Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Ο Μακεδονοκτόνος Καπετάν Γαρέφης και οι Γκρεκομάνοι



         Στο χωριό μου, το Πόζαρ, έχουν στήσει ένα άγαλμα του «Μακεδονομάχου» Καπετάν Γαρέφη. Όταν πηγαίναμε στο δημοτικό, οι δάσκαλοι μας μιλούσαν γι αυτόν και μας πήγαιναν στο άγαλμα να καταθέσουμε στεφάνι. Οι μεγαλύτεροι, όμως, τον αποκαλούσαν «κλεφτοκοτά». Εμείς ρωτούσαμε, γιατί τον αποκαλούν κλεφτοκοτά, ενώ εμείς σαν σχολείο τον τιμούσαμε? Οι γονείς μας απέφευγαν να μας πουν την αλήθεια, γιατί φοβούνταν, ότι εμείς από παιδική αφέλεια θα το λέγαμε στο δάσκαλο ή τον παπά και θα είχαν μπελάδες. Εκείνη την εποχή ο παπάς κι ο δάσκαλος ήταν το μάτι του καθεστώτος στο χωριό. Μόνο όταν μεγαλώσαμε, μάθαμε την αλήθεια.
  
       Ο Γαρέφης κατάγονταν από τις Μηλιές του Βόλου. Ήταν μισθοφόρος του  αξιωματικού του ελλαδικού στρατού Κωνσταντίνου Μαζαράκη. Ήρθαν στη Μακεδονία για να δολοφονούν και να τρομοκρατούν τους σχισματικούς και τους «Κομιτατζήδες» και να εκβιάζουν τα χωριά να επανέλθουν στην «ορθοδοξία».

Ο Γαρέφης παρουσιάζεται από πολλούς ως Σαρακατσάνος. Η οικογένεια του παππού του ήταν Σουλιώτικη και μετανάστευσε στην περιοχή του Βόλου μετά το 1803, όπως και όλοι οι Σουλιώτες καταδιωγμένοι από τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Οι Σουλιώτες ήταν ορεσίβιοι Αλβανοί Ορθόδοξοι και κυρίως οι άντρες, λόγω ορθοδοξίας, ήξεραν και έγραφαν στα ελληνικά. Βασικό τους χαρακτηριστικό ήταν οι πολεμικές τους ικανότητες και η χρήση των όπλων για επιδρομές και ληστείες στα γύρω πεδινά χωριά. Ο πιθανότατα Αλβανός (Αρβανίτης) Γαρέφης έλεγε ότι είναι Σαρακατσάνος, διότι στα ορεινά της περιοχής όπου είχε λημεριάσει, υπήρχαν πολλοί Σαρακατσάνοι. Οι Σαρακατσάνοι, όμως, δεν είναι επιθετικοί κι αυταρχικοί, όπως ήταν ο Γαρέφης.

Όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Μαζαράκης, μετά την αποβίβασή τους σε παραλία της Λεπτοκαρυάς Κατερίνης, ανέβηκαν στα Πιέρια όρη. Κατευθύνθηκαν προς την Βέροια. Πριν φτάσουν στη μονή Αγίου Ιωάννη Προδρόμου, που βρίσκεται ανάμεσα στην Κόκοβα (Πολύδενδρο) και το Κούτλες (Βεργίνα), συνάντησαν σκόρπιες καλύβες υλοτόμων και παραγωγών ξυλοκάρβουνου.

 Γράφει ο Μαζαράκης:
«Έπρεπε να εκλείψουν, να τρομοκρατηθούν…».
Για να δικαιολογήσει την τιμωρία αυτών των άοπλων και αθώων ξυλοκόπων, γράφει ότι
«… αποτελούν το δίκτυον επικοινωνίας μεταξύ Μακεδονίας και Ελλάδος, εξ ης μετέφερον κρυφίως όπλα γκρα οπλίζοντες τους βουλγαρίζοντας σχισματικούς. […] Περικυκλώνομεν τας (πλησιεστέρας τρεις) καλύβας και συλλαμβάνομεν δεκατρείς, με μορφάς απαισίας». Δηλαδή, έπιασαν 13 ξυλοκάπους στην τύχη. Προχώρησαν προς βορρά, «…με τους αιχμαλώτους εις το μέσον δεμένους ανα δύο…» και έφτασαν στον Αλιάκμονα. «Διαβαίνομεν τον ποταμόν δια του περάματος. Αφήκαμεν με τον Σπυρομίλιον εις τον Γαρέφην να αποφασίση με τον τελευταίον δρόμον της σχεδίας, η οποία εσύρετο με σχοινί από της μιας όχθης εις την άλλην. Ο Κώστας Γαρέφης δεν εδίστασε τι έπρεπε να κάμη. Είχομεν ήδη προχωρήσει πολύ και ταχέως, διότι εξημέρωνεν, ίνα απομακρυνθώμεν από το μέρος εκείνο της διαβάσεως, όπου ασφαλώς θα επανήρχοντο οι Τούρκοι, ότε ο Κώστας Γαρέφης ασθμαίνων μας φθάνει λέγων: «Η δουλειά τελείωσε, η τελευταία βαρκαδιά πνίγηκε» […] Από ημερών, αφ’ ης εγκαταλείψαμεν τον Αλιάκμονα, διάφορα πτώματα ενεφανίσθησαν εις τας εκβολάς του».
Ο Γαρέφης τους έριξε με δεμένα τα χέρια στα βαθιά νερά του Αλιάκμονα, με φυσικό επόμενο να πνιγούν όλοι.

Δυο εβδομάδες μετά την αποβίβασή τους στην Λεπτοκαρυά Κατερίνης (28-4-1905) και συγκριμένα στις 13-5-1903, γράφει ο Μαζαράκης, «την αποπομπήν του Μπάμπαλη και την λιποταξίαν πέντε ιδικών μου και έξι του Σπυρομίλιου… Εσκέφθην να τους αντικαταστήσω δι’ εντοπίων, αποστέλων τον Κώσταν Γαρέφην μέχρις Ολύμπου δια να στρατολογήσει εκ των ορεινών. […] Ελθόντες μετά καιρόν εύρον εμέ και εντάχθησαν υπ’ εμέ, […] Πολλοί τούτων υπήρξαν λησταί, ωραίοι και μεγλόσωμοι, […] τους εσυνήθισα εις την πειθαρχίαν και ήδη τον μισθόν τους τον ελάμβανον ανα δεκαήμερον, ως και οι λοιποί στρατιώται, δυόμισυ λίρας τουρκικάς και τέσσαρας έως πέντε οι δύο αρχηγοί των…».

Ληστές δεν ήταν μόνο εκείνοι που στρατολόγησε ο Γαρέφης στη Μακεδονία, αλλά και πολλοί από εκείνους που ήρθαν από την Ελλάδα. Ήταν ληστές, εγκληματίες και φυγόδικοι από την τουρκοκρατούμενη Κρήτη και αργόσχολοι που ήρθαν μόνο για τον μισθό. Ήταν άνθρωποι του υποκόσμου. Όσοι εκ των υστέρων κατάλαβαν, ότι δεν ήρθαν να καταδιώξουν «αιμοσταγείς Βούλγαρους Κομιτατζήδες», αλλά αθώους Μακεδόνες χωρικούς, έφυγαν και γύρισαν στην πατρίδα τους. Δεν ήταν τυχαίο, λοιπόν, που οι παλιοί Ποζαρίτες αποκαλούσαν τον Γαρέφη κλεφτοκοτά. Οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του ελλαδικού στρατού που ήρθαν στη Μακεδονία, ήταν οι πιο εκφασισμένοι από τους αξιωματικούς. Αλλιώς δεν θα μπορούσαν να δολοφονούν και τρομοκρατούν αθώους χωρικούς.

Ο Γαρέφης ορίστηκε από τον Μαζαράκη αρχηγός των ελληνικών συμμοριών στην επαρχία μας την Αλμωπία και την προς βορρά επαρχία Μοριόβου. Σ΄αυτές τις επαρχίες, όπως και στις γύρω, δεν υπήρχε ούτε ένα ελληνόφωνο χωριό για να το προστατεύσουν. Οι πατριαρχικοί, που λένε ότι διώκονταν από τους Εξαρχικούς, δεν διώχθηκαν ποτέ και μάλιστα είχαν άριστες σχέσεις μεταξύ τους. Όταν στο χωριό υπήρχε πατριαρχικός παπάς, πήγαιναν στην ίδια εκκλησία και οι σχισματικοί. Όταν ο παπάς ήταν σχισματικός, πήγαιναν στην εκκλησία του και οι πατριαρχικοί. Όταν υπήρχαν δυο παπάδες, πήγαιναν σε διαφορετικές εκκλησίες, αλλά σε γάμους, κηδείες, πανηγύρια, τους χορούς κάθε Κυριακή στην πλατεία του χωριού πήγαιναν όλοι μαζί. Δεν υπήρχε μεταξύ τους ούτε συγκρούσεις, ούτε προστριβές, ούτε καν έχθρα. Κάποια έχθρα και συγκρούσεις παρουσίαζαν στην κοινή γνώμη της Ελλάδας οι μητροπολίτες και οι σοβινιστές, για να προκαλέσουν εισβολή τρομοκρατικών συμμοριών στη Μακεδονία. Οι ίδιοι οι χωρικοί στην πλειοψηφία τους δεν ήθελαν ούτε το αμαρτωλό πατριαρχείο, ούτε την ελεγχόμενη από τους Βουλγάρους Εξαρχία. Πολλοί παρέμεναν στο πατριαρχείο, διότι δεν ήθελαν να πάνε από το ένα κακό στο άλλο. Έτσι, ο Γαρέφης ήρθε στην περιοχή μας, με μοναδικό σκοπό να δολοφονήσει επιφανείς επαναστάτες Μακεδόνες, αλλά και απλούς χωρικούς, για να τρομοκρατηθούν και να επιστρέψουν στο αμαρτωλό πατριαρχείο.

Για το πρώτο έγκλημα του Γαρέφη, τη δολοφονία 13 αθώων ξυλοκόπων, έγραψε ο επικεφαλής του Κ.Μαζαράκης. Στη συνέχεια ο Γαρέφης αποσχίστηκε και κανένας δεν έγραψε για τα εγκλήματά του σε Αλμωπία και Μορίοβο. Ο ίδιος εκτός του ότι ήταν αμόρφωτος, σκοτώθηκε νωρίς και δεν πρόλαβε να γράψει κάτι για τα κατορθώματά του. Κάτι έγραψαν μόνο για την τελευταία ενέργειά του, όπου και σκοτώθηκε.

