο φρούριο, που είναι στη διάθεση των φαντάρων. Ό,τι τους βαστάει η ψυχή τους, άλλοι σκοτώνουνε τούρκους χωρικούς γι’ αντίποινα, άλλοι ατιμάζουνε κορίτσια και γυναίκες». (τσολιάς από Βοιωτία)

-      

-     «Παρασκευή 9 Ιουλίου 1921. Άφιξις περί την 10ην νυκτερινήν εις χωρίον Αριμπερέν, πλησίον ποταμού. Το χωρίον ελεηλατήθη κυριολεκτικώς και διηρπάγη. Εγέννοντο πολλαί ατιμώσεις υπό τα όματα γονέων. Περιουσίαι και έπιπλα διηρπάγησαν διά προσωπικήν χρήσιν. Εθεάθησαν οπλίται να κοιμώνται εις στρώματα, να φέρωσιν παπλώματα μεταξωτά κτλ. Η νυξ διήλθεν σχεδόν εν εορτασμώ, με φωτιές, ψητά κτλ…». (ημερολόγιο κοζανίτη ανθυπολοχαγού)

-      

-     4 Σεπτεμβρίου 1921: «Όλα του κάμπου τα χωρία καίονται από το υποχωρούν Γιουνάν-Ασκέρ το οποίο μεταλαμπαδεύει, επ’ ευκαιρία της διαβάσεώς του, τα πραγματικά φώτα … του πολιτισμού». (Νίκος Βασιλικός, πατέρας του συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού)

-      

-     18 Αυγούστου 1922: «Περνούμε τροχάδην από το μέσον του χωριού Μπουνάζ, το οποίον παρεδόθη εις τας φλόγας υπό τας κατάρας και τα αναθέματα των χανουμισσών που γυμνές τρέχουν εις τους κήπους δια να σωθούν από τη φωτιά… Πολλοί φονεύονται καθ’ οδόν. Μπροστά μου, ένας δικός μας μεταγωγικός εστήριξε την κάνην του όπλου του εις τον λαιμόν του Τούρκου και πυροδοτήσας επέταξε το κεφάλι του με την δύναμιν των αερίων της μπαρούτης εις απόστασιν 15 μέτρων. Οποία αποθηρίωσις! Οποία αποχαλίνωσις των κτηνωδών ενστίκτων!!...». (Ν.Βασιλικός)

-      

-     19-21 Αυγούστου: «Το Ουσάκ καίεται. Όλα τα γύρω χωριά παραδίδονται εις τας φλόγας. Φωτιά, παντού φωτιά. […] Μετά πορείαν δώδεκα ωρών φθάνομεν εις το χωρίον Εϋνέκ, κείμενον εντός χαράδρας, φωτιζομένης με αγρίαν μεγαλοπρέπειαν από τας φλόγας του καιομένου χωριού… Μέσα εις την χαράδραν επικρατεί αφάνταστος αλαλαγμός από τας φωνάς, αναμίκτους με τους κρότους τους ξηρούς που προέρχονται από τα καιόμενα ως τεράστια πυροτεχνήματα σπίτια του χωριού. Νερώνειον αληθές θέαμα. Οι ουρανομήκεις φλόγες φωτίζουν τους ακίνητους φαντάρους οι οποίοι ψήνουν διαρκώς όρνιθας, χήνας και κριάρια προερχόμενα από την διαρπαγήν και την λεηλασίαν που μας απέμεινε ως μόνη Επιμελητεία. […] Τουρκικόν αεροπλάνον ρίχνει προκηρύξεις του Κεμάλ, έχουσας ως εξής: “Έλληνες δειλοί και άνανδροι. Μη καίετε τα χωριά γιατί θα τα κτίσουν οι αιχμάλωτοι συνάδελφοί σας’’». (Ν. Βασιλικός).

-      

-     23 Αυγούστου: «Διερχόμεθα από της Φιλαδελφείας, η οποία καίεται απ’ άκρου εις άκρον. Η λύσσα της καταστροφής και της λεηλασίας δεν κάμνει διάκρισιν εθνικοτήτων. Καίεται η ελληνική συνοικία Φιλαδελφείας και λεηλατούνται αι ελληνικαί οικίαι,  όπως και αι Τουρκικαί. Πυροβολισμοί ρίπτονται παρά ημετέρων, προκαλούντες σύγχυσιν και αναταραχήν…» (συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς)

-      

-     18 Αυγούστου: «Πυρπολούντες διαφόρους οικίας, ανέμενον εις την εξώθυράν των τους ενοίκους αυτών και, αφού ελήστευον τα πολυτιμότερα είδη των, όσα εγκαταλείποντες τας καιομένας οικίας των παρελάμβανον μεθ’ εαυτών, τους εφόνευον. Η μέθοδος αύτη απετέλει εξαίρετον και ασφαλή δι’ αυτούς τρόπον καταληστεύσεως των δύστυχων κατοίκων. Τα προϊόντα των ληστειών των (χρυσά ή χάρτινα Τουρκικά νομίσματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα) εναπέθετον πολλοί τούτων εις χιλωτήρας κτηνών, δι’ ών ήσαν εφωδιασμένοι. Είδον πολλούς εξ αυτών, κατά την προς την Σμύρνην μετακίνησίν μου και βραδύτερον εις Χίον, μεταφέροντας χιλωτήρας πλήρεις ειδών, εκ λαφυραγωγίας προερχομένων, καθ’ ων εν τούτοις ουδέν ηδυνάμην να λάβω μέτρον». (ταγματάρχης Παναγάκος)

Είναι μερικές από τις αναφορές, σταχυολογημένες από το βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου «ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΚΑΘΑΡΣΗ» (Βιβλιόραμα, 2007), όπου υπάρχουν και οι σχετικές πηγές.