Το προξενείο της Ελλάδας στη Θεσσαλονίκη έγραψε στην έκθεσή του (αρ. 419/ 12-8-1906), ότι «…έλαβε χώραν παρά το Μπάχοβον του Καζά Βοδενών συμπλοκή μεταξύ του υπο τον οπλαρχηγόν Κώσταν Γαρέφην ελληνομακεδονικού σώματος και των ηνωμένων βουλγαρικών συμμοριών Καρατάσου εξ Οστρόβου, Λούκα και Τσότσου εκ Μπαχόβου».

Ο Καραβίτης, που είχε συνεργασία με τον Γαρέφη και που έκαψε το μισό Πόζαρ και σκότωσε 17 Ποζαρίτες, μόνο και μόνο επειδή δεν πειθάρχησαν στις εντολές τους να επιστρέψουν στο αμαρτωλό πατριαρχείο τους , γράφει στα απομνημονεύματά του για δολοπλοκία που έστησε ο Γαρέφης με τον αρχιτσέλιγκα της Περιοχής Καραφιλιά. Γράφει ότι,

«Όταν αντελήφθη ο Γαρέφης ότι ο τσέλιγκας κρύπτει και αυτόν και τους Κομιτατζήδες, τον ανάγκασε να ομολογήση και να σκεφθούν μαζί τι σχέδιο να κάμουν, ούτως ώστε να μη σωθή κανείς Κομιτατζής, διότι θα διέτρεχε κίνδυνο ολόκληρο το τσελιγκάτο. Τι να κάμουν οι δυστυχείς Σαρακατσαναίοι, που είναι εκτεθειμένοι εις την διάθεση παντός κακοποιού και αυτοί και οι περιουσίες τους? […] Απεφασίσθη, λοιπόν, να αδειάσει το καλύβι του ο τσέλιγκας, να ψήση μια στέρφα και να καλέση τους κομιτατζήδες εκεί να φάγουν και να πιούν».

Ο συμπατριώτης του Γαρέφη Κ. Λιάπης γράφει στο βιβλίο του (Μορφές της Μαγνησίας, Κ.Γαρέφης, Βόλος 1973):
«Στη μια [καλύβα] βρίσκονταν οι δυο περιβόητοι αρχηγοί, οι Γραμματικοί τους, ο ταμίας Τζόλης, ο γερο-Ρίστο  Βέσκος κι ίσως κι ο γιός του Τσότσος, στην άλλη οι λιγοστοί άντρες του Τσότσου που, μερακλωμένοι, τραγουδούσαν “ηρωικά” δημοτικά της πατρίδας τους και το τραγούδι που εξυμνούσε τα “κατορθώματα” του Καρατάσου».

Ο αρχιτσέλιγκας Καραφιλιάς, όταν πια είχε ομαλοποιηθεί η κατάσταση, αποκάλυψε σε Μπαχοβίτες και Τσαρνεσοβίτες φίλους του, τι είχε συμβεί. Ο Γαρέφης, εκτός του ότι είχε απειλήσει «ηρωικά» με καταστροφή όλο το τσελιγκάτο, κράτησε αιχμάλωτο τον μικρότερο αδερφό του αρχιτσέλιγκα και τον είχε δεμένο σε μια οξιά. Έτσι ο αρχιτσέλιγκας αναγκάστηκε να πειθαρχήσει στις εντολές του. Ο Καραφιλιάς αποκάλυψε το σύνθημα Γκρόζντε (σταφύλι) και το παρασύνθημα λουμπενίτσα (καρπούζι) και ετοίμασε το γεύμα. Έβαλε τους οπλαρχηγούς στη μεριά που του είχε υποδείξει ο Γαρέφης και στην άλλη κάθισε ο ίδιος, ο πατέρας του Τσότσου, και ο ταμίας Τζόλε. Άγνωστο πως, στο Μακεδονικό Κομιτάτο έφτασε η πληροφορία της παγίδας που είχε στηθεί. Ένας αγγελιοφόρος στάλθηκε από το Τσάκονι για να ειδοποιήσει τον Τσότσο. Αυτός, καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πινακίδες στους δρόμου, μπερδεύτηκε και πήγε πρώτα στο Τσαρνέσοβο. Μέχρι να φτάσει στο Μπάοβο, η ζημιά είχε γίνει.

Ο Γαρέφης, γνωρίζοντας το σύνθημα και το παρασύνθημα, πλησίασε την καλύβα των αρχηγών ανενόχλητος και τους αιφνιδίασε. Ο συνοδός του καταπιάστηκε με τον αφοπλισμό και εξουδετέρωση του αιφνιδιασμένου σκοπού της εισόδου και ο Γαρέφης  μπήκε κι άρχισε να πυροβολεί τους ανύποπτους Μακεδόνες. Πυροβόλησε τον Καρατάσο στο πρόσωπο, τραυμάτισε βαριά τον Λούκα και ελαφρότερα στον μηρό τον Τσότσο. Ο πατέρας του Τσότσου, που θα ήταν το επόμενο θύμα, εντωμεταξύ πρόλαβε να αρπάξει το όπλο του, που ήταν ακουμπισμένο πίσω του και καθώς ήταν καθιστός, πυροβόλησε τον Γαρέφη στην κοιλιά. Ο Καρατάσος πέθανε ακαριαία ενώ ο Λούκα δυο μέρες αργότερα. Ο Γαρέφης μεταφέρθηκε σε κάποια καλύβα ενός τσέλιγκα προς το Καϊμακτσαλάν και ειδοποιήθηκε γιατρός από την Μπίτολα. Μέχρι να φτάσει εκείνος δυό μέρες μετά, ο Γαρέφης είχε πεθάνει. Τον έθαψαν κάπου στην Γκραντέσνιτσα του Μοριόβου.

Η εντολή του Γαρέφη προς τον αρχιτσέλιγκα Καραφιλιά ήταν να βάλει τους άντρες του Τσότσου στην διπλανή καλύβα. Ο Καραφιλιάς, όμως, είχε φιλίες μ΄εκείνους, καθώς κάποιοι ήταν βοσκοί και υλοτόμοι και πήγαινε συχνά στα δυο χωριά από τα οποία κατάγονταν εκείνοι για προμήθειες, πώληση προϊόντων, τους χορούς των Κυριακών κλπ. Δεν άντεχε να τους εκθέσει στον κίνδυνο να σκοτωθούν. Έτσι, σκέφτηκε και τους έβαλε σε μια άλλη καλύβα και στην καλύβα που του είχαν υποδείξει, άναψε μια φωτιά, για να φαίνεται ότι μέσα είναι οι Κομίτες φίλοι του. Οι άντρες της συμμορίας του Γαρέφη που τον ακολούθησαν σε μικρή απόσταση, άρχισαν να πυροβολούν την καλύβα, που ήταν φτιαγμένη με φτέρες. Το πρωί οι τσέλιγκες βρήκαν τις καρδάρες και τα ταψιά στα οποία έφτιαχναν το τυρί, κατατρυπημένες από σφαίρες. Οι Μπαοβίτες και Τσαρνεσοβίτες φίλοι τους, όμως, είχαν σωθεί. Μετά εκείνο το τραγικό συμβάν, ο Καραφιλιάς μάζεψε το τσελιγκάτο του, έφυγε και δεν ξαναγύρισε. Ούτε καν σταμάτησε κάπου αλλού στην Μακεδονία, αλλά πήγε στα μέρη της Αλβανίας.

Οι Γκρεκομάνοι Μακεδόνες Έλληνες.

Τα δυο χωριά, όπου διαδραματίστηκε η αλληλοεξόντωση, βρέθηκαν σε μια απρόσμενη και πολύ δύσκολη θέση. Η ελληνικές συμμορίες έμπαιναν ακόμα και σε χωριά, που δεν είχαν δώσει κάποιο δικαίωμα και δολοφονούσαν και πυρπολούσαν, αδιακρίτως και χωρίς να ξεχωρίζουν πατριαρχικούς και σχισματικούς. Παράδειγμα το Πόζαρ, που το πυρπόλησαν και σκότωσαν 17 Ποζαρίτες, επειδή δεν είχε πειθαρχήσει στην εντολή τους να ενταχθούν στο αμαρτωλό τους πατριαρχείο. Στην περίπτωσή μας, όμως, εξοντώθηκε ο αρχηγός της ελληνικής συμμορίας στο βουνό του Τσαρνέσοβο (στη θέση Μπογκντάνιτσα) και αποκαλύφθηκε ότι υπάρχει εκεί ενεργό σώμα Κομιτών, με αρχηγό από το Μπάοβο. Η βαριά τιμωρία ήταν σίγουρη.

Ο Καπετάν Τσότσος, όπως και οι άντρες του σώματός του, βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Ήταν ορατός ο κίνδυνος να σκοτωθούν συγχωριανοί τους και να καταστραφούν περιουσίες και ασφαλώς θα τους καταλογίζονταν υπαιτιότητα. Η απλή δήλωση πίστης στον πατριαρχικό μητροπολίτη δεν φαινόταν ικανή να τους σώσει, αλλά μάλλον θα θεωρούνταν και υποκριτική. Έτσι πήραν μια πολύ τολμηρή και επώδυνη γι αυτούς  απόφαση. Εκτός του ότι δήλωσαν πίστη στον μητροπολίτη, του δήλωσαν ότι εντάσσονται στα ελληνικά σώματα και στο εξής θα εργάζονται για τον «Ελληνισμό». Έβαλαν την σωτηρία των δυο χωριών τους πάνω από την αξιοπρέπεια, τον αυτοσεβασμό και τα πιστεύω τους. Το ένστικτο της επιβίωσης είναι πιο ισχυρό από την αξιοπρέπεια και τα πιστεύω. Έτσι από αυτονομιστές Μακεδόνες Κομίτες ή «Βούλγαροι Κομιτατζίδες», όπως τους έλεγαν, έγιναν «Έλληνες Μακεδονομάχοι».

Οι Μακεδόνες τους συνεργάτες του πατριαρχείου και τους οπαδούς του τους έλεγαν Γκρεκομάνους, που στα Ελληνικά είναι Ελληνομανείς ή Ελληνόφιλοι. Έτσι η πλειοψηφία αυτών των δυο χωριών έγιναν Γκρεκομάνοι. Κάποιοι Γκρεκομάνοι υπήρχαν στα περισσότερα Μακεδονικά χωριά. Μετά την προσάρτηση της μισής Μακεδονίας από την Ελλάδα, οι περισσότεροι Μακεδόνας άρχισαν να δηλώνουν Έλληνες, δηλαδή έγιναν Γκρεκομάνοι. Όσοι τολμούσαν να μην υποκύψουν στον νέο δυνάστη, δολοφονούνταν, εξορίζονταν, εξαναγκάζονταν σε μετανάστευση ή υφίσταντο μεγάλες διώξεις. Η τρομοκρατία τους έκανε σχεδόν όλους Έλληνες. Σε ακόμη χειρότερη θέση βρέθηκαν οι Μακεδόνες αυτονομιστές που αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν  στην Σερβία ή την Βουλγαρία. Έγιναν Σερβομάνοι ή Βουλγαρομάνοι, για να επιβιώσουν. Αυτές οι δυο χώρες είχαν αυταρχικά καθεστώτα και δεν ήθελαν να ακούσουν για Μακεδόνες, όπως και η Ελλάδα. Όταν άλλαξε καθεστώς στη Σερβία το 1945, οι Μακεδόνες αυτοπροσδιορίστηκαν ως Μακεδονικό έθνος. Το Κ.Κ.Σερβίας τήρησε τις αρχές του και τους αναγνώρισε. Το Κ.Κ.Ελλάδας, όχι μόνο σταμάτησε να υποστηρίζει την θέση του για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία», αλλά αναθεώρησε και την απόφασή του για αναγνώρισε του Μακεδονικού έθνους.

Μετά την προσάρτηση της μισής Μακεδονίας στην Ελλάδα, το καθεστώς των Αθηνών για να τιμήσει τον δολοφόνο Γαρέφη, επέβαλε το όνομά του στο Τσαρνέσοβο και έστησε άγαλμά του στο χωριό, όπως και στο Πόζαρ, που έχει 17 δολοφονημένους από συναδέλφους του Γαρέφη. Στο Μπάοβο επέβαλαν το όνομα Πρόμαχοι, επειδή προηγείται σε Γκρεκομανισμό και πίστη στο αμαρτωλό πατριαρχείο από τα άλλα χωριά της επαρχίας. Επιπλέον, οι Αρχές έφτιαξαν ένα άγαλμα του Καπετάν Τσότσου και επιχείρησαν να το στήσουν στο Μπάοβο. Οι εξ αρχής, όμως, πιστοί στο πατριαρχείο διαμαρτυρήθηκαν, γιατί δεν ήθελαν να τιμάται ως Μακεδονομάχος ένας πρώην Κομίτης. Έτσι το άγαλμα στήθηκε στο πάρκο Καταρρακτών Έδεσσας. Κάποιοι Μακεδόνες, μη γνωρίζοντας όλη την αλήθεια, προκαλούσαν σ’ αυτό συχνά ζημιές.

Ο Καπετάν Τσότσος και οι Κομίτες άντρες του σώματός του δικαιούνται μεγάλων τιμών και δόξας, όχι μόνο από τους συγχωριανούς του Μπαοβίτες, αλλά και απ΄όλους τους Μακεδόνες της επαρχίας. Για να συνεργάζονται μαζί του τα κορυφαία στελέχη του Μακεδονικού απελευθερωτικού κινήματος Καρατάσο και Λούκα, σημαίνει ότι ήταν πολύ σημαντικό στέλεχός του.

Πρέπει να αποδίδονται σ΄αυτούς μεγάλες τιμές και δόξα:

Α. Για την συμμετοχή τους στον απελευθερωτικό αγώνα της Μακεδονίας.

Β. Για την σωτηρία των δυο χωριών από δολοφονίες και καταστροφές με την τολμηρή και επώδυνη προσχώρησή τους στον Γκρεκομανισμό.
  
       Μάης 2020       Τραϊανός Πασόης



Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Οι «Κομιτατζήδες» και οι Μακεδονοκτόνοι - «Μακεδονομάχοι»


Γράφει ο Τραϊανός Πασόης 





Η έννοια Κομιτατζής για τους  ελληνόπληκτους  σημαίνει τον εγκληματία, τον συμμορίτη, τον σφαγέα και διώκτη του Ελληνισμού, τον αιμοβόρο, το Βούλγαρο που επιβουλεύεται τη Μακεδονία και πολλά άλλα παρόμοια.

         Η λέξη Κομιτατζής είναι η τούρκικη προφορά της λέξης Κομίτης. Η λέξη Κομίτης προέρχεται από την ευρωπαϊκή λέξη κομιτέτ, που σημαίνει επιτροπή, εξ ου και η Κομισιόν. Οι Κομίτες, δηλαδή, ήταν οι άνθρωποι της επιτροπής, που λέγονταν στα μακεδονικά Κομιτάτο. Το Κομιτάτο της Μακεδονίας ήταν η Επιτροπή – οργάνωση, που δημιούργησαν οι Μακεδόνες, για να οργανώσει τον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Οθωμανών κατακτητών. Οι Κομίτες, δηλαδή, ήταν οι επαναστάτες της Μακεδονίας, οι αντίστοιχοι των επαναστατών του 1821 στην Ελλάδα. Αν επικαλούμασταν διακηρύξεις αυτών των επαναστατών, για να δείξουμε ότι δεν ήταν Βούλγαροι και δεν αγωνίζονταν να κάνουν τη Μακεδονία Βουλγαρική, θα μπορούσαν ίσως να θεωρηθούν υποκειμενικές, υποκριτικές και ανθελληνική προπαγάνδα. Γι αυτό θα επικαλεστούμε επίσημες Ελληνικές εκθέσεις.
   
      Ο Ίων Δραγούμης, που εκείνη την περίοδο ήταν γραμματέας του προξενείου της Ελλάδας στη Μπίτολα  (Μοναστήρι), στις εκθέσεις και αναφορές του προς Υπουργείο Εξωτερικών, όπως και στο ημερολόγιο και τις σκέψεις του, γράφει:
         «Τα Κομιτάτα τους έδειξαν πιθανή την εικόνα της ελευθερίας. Στα Ορθόδοξα χωριά τα Κομιτάτα και οι συμμορίες λέγουν: «Η Μακεδονία εις τους Μακεδόνας», δεν τα αναγκάζουν από την πρώτη στιγμή να γίνουν σχισματικά, ούτε να καταργήσουν τα ελληνικά τους σχολεία και να κάνουν βουλγαρικά. Δεν ζητούν βουλγαρισμόν αυτοί, αυτοί ζητούν αυτονομία…» (Φεβρουάριος 1903).
         Στις 25 Ιουλίου, οπότε έχει ξεσπάσει η επανάσταση, γράφει στον πατέρα του: «Άπαντες οι σλαυόφωνοι πληθυσμοί ηκολούθησαν το Κομιτάτον, ορθόδοξοι και σχισματικοί, και οι πλήστοι εκουσίως».

         Την άνοιξη του 1904 η κυβέρνηση έστειλε τέσσερις αξιωματικούς στην επαναστατημένη περιοχή, προκειμένου να διενεργήσουν επιτόπια έρευνα. Είναι οι λοχαγοί Αλ.Κοντούλης, Αν. Παπούλας, ο υπολοχαγός Γ. Κολοκοτρώνης και ο ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς. Στην έκθεση που συντάξανε, γράφουν:
         «Κατά την εισβολή μας ταύτην συνοδευόμεθα υπό ομάδος εξ επτά οπλοφόρων υπό […] τον οπλαρχηγόν Κώταν…». Η λέξη «εισβολή» φανερώνει, ότι ένιωθαν και αυτοχαρακτηρίζονταν εισβολείς.
         Συνεχίζουν παρακάτω:
         «Εν τούτοις ο Κώτας ήτο διστακτικός να πράξη κατά σχισματικού, εις τούτο δε ουκ ολίγον συνέβαλεν ο εκ Ζαγορίτσανης της Καστοριάς έλκων το γένος Βούλγαρος ανώτερος αξιωματικός Γιάγκωφ, ον ο Κώτας περιήγαγεν ασφαλώς ανά την Μακεδονίαν, συνόδευσε δ’ αυτόν μέχρι των ελληνοτουρκικών συνόρων. Ο Γιάγκωφ ούτος τόσον εις τον Κώταν όσον και εις τους λοιπούς πληθυσμούς της Μακεδονίας αφήκε αρίστας εντυπώσεις, πάντες δε αναφέρουσι το όνομα αυτού μετ’ ευλαβείας. Ωμίλει κατά του Τσακαλάρωφ […] και υπέρ του Ελληνικού Κράτους ως σπουδαίως δυναμένου να συντελέση εις την απελευθέρωσιν της Μακεδονίας ομονοούντων όμως πάντων των χριστιανικών πληθυσμών αυτής. Κατά τας ομιλίας του ταύτας εφρόντιζε δια τρόπου καταλλήλου να εμφυτεύσει εις τους Έλληνας Μακεδόνας Μακεδονικήν συνείδησιν ανεξάρτητον πάσης άλλης φυλής, τόσον δε διπλωματικώς διεξήγαγε το έργον αυτού ο Γιάγκωφ, ώστε ηδυνήθη μετά τέχνης να χαράξη εις τους Μακεδόνας τας γενικάς περί αυτονομίας  ιδέας…».

         Η παράγραφος αυτή δείχνει, ότι ακόμα κι ένας Μακεδόνας αξιωματικός του Βουλγαρικού στρατού, διακήρυττε την ιδέα της μακεδονικής καταγωγής και της ανεξάρτητης Μακεδονίας και όχι προσάρτησή της στη Βουλγαρία. Αποκαλούν παντού τους Μακεδόνες και τη μακεδονική γλώσσα με το όνομά τους. Στην έκθεσή τους αναφέρουν την περίπτωση του Κώτα, που,

         «Κατά το έτος, το λεγόμενον ενταύθα «έτος της επαναστάσεως» επολέμησε γενναίως κατά του τουρκικού στρατού, μη διακρίνων ορθοδόξους και σχισματικούς, βλέπων δε μίαν χριστιανικήν αδελφότητα και μίαν Μακεδονίαν.[…] Η εκπαίδευσις των δύο τέκνων του εις το εν Αθήναις «Λύκειον Δέλιου» δαπάνη της Εταιρείας, η μετάβασίς του τελευταίως εις Αθήνας και αι… περιποιήσεις και τιμαί, έπεισαν τον Κώταν […] ότι η Ελληνική φυλή […] είναι προορισμένη να σώση την Μακεδονίαν εκ του τουρκικού ζυγού και του Καθολικισμού και Τεκτονισμού προς α άγεται αύτη υπό των άπιστων Βουλγάρων, […] προτείνομεν δε όπως κανονισθή εις αυτόν μηνιαίος μισθός ουχί κατώτερος των δέκα Οθωμανικών λιρών, ας να λαμβάνη τακτικώς».

 Παρόμοια αντιμετώπιση προτείνουν και για τον Καπετάν Βαγγέλη από το Στρέμπενο Καστοριάς:
         «Ούτος κατάδικος ων εν ταις φυλακαίς Χαλκίδος, απέδρασεν αυτών έχων να εκτίσει υπόλοιπον ποινής δέκα ετών. […] ηδυνήθη ως εκ της μετά του τουρκικού στρατού κοινοπραξίας του, να γίνει γνωστός  και να εξασκή επιρροήν ανά τοις ορθοδόξοις πληθυσμοίς».
Το ότι ήταν κατάδικος και συνεργάτης του κατοχικού στρατού, δηλαδή δοσίλογος, δεν μέτρησε καθόλου. Αυτή η παράγραφος δείχνει και τον τρόπο δημιουργίας μερικών «Μακεδονομάχων» μακεδονικής καταγωγής. Ήταν η εξαγορά και η μισθοδοσία.