 Είναι ολοφάνερο ότι την καταστροφή της Σμύρνης και του «Μικρασιατικού Ελληνισμού» την προκάλεσε η κτηνωδία των ελλαδικών δυνάμεων. Υπολόγισαν εσφαλμένα, ότι προκαλώντας εθνοκάθαρση κατά των Τούρκων, θα προκαλέσουν ως αντίποινα την εκδίωξη Ρωμιών από τα ενδότερα προς τα μικρασιατικά παράλια. Μόνο έτσι θα μπορούσε να δημιουργηθεί μια παραλιακή ζώνη με πλειοψηφία ελληνορθόδοξου πληθυσμού, κάτι που με την συνδρομή των συμμάχων θα επέτρεπε την ένωση με την Ελλάδα. Για την υλοποίηση του σχεδίου της «Μεγάλης Ελλάδας» έπρεπε κάποιοι αθώοι να θυσιαστούν και να χάσουν τις περιουσίες τους και την πατρίδα τους, άσχετα αν αυτοί θα ήταν Ρωμιοί ή ξένοι. Καταστρέφοντας τουρκικές πόλεις και χωριά και βιάζοντας και δολοφονώντας  Μουσουλμάνους χωρικούς, ήξεραν ότι θα προκαλέσουν ανάλογα αντίποινα. Υπολόγιζαν βέβαια ότι θα δημιουργήσουν μια δεύτερη ζώνη άμυνας που θα τους επέτρεπε να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους. Δεν υπολόγισαν, όμως σωστά την ορμή των τουρκικών δυνάμεων, την οποία ενίσχυσαν με οργή και αυτοθυσία οι ίδιοι τους με τα εγκλήματα που διέπραξαν κατά των αμάχων Τούρκων της Μικράς Ασίας. Ας μην καταριόνται, λοιπόν, τους Τούρκους κι ας μην ρίχνουν την ευθύνη της καταστροφής του «Μικρασιατικού Ελληνισμού» σ’ εκείνους. Την καταστροφή την προκάλεσε συνειδητά η εγκληματική συμπεριφορά της Ελλάδας. 

  Το μακελειό κατά των αμάχων σε Μακεδονία και Μικρά Ασία το προκάλεσε η Ελλάδα, γιατί αυτή ήταν η μόνη που υστερούσε σ’ αυτές τις περιοχές στον τομέα της σύνθεσης του πληθυσμού έναντι των ανταγωνιστών του σοβινισμού της. Η διαφορά των δύο περιπτώσεων έγκειται, στο ότι οι Τούρκοι είναι πολυπληθέστερος λαός από τους Μακεδόνες και είχαν πολιτικοστρατιωτική πείρα και αυτονομία. Ρόλο έπαιξε και η μεταστροφή των συμμάχων υπέρ του Κεμάλ Ατατούρκ, ενώ στη Μακεδονία οι σύμμαχοι στήριξαν την βαρβαρότητα της Ελλάδας μέχρι τέλους, επειδή μια αυτόνομη Μακεδονία μελλοντικά ήταν πιθανός σύμμαχος των Ρώσων και των συμμάχων της Σερβίας και Βουλγαρίας, λόγω συγγένειας γλώσσας και θρησκείας.

Η εισβολή της Ελλάδας σε Μακεδονία και Μικρά Ασία αποτελεί την πλέον βάρβαρη εισβολή που καταγράφηκε ποτέ σ’ αυτές τις περιοχές. Ο φασισμός σε πιο ακραία μορφή και από εκείνη των Ναζί. Οι Γερμανοί ζήτησαν συγγνώμη για τα εγκλήματα των Ναζί μόνο όταν εκείνοι ηττήθηκαν. Ο ελλαδικός φασισμός, όμως, δεν ηττήθηκε χάρη στην ανοχή και την στήριξη των δυτικοευρωπαίων αποικιοκρατών, που δεν ήθελαν την τιμωρία της θυγατρικής τους αποικιακής δύναμης στην περιοχή.

Οι πολίτες αυτής της χώρας έχουν δικαίωμα να μάθουν και πρέπει να μάθουν όλη την αλήθεια. Η χώρα τους δεν είναι «η καημένη Ελλαδίτσα», που όλοι οι γείτονες επιβουλεύονται εδάφη της και έχουν διαπράξει εγκλήματα κατά του «Ελληνισμού», αλλά είναι εκείνη που έχει διαπράξει πολύ περισσότερα εγκλήματα και έχει αρπάξει εδάφη των γειτονικών λαών.