         Για τον Μήτρο Βλάχο, που δεν εξαγοράστηκε, έχουν άλλους χαρακτηρισμούς. Γράφουν για την εκστρατεία του οθωμανικού στρατού, «προς ανακάλυψιν ανταρτικής βουλγαρικής συμμορίας, υπό ληστοφυγόδικον τινα Δ.Βλάχον (βλαχόφωνον Έλληνα δυστυχώς) και προς ην συνεπλάκη…». Ο Μήτρο Βλάχος ήταν φυγόδικος και επικηρυγμένος από το οθωμανικό καθεστώς, όπως και όλοι οι αντιστασιακοί ηγέτες.

         Στην Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία στάλθηκε για τον ίδιο σκοπό ο Γιώργος Τσορμπατζόγλου, β’ διερμηνέας της πρεσβείας της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη. Στις εμπιστευτικές και αδημοσίευτες εκθέσεις του, που φυλάγονται στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών για το έτος 1904, είναι αποκαλυπτικός. Κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στα Κιμιτάτα, «στο καθαρώς Βουλγαρικόν και το καθαρώς Μακεδονικόν».

         Γράφει ο Τσορμπατζόγλου:
         «Αλλ’ η αντίθεσις των βλέψεων και αφενός μεν των αρχηγών του Βουλγαρικού Κομιτάτου και αφετέρου των αρχηγών του Μακεδονικού Κομιτάτου και ιδία των Μακεδόνων οπλαρχηγών αυτού δεν εβράδυνε να εκδηλωθή δια ποικίλων εκφάσεων. Ούτω […] έλαβον χώραν και εντός της Μακεδονίας παντοίαι συγκρούσεις μεταξύ των οργάνων των δύο Κομιτάτων».
Υπόψη ότι είχε δημιουργηθεί και στην Αθήνα ένα Ελληνο - Μακεδονικό Κομιτάτο, χωρίς τη συμμετοχή κάποιου Μακεδόνα, που ήταν αυτό που έστελνε Μακεδονοκτόνους να καταδιώκουν το καθαυτού Μακεδονικό Κομιτάτο. Έτσι είχαμε τρία Κομιτάτα. Ένα Μακεδονικό που αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, ένα Ελληνικό και ένα Βουλγαρικό που αγωνίζονταν να προσαρτήσουν μέρος ή όλη τη Μακεδονία στα αντίστοιχα κράτη τους.

         Για την επιρροή της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό Κίνημα γράφει:
         «Τόσον επί του ανωτέρου ονείρου των Μακεδόνων όσο και επί του σχετικού προγράμματος της αληθούς επαναστάσεως της Μακεδονίας ουδεμίαν ασκούσιν επιρροήν αι πολιτικαί βλέψεις και η θέλησις της Βουλγαρικής ηγεμονίας».
Προσθέτει, μάλιστα, ότι πολλοί  βουλγαροδιδάκαλοι ήρθαν σε ρήξη με την Εξαρχία, η οποία τους είχε διορίσει.
«Είναι γνωστόν ότι πολλοί όντως εκ των Μακεδόνων βουλγαροδιδασκάλων συνειργάσθησαν μετά του Μακεδονικού Κομιτάτου εν πλήρει ανεξαρτησία από της Βουλγαρικής Εξαρχίας, είτε λάθρα εντός των χωρίων είτε εν γνώσει αυτής ως κεκηρυγμένοι αποστάται Μακεδόνες επί των ορέων. Τοιούτον νομίζω και τον οπλαρχηγόν της περιφέρειας Γεννιτσών βουλγαροδιδάσκαλον Μακεδόνα Αργύρην, δεν είναι δε ποσώς απίθανον […] ότι επεσκέφθη πολλά χωρία ημέτερα κηρύττων ως Μακεδών την ανεξαρτησίαν της σημαίας του Μακεδονικού Κομιτάτου από της βουλγαρικής και της ελληνικής πολιτικής και επιδείξας πάντοτε ιδιαιτέραν ευλάβειαν εις τας εκκλησιαστικάς και εθνικάς παραδόσεις των προς ους απηύθηνε το κήρυγμά του. […] Μακεδόνες υπαρχηγοί ίσως δε και αυτοί οι αρχηγοί εξ ενός και μόνον όρου του συμβολαίου των μετά της χώρας ήντλησαν μέχρι τούδε την μεγάλην των δύναμιν: εκ του όρου να μη αποβλέψωσιν παρά εις την ελευθερίαν των Μακεδόνων ως Μακεδόνων».

         Για τις κατηγορίες περί διώξεως των ελληνοδιδασκάλων γράφει:

         «..εφονεύθη εις και μόνος, των λοιπών αφεθέντων επιμελώς ελευθέρων μετά των Ελλήνων ιερέων εν τω έργω της διατηρήσεως και επι πλέον προαγωγής του ελληνικού εν τη χώρα εκκλησιαστικού και εκπαιδευτικού καθεστώτος».

         Για τις κατηγορίες πατριαρχικών ιερέων και δασκάλων γράφει:
         «Τα 300 ή 350 μέχρι σήμερον θύματα της μαχαίρας των ανταρτών υπήρξαν θύματα ουχί βουλγαρικού μισελληνισμού ή οποιασδήποτε βουλγαρικής ιδέας, αλλ’ απλώς καθαρώς εκδικήσεων των συμμοριτών ή μάλλον θύματα του αισθήματος της αυτοσυντηρήσεως αυτών καταγγελθέντα ή συκοφαντηθέντα υπό κομματικών αντιπάλων ως επικίνδυνοι και φανατικοί καταδόται των ανταρτικών κρυσφύγετων. […] Τολμώ όμως πάντως να φρονώ ότι είναι αδύνατον να απατώμαι ως προς την εξής εντύπωσίν μου: ότ, όπως ωστ’ αν η, η επανάστασις σήμερον της Μακεδονίας δεν είναι βουλγαρική και ουχί μόνον ουδεμίαν ζημίαν υπέστη ο Ελληνισμός εκ της μέχρι σήμερον εξελίξεώς της αλλά ωφελείας μεγίστας επορίσατο εξ αυτής».

         Πράγματι, η εκ των υστέρων δημοσίευση των απομνημονευμάτων, των εκθέσεων και των επιστολών εκείνης της εποχής, απέδειξαν την εκτίμηση του Τσορμπατζόγλου, ότι οι Μακεδόνες επαναστάτες τιμωρούσαν μόνο τους καταδότες και συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής. Έκαναν, δηλαδή, ό,τι ακριβώς έκαναν οι αντιστασιακές οργανώσεις της Ελλάδας, που εξόντωναν τους Έλληνες καταδότες και συνεργάτες των ναζιστικών δυνάμεων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

         Για την ευρύτητα της συμμετοχής στην επανάσταση γράφει:
         «… η εν τη χώρα επανάστασις είναι πολλώ ευρύτερον και βαθύτερον εξαπλωμένη ή όσων κοινώς νομίζεται […] πάντα ανεξαιρέτως τα χωριά και τα τσιφλίκια μεμυημένα εις την κοινήν υπέρ ελευθερώσεως ιδέαν και είναι Έλληνες φανατικοί οι σπουδαιότεροι αντιπρόσωποι των επαναστατικών συμμοριών εντός των πόλεων και των χωρίων και είναι ουκ ολίγοι οι εντός αυτών εξοπλισμένοι κρύφιοι οπαδοί των συμμοριών. […] Οι ορθόδοξοι έλληνες, καθά μοι εβεβαίωσεν ο πρώην μητροπολίτης Πελαγωνίας, είχον συμπράξει μετά των ανταρτών εν αδελφική υπέρ ελευθερίας σύμπνοια […] Οι μόνοι παράγοντες της εξεγέρσεως ους έθρεψε και έκρυψε ο Έλλην Μακεδών χωρικός δεν είναι Βούλγαροι, αλλά γνήσιοι ως αυτός Μακεδόνες».

         Και ο Τσορμπατζόγλου αποκαλεί τη γλώσσα μακεδονική και τους Μακεδόνες μακεδονόφωνους. Γράφει στην έκθεση της 27-3-1904:
         «Είναι άπορον πως εξακολουθή ολόκληρος ο Ελληνισμός ν’ αποκαλή αυτήν βουλγαρικήν, […] Μακράν τούτου φοβούμαι μη αποδειχθή ημέραν τινά ότι ο Μέγας Αλέξανδρος εγειρόμενος εκ του τάφου θα εννόη ευκολότερον την δήθεν βουλγαρικήν ταύτην διάλεκτον ή όσον θα εννόη τα δήθεν ελληνικώτερα ιδιώματα του Κυπρίου ή και του Πελοποννησίου αγρότου».
         Εξάλλου μακεδονική αποκαλούν τη γλώσσα και ο Παύλος Μελάς, όπως και ο διάδοχός του στον αντιμακεδονικό αγώνα Γεώργιος Τσόντος – Βάρδας.

         Τη συνεργασία με τις Τουρκικές αρχές καταγράφουν και επίσημοι εκπρόσωποι της Ελλάδας. Ο πρόξενος της Ελλάδας στη Μπίτολα Κ.Κυπραίος στην έκθεσή του αρ. 554/24-7-1903 γράφει:
«Την παρελθούσαν Παρασκευήν βουλγαρόφωνοι ορθόδοξοι χωρικοί ελθόντες μοι εγνώρισαν εμπιστευτικώς ότι την εικοστήν του μηνός, ημέραν Κυριακήν και εορτήν του Προφήτου Ηλίου, κηρύσσεται αφεύκτως η επανάστασις, και μοι καθόρισαν τα σημεία της συγκεντρώσεως των επαναστατών. Τούτο δεν έλειψα ν’ ανακοινώσω τω Γενικώ Διοικητή…».

Ο γραμματέας του προξενείου Ίων Δραγούμης γράφει στην έκθεσή του της 26-7-1903:
«Εφόσον δυνάμεθα βοηθούμεν Τουρκικάς Αρχάς προς καταστολήν κινήματος, αλλ’ ουδαμώς πρόσφορος, ουδέ δυνατόν θεωρώ την επι πλέον δι’ ημετέρων πρακτόρων αναχαίτισιν επαναστατών…».

Ο υπολοχαγός Κωνσταντίνος Μαζαράκης που ηγήθηκε του Αντιμακεδονικού Αγώνα σε Πέλλα και Ημαθία, γράφει στα απομνημονεύματά του:
«Δια του Θεοδωρίδη εντός ολίγου εγνωρίσθην  με τον Ραχμή-Μπέην, νεότατον τότε τσιφλικούχον. Αυτό ήτο η αφορμή να μας παράσχη άσυλον εις τα χωρία του, όπου και εσχηματίσαμεν το πρώτο Σώμα. […] Ο Ραχμή-Μπέης, μορφωμένος και ιδεολόγος Τούρκος, ανήκων εις σημαίνουσαν εικογένειαν, σενεδέετο πολύ μετά των Ελλήνων. Υπέφερε δια την κακοδιοίκησιν της Τουρκίας και είχε μίσος κατά των Βουλγάρων και συμφέροντα αντίθετα, μη δυνάμενος να βλέπη τα τσιφλίκια του καταπατούμενα από βουλγαρικάς συμμορίας […] Συγκεντρώσαμεν περί τους ογδοήκοντα άνδρας εν τω τσιφλικίω του Ραχμή-Μπεη παρά την λίμνη Γενιτσών, όπου εγένετο η συγκρότησις του Σώματος. […] Κανονίζω τα της μισθοδοσίας των ανδρών…».

Για τους «Έλληνες» συνεργάτες του στη Νάουσα γράφει:
«Συνεστήθη επιτροπή εκ προκρίτων προς βοήθειάν μας, ήτις όμως ηξίου να μας βοηθήση ενίοτε κατά τα συμφέροντά των. Και ήσαν ταύτα μεγάλα. Οι μεν έχοντες νεροπρίονα εις τα βουνά, οι δε τσιφλίκια βουλγαροφώνων εις τον κάμπον, άλλοι εμπορευόμενοι είχον ανάγκην των Τούρκων».
Αυτοί οι «Έλληνες» τσιφλικάδες, επίσης δεν ήθελαν να επιτύχει η επανάσταση, διότι τότε τα τσιφλίκια τους θα απαλλοτριώνονταν και θα μοιράζονταν σους αγρότες που τα καλλιεργούσαν. Τα τσιφλίκια αυτά και τα νεροπρίονα είχαν παραχωρηθεί σ’ αυτούς τους πατριαρχικούς «Έλληνες», πιστών στους Τούρκους, μετά την καταστολή της επανάστασης του 1822 και την μετατροπή των Μακεδόνων επαναστατών σε δουλοπάροικους αυτών των «Ελλήνων». Το ότι εκείνοι οι πατριαρχικοί «Έλληνες» ήταν προνομιούχοι και συνεργάτες των Τούρκων κατακτητών, ελάχιστα απασχολεί τους Νέο-Έλληνες.

Ο Μαζαράκης γράφει και για τους ελληνόφωνους της περιοχής, που λένε ότι ήρθαν να προστατεύσουν από τους «βουλγαρίζοντες» και «Ρουμανίζοντες»:
«Πόσον όμως μας ελύπει η δυσπιστία και σιωπή των Ελλήνων αυτών, ους συναντώμεν, […] Χαρακτηριστικόν είναι ότι αι πρώται καταδόσεις της διαβάσεως ελληνικών σωμάτων εγένοντο παρ’ αυτών των ελληνοφώνων κατοίκων προς τας τουρκικάς αρχάς…».

Οι ελληνόφωνοι της Μακεδονίας δεν είχαν καμία συμμετοχή και υποστήριξη αυτών των φασιστικών καθαρμάτων. Όπως γράφουν οι ίδιοι οι Μακεδονοκτόνοι, συμμετοχή είχαν μόνο κάποιοι κλέφτες και φυγόδικοι έναντι μισθού. Οι ελληνόφωνοι είχαν αδελφικές σχέσεις με τους μη ελληνόφωνους Μακεδόνες. Ουδέποτε αναφέρθηκε κάποια σύγκρουση ελληνόφωνων με μη ελληνόφωνους Μακεδόνες. Τα περί διώξεων του «Ελληνισμού» είναι όλα κατασκευασμένα ψέματα για να δικαιολογηθούν τα εγκλήματα κατά των Μακεδόνων επαναστατών. Διώκονταν μόνο ο «Ελληνισμός» των συνεργατών των κατακτητών.

Ο Μαζαράκης έδρασε ακριβώς στην περιοχή, όπου ήταν το επίκεντρο της επανάστασης του 1822. Τους απογόνους εκείνων των επαναστατών σκοτώνουν και τρομοκρατούν και τους αποκαλούν τώρα Βούλγαρους και Ρουμανίζοντες. Οι Μακεδόνες χωρικοί ήταν τα εύκολα θύματα, καθώς οι τουρκικές αρχές δεν τους προστάτευαν, αλλά και είχαν ελάχιστο οπλισμό, επειδή τον είχαν παραδώσει στις αρχές ως όρο στα πλαίσια της συμφωνίας για παραχώρηση αμνηστίας.

Σταχυολογώ δυο περιστατικά από τα πολλά, που αφηγείται ο Αμερικανός δημοσιογράφος Άλμπερτ Σόνισεν, που το καλοκαίρι του 1906 είχε ενταχθεί στις αντιστασιακές τσέτες του Βάλτου, στο βιβλίο του «Αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη». Περιγράφει την περιπέτεια των εννέα χωριών στην πεδιάδα της Σλάνιτσας (Επισκοπή Νάουσας).

«Ο Έλληνας επίσκοπος της Βέροιας τους υπνώτισε, πιπιλίζοντάς τους το μυαλό με το «είστε Έλληνες, είστε Έλληνες». Αυτοί, τρομοκρατημένοι από τους «Στρατιώτες του Χριστού», αποκρίνονταν υπάκουα «είμαστε Έλληνες» ακόμα κι αν δεν μπορούσαν να το πουν στα ελληνικά, παρά το φώναζαν σε «βαρβαρική» γλώσσα. […] Ξαφνικά οι χωρικοί έπαψαν να πληρώνουν φόρο στην εκκλησία, τα ελληνικά σχολεία άδειασαν και οι φήμες έλεγαν πως τα χωριά γέμισαν όπλα…».

Ο «άγιος» Βεροίας κάλεσε τον Μαζαράκη και του ζήτησε:
«Γράψε προς τους αδελφούς μας, στα χωριά Μαρίνοβο, […] Μαθαίνουμε ότι […] προσπαθούν να σας κάνουν να αρνηθείτε την ελληνική καταγωγή σας και την πίστη σας. Μαθαίνουμε επίσης ότι σας πιέζουν να διαμαρτυρηθείτε στους Ευρωπαίους εναντίον των στρατιωτών της πίστεως. Σας ικετεύω να ανοίξετε τα μάτια σας και να μη διαμαρτυρηθείτε ποτέ ξανά στο μέλλον. Δυστυχώς θα είμαι πολύ σκληρός για όσους επαναλάβουν κάτι τέτοιο. Οι ίδιοι θα φονευθούν, τα παιδιά και οι γυναίκες τους επίσης. Θα σκοτώσουμε οποιονδήποτε δεν είναι μαζί μας. Ελπίζω να έγινα κατανοητός και να υπακούσετε. Ο εν πίστει αδελφός σας Κωνσταντίνος Ακρίτας».
Οι χωρικοί δεν πειθάρχησαν και έστειλαν την επιστολή του Μαζαράκη στη Βαλκανική Επιτροπή στο Λονδίνο. Έτσι, στις 10 Μαρτίου οι «Στρατιώτες του Χριστού» χτύπησαν το ανυπότακτο Μαρίνοβο. Ο Σόνισεν περιγράφει:
«Μια ομάδα οπλισμένων αντρών, περίπου πενήντα, μπήκαν στο χωριό και πήγαν στο σπίτι του προέδρου της τοπικής επιτροπής φορώντας μάσκες. Ο πρόεδρος δεν ήταν στο σπίτι εκείνη τη στιγμή. Οι μασκοφόροι άρχισαν να τραβούν τα παιδιά και τις γυναίκες έξω. Εκείνη ακριβώς την ώρα σήμανε συναγερμός και είκοσι εθνοφύλακες του χωριού άρχισαν να πυροβολούν τους ‘’Στρατιώτες του Χριστού’’. Η σύγκρουση διήρκησε περίπου μισή ώρα, όταν οι εθνοφύλακες από τα γειτονικά χωριά κατέφθασαν, καταδίωξαν τους Έλληνες, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή, κι έτσι οι χωρικοί είχαν την ευκαιρία να σκοτώσουν πέντε από δαύτους».

Παρόμοιο περιστατικό περιγράφει και ο Μαζαράκης κατά την επίθεση στο χωριό Γκολέσανι (Λευκάδια Νάουσας). Εκτός από τους χωρικούς, γράφει ότι, «και εξ όλων των βουλγαριζόντων χωρίων του κάμπου ήρχισαν πυροβολισμοί. Ήταν συνεννοημένοι και ο κάμπος εκαίετο. Έπρεπε να απομακρυνθώμεν και να πιάσωμεν το βουνό…»

Ηγέτης των Μακεδόνων αυτονομιστών στην ίδια περιοχή ήταν ο Αποστόλ από τη Μποέμιτσα (Αξιούπολη). Για τους Βλάχους, που αγωνίστηκαν με αυτοθυσία για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, τους οποίους καταδιώκει με το ίδιο πάθος, γράφει:
«Η ρουμανική προπαγάνδα έβλαψε τον Ελληνισμόν της Μακεδονίας πλειότερον και αυτής της βουλγαρικής. […] Δεν πρέπει να απορήση τις ότι δια να εξουδετερώσωμεν τους Βουλγάρους έπρεπε ν’ αρχίσωμεν από τους ρουμανίζοντας, […] Αυτοί ήσαν οι καταδώται, αυτοί οι τροφοδόται των βουλγαρικών συμμοριών, προς ας είχον συμμαχήσει… Ο Μήτρος Βλάχος επρόδοσεν εις τους Τούρκους την παρουσίαν του Παύλου Μελά…».

Ο Β. Σταυρόπουλος ή καπετάν Κόρακας, που τρομοκρατούσε κυρίως τους Βλάχους του Βερμίου, αναφέρει την περίπτωση της επίθεσης κατά των άοπλων χωρικών του Ντόλιαν (Κουμαριά). Γράφει:
«Χωρίς χρονοτριβή αποφάσισα να χτυπήσω πρώτα τη Δόλιανη που ‘’βούλιαζε’’ κυριολεκτικά από ρουμανίζοντες. Στις 8 Μαρτίου μάζεψα τους άντρες μου και επιτέθηκα ξαφνικά στους Δολιανίτες που δούλευαν στ’ αμπέλια τους. Αυτοί στην αρχή, είναι αλήθεια, ξαφνιάστηκαν λίγο. Ύστερα όμως αρπάζοντας ό,τι βρήκαν μπροστά τους, δρεπάνια, τσάπες, πέτρες, ρίχτηκαν πάνω μας με λύσσα και άρχισε μια άγρια συμπλοκή. […] σκοτώθηκαν δυο και οι άλλοι το ‘βαλαν στα πόδια. […] Στο δρόμο της Δόλιανης-Βέροιας έστησα ενέδρα και σκότωσα δύο από το χωριό…».
Οι Βλάχοι του Βερμίου συμμετείχαν στην επανάσταση του Ίλιντεν για μια ελεύθερη και ανεξάρτητη Μακεδονία και δεν την συνέδεαν καθόλου με τη Ρουμανία. Ήταν στην κυριολεξία και ξεκάθαρα μακεδονιστές.

Ο Μαζαράκης καταδίωκε και τα χωριά από τα οποία είχαν συγκροτηθεί τα σώματα του Γκέλε Γκάτσοβ (Αγγελής Γάτσος). Φυσικά τους τότε αποκαλούμενους Μακεδόνες, τώρα τους αποκαλεί Βουλγάρους. Γράφει, λοιπόν:
«Οι Βούλγαροι εν τω μεταξύ εκυριάρχουν του Βιλαετίου Θεσσαλονίκης. Ο καπετάν Αποστόλης εκ Βοεμίτσης, ο Λούκας, ο Καρατάσος εξ Οστρόβου, ο Τσαούσης και ο Μανάφης εκ Μεσιμερίου, ο Τάνε εκ Γκορνιτσόβου και άλλοι».
« Το Σαρακίνοβο ήτο κέντρον βουλγαρισμού….». Εκεί έστειλε τον Σπυρομίλιο, «ώστε να ενεργή κατά των περί το Σαρακίνοβον φανατικών βουλγαριζόντων χωρίων…».

Ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης γράφει στα απομνημονεύματά του:
«Το 1905 στο Ζέλενιτς γινόταν ένας γάμος βουλγαρικός. Αυτό το έμαθε το σώμα του Καούδη, μπήκε στο γάμο κι επειδή έσβησαν τα φώτα έριξε στα σκοτεινά μια ομοβροντία και σκότωσε δεκαπέντε δεκάξι Βουλγάρους. Η νύφη όμως κι ο γαμβρός δεν σκοτώθηκαν. Αυτό το κάναν γιατί είχαν την ιδέα ότι στο γάμο ήταν και μέλη βουλγαρικών συμμοριών, για να τρομάξουν τους Βουλγάρους».

Το περιστατικό το περιγράφουν και οι Κρητικοί Καραβίτης και Καούδης, που συμμετείχαν στην επιδρομή. Ο Καούδης Μάλιστα περιγράφει το πλιάτσικο που έκανε η ομάδα του Πούλακα στο σπίτι του παπά:
«… εγέμισε το σπίτι όλη η παρέα του Πούλακα, […] ανέβηκα απάνω και τι να δω, μια σάλα μεγάλη και τη παπαδιά να στέκει στη μέση της σάλας τρομαγμένη, να κρατεί μια λάμπα, να έχουν δυο-τρία μπαούλα ανοιγμένα και σκορπισμένα ρούχα και να ψάχνουν, άλλοι τα ρούχα και άλλοι τις γωνίες για λάφυρα».
Σε άλλο σημείο γράφει ο Καραβαγγέλης:
«Άλλος οπλαρχηγός ήταν ο Ιωάννης Μπούλακας, Κρητικός κι αυτός […] Κοντά στη Μπελκαμένη ήταν το χωριό Νεγκοβάνι, όπου ήταν δυο παπάδες, ένας ρουμανίζων κι’ ένας αλβανίζων. Μια μέρα σε χειμώνα βαρύ, που έπεφτε πυκνό χιόνι, ο Μπούλακας πήγε στο Νεγκοβάνι, μπήκε μες στα σπίτια τους και τους αποκεφάλισε».

Ο Παύλος Μελάς που έγινε ήρωας του ελληνικού εθνικισμού, σκότωσε μόνο δυο Μακεδόνες. Μπήκε στην Πρεκοπάνα (Περικοπή Καστοριάς) στις 17 Σεπτέμβρη 1904 και περικύκλωσε την εκκλησία, όπου ήταν συγκεντρωμένο όλο το χωριό για μια κηδεία. Τρομοκρατεί τους άοπλους χωρικούς και απαιτεί από αυτούς,
«…να ορκισθώσι πίστην και αφοσίωσιν εις την ορθοδοξίαν και δεύτερον να κάμωσι τοιαύτην αναφοράν εις τον Καϊμακάμην και εις τον Μητροπολίτην. Προς τον τελευταίον (Καραβαγγέλη) δε να μεταβώσιν εντός δέκα το πολύ ημερών και να ζητήσωσι την αποστολήν ιερέως και διδασκάλου Ελλήνων».
Για να γίνουν πιστευτές οι απειλές του, παίρνει μαζί του τον σχισματικό παπά και το δάσκαλο και τους εκτελεί έξω από το χωριό. Αυτός ήταν και ο βασικός σκοπός των ελληνικών συμμοριών, που ήρθαν στη Μακεδονία. Να εξαναγκαστούν με τη βία των όπλων, να επανέλθουν στην Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό οι Μακεδόνες σχισματικοί. Υπόψη ότι οι Μακεδόνες είχαν αποσχιστεί από το πατριαρχείο, όπως και όλοι οι Βαλκανικοί λαοί, γιατί εκείνο είχε ξεφύγει τελείως από τις χριστιανικές αξίες και συνεργάζονταν απροκάλυπτα με τους Τούρκους κατακτητές.

Με τέτοιες μεθόδους εξανάγκασαν πολλούς Μακεδόνες να δηλώσουν πίστη στο πατριαρχείο και τον Ελληνισμό. Αυτοί είναι που αναφέρονται ως «Σλαβόφωνοι με ελληνική συνείδηση».
Τα απομνημονεύματα και οι εκθέσεις αυτών των Μακεδονοκτόνων είναι γεμάτα με παρόμοια εγκλήματα κατά άοπλων και αθώων χωρικών, αλλά στα στενά πλαίσια ενός άρθρου δεν μπορούν να μπουν περισσότερα.

Οι μέθοδοι που εφάρμοζαν οι ελληνικές συμμορίες, είναι ακριβώς ίδιες με τις μεθόδους που ακολούθησαν οι Γερμανοί φασίστες. Γι αυτό το σωστό και το δίκαιο είναι κι αυτοί οι Μακεδονοκτόνοι να αποκαλούνται Φασίστες. Οι Ναζί, όμως, ηττήθηκαν και προκάλεσαν καταστροφή και της ίδιας της πατρίδας τους. Έτσι καταδικάστηκαν και από το γερμανικό λαό. Οι φασιστικές συμμορίες που ήρθαν στη Μακεδονία και το κράτος τους δεν ηττήθηκαν και συνέβαλαν στην προσάρτηση εδαφών της Μακεδονίας. Έτσι κανένας Νέο-Έλληνας δεν καταδικάζει τα εγκλήματά τους και δεν τους αποκαλεί  φασίστες, όπως οι Γερμανοί τους δικούς τους φασίστες. Καιρός είναι να το κάνουν. Με τις σημερινές συνθήκες αυτά τα καθάρματα θα καταδικάζονταν από το Διεθνές Δικαστήριο για Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.

Αντί αυτού, αυτοί οι εγκληματίες τιμώνται ως εθνικοί ήρωες και έχουν δοθεί τα ονόματά τους σε δήμους, κοινότητες, πλατείες, οδούς, συλλόγους κλπ. Η ελληνική πολιτεία, αλλά και ο λαός οφείλουν να καταδικάσουν αυτούς τους εγκληματίες και να ζητήσουν δημόσια συγνώμη από τους Μακεδόνες. Οφείλουν αποκατάσταση της αλήθειας και απόδοση τιμών και σεβασμού για τους Μακεδόνες Κομίτες που αγωνίστηκαν για ελευθερία και δικαιοσύνη. Αυτό δικαιούνται και πρέπει να το απαιτήσουν οι ίδιοι οι Μακεδόνες και να σταματήσουν μερικοί από αυτούς να βρίζουν και να λασπολογούν τους ήρωες προγόνους τους, ίσως από άγνοια, ίσως από δουλοπρέπεια.

Οι παλαιότεροι Μακεδόνες, που ήξεραν από πρώτο χέρι την αλήθεια, τιμούσαν τους Κομίτες ως αγωνιστές και εθνικούς ήρωες. Έγραψαν μάλιστα και τραγούδια γι αυτούς. Ένα από αυτά τραγουδιέται ή παίζεται μόνο με μουσική και στην επαρχία μας. Είναι το «Μανλιχέρι πούκαϊα», που εξυμνεί τον Γιοβάντσε και τη μάχη που έδωσε με τους κατακτητές στο Καντάτς, μια περιοχή του Πάικου. Κατάγονταν από το Καρασούλι (Πολύκαστρο) και δρούσε υπό την ηγεσία του Αποστόλ από τη Μποέμιτσα (Αξιούπολη). Σκοτώθηκε μαζί με τα 27 παλικάρια του, έξω από το χωριό της ανατολικής Αλμωπίας Λέσκοβο (Τρία Έλατα), προδομένος από πατριαρχικούς. Το χωριό αυτό, όπως και πολλά άλλα, αφανίστηκε από τους «Έλληνες ελευθερωτές». Οι κάτοικοί του εξοντώθηκαν ή εκδιώχθηκαν άλλοι ως αυτονομιστές «Βούλγαροι» κι άλλοι ως κομμουνιστές.
Καιρός είναι οι Μακεδόνες να σταματήσουν να τιμούν τους φονιάδες των προγόνων τους και να τιμούν τους δικούς τους επαναστάτες ήρωες. Η αλήθεια για τους Μακεδόνες και η αποκατάσταση της αξιοπρέπειάς τους είναι δική τους υπόθεση.

Υ.Γ.: Τα περισσότερα ντοκουμέντα τα παίρνω από τα βιβλία που εξέδωσε για το Μακεδονικό, ο καταγόμενος από την Αριδαία, ιστορικός ερευνητής Γιώργος Πετσίβας. Υπάρχουν και στα 3 βιβλία που έχω εκδώσει, με εξαντλημένα πάνω από 4.000 αντίτυπα.
 

Μάης 2020      Τραϊανός Πασόης

Κυριακή 3 Μαΐου 2020

Ποιοι Επαναστάτησαν το 1821 στη Μακεδονία



Την  22α Απριλίου τιμάται η μνήμη του Ολοκαυτώματος της Νάουσας το 1822, αλλά και η επέτειος της απελευθερωτικής  Επανάστασης, που είναι γνωστή ως Επανάσταση του Βερμίου, λόγω του γεγονότος ότι επίκεντρό της ήταν η οροσειρά του Βερμίου.
Μια πρώτη προσπάθεια εξέγερσης στη Μακεδονία έγινε από τον Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική. Ο Ε. Παπάς κατάγεται από τη Ντόβιστα Σερρών. Ήταν Ελληνόφωνος Μακεδόνας, ως γόνος πατριαρχικού παπά, αλλά το όνομα της γενέτηράς του δείχνει ότι ήταν  «σλαβόφωνο» χωριό. Το 1926 μετονομάστηκε σε Εμμανουήλ Παπά. Το ίδιο συμβαίνει και με τα γειτονικά χωριά, Τοπόλιανι (χρυσό), Νόβο Σέλο (Νεοχώρι), Βέζνικ (Άγιο Πνεύμα), Σόκολ (Συκιά) κλπ.
Τον Απρίλιο του 1821 αποβιβάστηκε στο Άγιο Όρος και σε συνεργασία με τους μοναχούς προσπάθησε να οργανώσει την εξέγερση. Στην αρχή είχαν καλά αποτελέσματα, αλλά η προσπάθεια δεν είχε την αναμενόμενη συνέχεια. Οι Οθωμανοί απείλησαν τους ηγουμένους των μονών, ότι θα τους αφαιρέσουν τα προνόμια κι αυτοί απέσυραν την υποστήριξή τους στον Ε.Παπά και καθαίρεσαν τον επαναστάτη ηγούμενο. Τώρα γιατί οι Κατακτητές είχαν παραχωρήσει προνόμια στους μοναχούς και τους δεσποτάδες, την ώρα που ο απλός λαός υπέφερε, ελάχιστα προβληματίζει τους Νέο-Έλληνες. Ο αιφνίδιος θάνατος του Ε.Παπά σήμανε και το τέλος της εξέγερσης.
Μαζικότερη ήταν η εξέγερση στον ορεινό όγκο Ολύμπου, Πιερίων, Βερμίου, Καϊμακτσαλάν. Έμεινε γνωστή και ως Επανάσταση του Βερμίου, επειδή το επίκεντρό της ήταν στο Βέρμιο. Επικεφαλής της εξέγερσης ήταν ο Τάσος Καρατάσος από την Ντόμπρα Βεροίας, ο Αγγελής Γάτσος (Γκέλε Γκάτσοβ) από το Σαρακίνοβο Μογλενών (Σαρακινοί Αλμωπίας) και ο Ζαφειράκης από τη Νέγκουστα (Νάουσα), που έπαιξε επιτελικό ρόλο.
Η εξέγερση άρχισε στις αρχές Φεβρουαρίου του 1822. Οι επαναστάτες κατέλαβαν τη Νάουσα και τα γύρω χωριά και στις 21 Φεβρουαρίου μπήκαν στη Βέροια. Δε μπόρεσαν, όμως, να την κρατήσουν και αποχώρησαν. Οι Οθωμανικές δυνάμεις έκαναν αντεπίθεση, αλλά αποκρούστηκαν στη μονή Ντόμπρα (Δοβρά), περί τα 6 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Βέροιας, με πολύ μεγάλες απώλειες. Αυτό εξαγρίωσε και ανάγκασε τον Εμπού Λουμπούτ πασά της Θεσσαλονίκης, να ηγηθεί ο ίδιος μεγάλου εκστρατευτικού σώματος και να πολιορκήσει τη Νάουσα.
Ο αγώνας ήταν άνισος και βοήθεια στους επαναστάτες δεν ήρθε από πουθενά. Στις 18 Απριλίου δημιουργήθηκε η πρώτη ρωγμή στην άμυνα της πόλης. Μανιασμένοι Τούρκοι και 600 περίπου Εβραίοι της Θεσσαλονίκης όρμησαν μέσα σκορπίζοντας παντού τον όλεθρο και την καταστροφή. Η αντίσταση συνεχίστηκε στους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης. Στις 21 Απριλίου οι επαναστάτες πραγματοποίησαν έξοδο και κατάφεραν να φυγαδεύσουν πολλά γυναικόπαιδα προς τον Άγιο Νικόλαο. Την επόμενη μέρα η αντίσταση των επαναστατών κάμφθηκε. Μερικοί κατάφεραν και έφυγαν προς τα ορεινά. Όσοι εγκλωβίστηκαν, αντιμετώπισαν τη μανία των κατακτητών. Περίπου 2.000 κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στην περιοχή Κιόσκι (κιόσε στα μακεδονικά είναι η γωνιά) κι όσοι ήταν ακατάλληλοι για πούλημα ως δούλοι, κατασφάχτηκαν.
Η πτώση 13 γυναικών μαζί με τα μωρά τους στον καταρράκτη της Αράπιτσας, αποτελεί ένα από τα πιο τραγικά και μαζί αξιοθαύμαστα γεγονότα, που μαρτυρεί τη βαρβαρότητα του κατακτητή και τον αυτοσεβασμό μέχρι αυτοθυσίας της Μακεδόνισας μητέρας.
Η εξέγερση και η καταστροφή της Νάουσας προβάλλονται αρκετά στην επίσημη νεοελληνική ιστορία. Η Νάουσα μάλιστα ανακηρύχθηκε ηρωική πόλη. Δεν αναφέρονται, όμως, ένα σωρό σημαντικά στοιχεία σχετικά με την ευρύτητα και την ταυτότητα των εξεγερμένων.
Ηγέτης της επανάστασης είναι ο Τάσος Καρατάσος. Γεννήθηκε στο χωριό Ντόμπρα, που βρίσκεται περί τα 6 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Βέροιας, σε υψόμετρο περίπου 600 μέτρων. Το χωριό είχε πάρει το όνομα του από μοναστήρι της περιοχής, που ήταν αφιερωμένο στη Ντόμπρα Μπογκορόντιτσα. Στα μακεδονικά Ντόμπρα σημαίνει καλή και μπόγκα σημαίνει θεός, ρόντιτσα σημαίνει γεννητόρισσα. Μπογκορόντιτσα = Θεοτόκος. Η μονή είναι γνωστή με το ελληνοποιημένο όνομα Δοβρά, ενώ το χωριό μεταβαφτίστηκε από την χούντα των Αθηνών το 1926 σε Καλή Παναγιά.
Το 1877 η Ντόμπρα συμμετείχε στην εξέγερση, που έμεινε γνωστή ως Ορλοφικά. Πρωταγωνιστής σ’ εκείνη την εξέγερση στη Μακεδονία ήταν ο συνεργάτης των Ορλόφ, λοχαγός του ρωσικού στρατού Γεώργιος Παπαζώλης από τη Σιάτιστα Κοζάνης. Οι Σιατιστινοί ήταν αυτό που λέμε σήμερα δίγλωσσοι Μακεδόνες. Τα τοπωνύμια που λήγουν σε -στα ή –τσα είναι μακεδονικής προέλευσης. Είναι κι αυτή από τα χωριά που ελληνοφώνησαν μετά τα μέσα του 18ου αιώνα με παρότρυνση του πατριαρχείου. Το επώνυμο Παπαζώλης είναι ελληνοποίηση του μακεδονικού Παπα-Τζόλε.
Η Σιάτιστα, όπως και η Νιάουστα, ήταν από τις κωμοπόλεις, όπου η ελληνική γλώσσα εκτόπισε τη μακεδονική. Έτσι, τον Σιατιστινό Θεοχάρη Τουρούντζα, που τρεις δεκαετίες αργότερα απαγχονίστηκε μαζί με τον Ρήγα Βελεστινλή, προδομένος από τον Κοζανίτη πατριαρχικό μεγαλέμπορο Δημήτριο Οικονόμου, μας τον εμφανίζουν ως Έλληνα. Τον οπλαρχηγό Αλεξάνταρ Τουρούντζεβ, από το Ξινό Νερό Αμυνταίου, που έχει το ίδιο επώνυμο και αρχαιομακεδονικό όνομα και αγωνίστηκε το 1903 επίσης για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, οι βοθροπένες της χούντας των Αθηνών τον εμφανίζουν ως Βούλγαρο.
Οι Οθωμανοί καταστέλλουν την εξέγερση της οποίας ηγείται ο Σιατιστινός Παπαζώλης και μεταξύ των χωριών που καταστρέφουν είναι και η Ντόμπρα. Η οικογένεια Καρατάσου, που συμμετείχε στην εξέγερση, μετακομίζει στο Τσατάλ (Διχάλι ή Διαχαλεύρι), όπου μαζί με άλλες ξεριζωμένες οικογένειες δημιουργούν τον οικισμό Διχαλεύρι.
 Εκείνη τη χρονιά οι Τούρκοι κατέστρεψαν και το παλιό χωριό μου, το Πόζαρ. Η πυρπόλησή του αναφέρθηκε σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης (φ.2446/18-4-1877), αλλά καταγράφηκε και σε εκθέσεις των προξενείων της Θεσσαλονίκης. Είναι προφανές ότι ο λόγος της πυρπόλησης, ήταν η συμμετοχή των Ποζαριτών στην εξέγερση εκείνη. Το 1908 το πυρπόλησαν οι Μακεδονοφάγοι φασίστες των Αθηνών ως σχισματικό ή Βουλγαρικό.
Υπαρχηγός της εξέγερσης του 1822 είναι ο Γκέλε Γκάτσοβ, που ελληνοποιημένα αναφέρεται ως Αγγελής Γάτσος, από το χωριό Σαρακίνοβο Μογλενών (Σαρακινοί Πέλλας). Το χωριό βρίσκεται περί τα είκοσι χιλιόμετρα βόρεια των Βοδενών (Έδεσσα) και περί τα δέκα χιλιόμετρα νότια από το Πόζαρ, σε υψόμετρο περίπου 600 μέτρων. Το σώμα του Γκάτσου (το τελευταίο υ διαβάζεται ως β ή φ για τους Μακεδόνες) αποτελείται κυρίως από μαχητές των Βοδενών, Μογλενών, Οστρόβου και Γιαννιτσών. Σ’ αυτές τις επαρχίες δεν υπήρχε ούτε ένα ελληνόφωνο χωριό. Και σήμερα ακόμα μιλιέται στα ντόπια αυτά χωριά η μακεδονική, τα λεγόμενα και Ντόπια.
Ο Ζαφειράκης κατάγεται από τη Νιάουστα, όπου ήταν πρόκριτος και έπαιξε περισσότερο επιτελικό – πολιτικό ρόλο. Η Νάουσα αποκαλούνταν εκείνη την εποχή Νέγκουστα ή Νέγκους, όπως την αποκαλούν και σήμερα οι Ντόπιοι. Οι πατριαρχικοί ελληνόφωνοι την αποκαλούσαν Νιάουστα, ενώ το 1926 μετονομάστηκε σε Νάουσα για να ελληνοδείχνει, όπως η Νάουσα της Πάρου. Το όνομα της πόλης, του ποταμού Αράπιτσα και άλλα τοπωνύμια δείχνουν μακεδονική προέλευση ή επιρροή. Η λιμνούλα των καταρρακτών της Αράπιτσας λέγονταν Τσ΄ρνα Βόντα (Μαύρο Νερό), ενώ την τοποθεσία, όπου λέγεται, ότι ήταν η σχολή του Αριστοτέλη, δεν άλλαξε όνομα και απλώς ελληνοποιήθηκε. Λέγεται και σήμερα Ισβόρια. Ίσβορι στα μακεδονικά είναι οι πηγές. Το ξακουστό  καρναβάλι της Νέγκουστας είναι κατάλοιπο των Μπογκομίλων. Μεταμφιέζονται σε Γενίτσαρους, για να σατιρίζουν τους Γενίτσαρους Ρωμιούς συνεργάτες των Κατακτητών και Μπούλες, που στα μακεδονικά λέγονται οι πολύ ωραίες νύφες.
 Μετά τη Νέγκουστα οι εξαγριωμένοι, λόγω των μεγάλων απωλειών, Οθωμανοί καταστρέφουν και πολλά χωριά, για τα οποία ελάχιστα αναφέρονται στην επίσημη βιβλιογραφία. Είναι τα χωριά: Ντόλνο Γκραματίκοβο (Κάτω Γραμματικό), Γκόρνο Γκραματίκοβο (Άνω Γραμματικό), Όσλιανι (Αγία Φωτεινή), που ανήκουν στο Ν.Πέλλας, Ντραζίλοβο (Μεταμόρφωση), Κουτσούφλιανι (Άγιος Παύλος), Φέτιτσα (Πολλά Νερά), Ράμνιτσα, Γκόρνο Σέλο (Άνω Βέρμιο), Ντόλνο Σέλο (Κάτω Βέρμιο), Μέτσοβο (Αρκουδοχώρι), Μαρούσα, Χοροπάν (Στενήμαχος), Ιαβόρνιτσα (Τρίλοφο - Νέα Κούκλενα), Τσόρνοβο (Φυτιά), Κουτσοχώρι, Ντόλιανι (Κουμαριά), Σούβα Λιβάντα (Ξηρολίβαδο), Ντόμπρα (Καλή Παναγιά), Κούμανιτς (Κομνήνιο), Ντόλνα Λούζιτσα (Τριπόταμος), Γκόρνα Λούζιτσα (Άνω Τριπόταμος), Τόπλιανι (Γεωργιανοί), Τσαρκόβιανι (Μικρή Σάντα – Άγιος Ιωάννης), Τσαρμαρίνοβο (Μαρίνα), Γιανάκοβο (Γιαννακοχώρι), Γκολίσανι (Λευκάδια), Κοπάνοβο (Κοπανός), Ντόλνο Κοπάνοβο (Χαρίεσα), Μινόστιτσα (Μονόσπιτα), Γιάντσιστα (Άγιος Γεώργιος), Βέστιτσα (Αγγελοχώρι), στο Ν.Ημαθίας, Βόλτσιστα (Λιβάδι), Λόντζινο (Παλιάμπελα), στο Ν.Πιερίας. Υπόψη ότι εκείνη την εποχή η Βεργίνα λεγόταν Κούτλες και το Αιγίνιο Πιερίας, Λιμπάνοβο. Ο Αλιάκμονας λεγόταν Μπίστριτσα και ο Αξιός Βάρνταρ και ελληνοποιημένα Βαρδάρης.
Κανένα από αυτά τα χωριά δεν ήταν ελληνόφωνο. Δεν έχει καταγραφεί καμία συμμετοχή ελληνόφωνου σώματος ή οπλαρχηγού. Αν υπήρχε κάποιος, έστω κι αν ήταν ασήμαντος, θα τον είχαν κάνει διάσημο ήρωα. Οι ελληνόφωνοι της Βέροιας και του Ρουμλουκιού, ήταν υπό την επιτήρηση του πατριαρχείου, που συνιστούσε «δουλικήν υπακοήν εις τους κρατούντας», ενώ στη βορειοδυτική πλευρά του Βερμίου πολλοί ελληνόφωνοι είχαν γίνει Μουσουλμάνοι (Βαλαάδες) και συνέπλεαν με τους Οθωμανούς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι μερικά χρόνια νωρίτερα ο Κοζανίτης πατριαρχικός μεγαλέμπορος Δημήτριος Οικονόμου κατέδωσε τον Ρήγα Βελεστινλή και τους συντρόφους του.
Μετά την καταστροφή της Νάουσας και των γύρω χωριών, οι Κατακτητές εγκατέστησαν στην πόλη μερικούς Τούρκους και Ρωμιούς πατριαρχικούς και τους παραχώρησαν μεγάλες εκτάσεις γης. Εξανάγκασαν τους χωρικούς των ορεινών χωριών, να πάνε στη Νάουσα και τα γύρω χωριά, όπου έγιναν δουλοπάροικοι. Έτσι σταδιακά η πόλη εξελληνίστηκε. Στα ερημωμένα ορεινά χωριά εγκαταστάθηκαν σιγά σιγά Βλάχοι από τις γύρω περιοχές, αλλά και από την Ήπειρο διωγμένοι για τις εκεί ανταρσίες τους.
Μεταξύ των επαναστατών υπήρχαν και πολλοί Βλάχοι. Ο ηγέτης τους, Γιωργάκης Ολύμπιος, με πολλούς αγωνιστές είχαν σκοτωθεί ένα χρόνο νωρίτερα στην επανάσταση στη Μολδοβλαχία (Ρουμανία) με ηγέτη τον Υψηλάντη. Έτσι, στην επανάσταση του 1822 συμμετείχαν υπό την ηγεσία του Καρατάσου και του Γκάτσου.
Παρόλο που δεν καταγράφεται συμμετοχή ελληνοφώνων, οι παραχαράκτες των Αθηνών την παρουσιάζουν ως Ελληνική. Και μάλιστα λένε, ότι οι Μακεδόνες που  την έκαναν αγωνίστηκαν για την Ελλάδα. Σ’ αυτό υποβοηθούνται και από το γεγονός, ότι τα σώματα των Καρατάσου, Γκάτσου μετέβησαν στη συνέχεια στην Ελλάδα και συνέβαλαν στην απελευθέρωσή της. Αποφεύγουν να πούνε, όμως, ότι εκείνες οι επαναστάσεις απέβλεπαν στην απελευθέρωση των Βαλκανικών λαών, τη δημιουργία ενός ομόσπονδου Βαλκανικού κράτους, που θα είχε ως επίσημη γλώσσα τη διεθνή Ελληνική, με παράλληλη καλλιέργεια όλων των τοπικών γλωσσών και αυτόνομες διοικήσεις όλων των αυτοχθόνων λαών. Έτσι ακριβώς όπως τα προέβλεπε η Χάρτα (σύνταγμα) του Ρήγα και η Φιλική Εταιρία. Η επαναστάτες του 1822 στη Μακεδονία αγωνίστηκαν για μια αυτόνομη Μακεδονία, μέλος της Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Οι Μακεδόνες συμμετείχαν και στην εξέγερση της Μολδοβλαχίας υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, με ηγέτες τον Βλάχο Γιωργάκη Ολύμπιο και τον Μακεντόνσκι (και τα δυο είναι ψευδώνυμα). Σίγουρα δεν το έκαναν για να ενώσουν τη Μακεδονία με τη Ρουμανία. Λίγο νωρίτερα συμμετείχαν στην εξέγερση της Σερβίας με ηγέτες τον Γιωργάκη Ολύμπιο και τον Τάσο Καρατάσο. Σίγουρα δεν το έκαναν για να ενώσουν τη Μακεδονία με τη Σερβία. Στην επανάσταση της Ελλάδας το 1821 συμμετείχαν και Βούλγαροι  και Σέρβοι με ηγέτη τον Χατζηχρήστο και σίγουρα δεν το έκαναν για να ενώσουν τη Βουλγαρία και τη Σερβία με την Ελλάδα.
Ο Καρατάσος και ο Γκάτσος εκτίμησαν ότι δεν ήταν εφικτός ο στόχος να κρατήσουν το μέτωπο στη Μακεδονία και αποφάσισαν να μεταβούν στην απομακρυσμένη Ελλάδα, όπου η εξέγερση πήγαινε καλύτερα. Εκτιμάται ότι περίπου 300 Μακεδόνες και κατ’ άλλους περισσότεροι, πήγαν και αγωνίστηκαν στην Ελλάδα.
Οπλαρχηγός ή σώμα ελληνοφώνων από τη Μακεδονία, που να πήγε να βοηθήσει στην απελευθέρωση της Ελλάδας, δεν αναφέρεται απολύτως πουθενά.  
Όλοι οι ιστοριογράφοι της ελλαδικής επανάστασης αναφέρουν αυτούς τους επαναστάτες ως Μακεδόνες. Κι αυτό είναι άλλο ένα ντοκουμέντο, που δείχνει, ότι έτσι αποκαλούνταν οι Μακεδόνες, πολύ πριν το Κ.Κ.Ε και ο Τίτο αναγνωρίσουν ανεξάρτητη Μακεδονία και Μακεδονικό έθνος. Εκείνη την εποχή κανένας δεν του λέει Βούλγαρους, Σλάβους, Ρουμάνους, Σλαβομακεδόνες, Σκοπιανούς κλπ. Μόνο Μακεδόνες.
 Μερικές δεκαετίες αργότερα, κατά τον Αντιμακεδονικό Αγώνα (1903-1908), φασιστικά καθάρματα από την Ελλάδα εισβάλουν στη Μακεδονία και δολοφονούν, τρομοκρατούν και πυρπολούν τους απογόνους των Μακεδόνων που έκαναν την επανάσταση του 1822. Ακριβώς οι ίδιοι πληθυσμοί έκαναν και την επανάσταση του Ιλιντεν το 1903, για μια ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία. Τώρα τους αποκαλούν Βούλγαρους ή Βουλγαρίζοντες και Ρουμάνους ή Ρουμανίζοντες. Κι αυτό, για να εξαπατήσουν την κοινή γνώμη της Ελλάδας, που αλλιώς δεν θα υποστήριζε εκείνους τους φασίστες, αν ήξερε ότι δολοφονούν Μακεδόνες, οι πρόγονοι των οποίων βοήθησαν στην απελευθέρωση της Ελλάδας.
 Μετά την κατάληψη της νότιας Μακεδονίας το ρατσιστικό καθεστώς των Αθηνών άλλαξε τα ονόματα των χωριών που είχαν επαναστατήσει το ΄22, χωρίς να πάρει τη γνώμη και την συγκατάθεση των Ντόπιων χωρικών. Το ίδιο αυταρχικά άλλαξε ακόμα και τα ονόματα και επώνυμα των κατοίκων τους. Καταδίωξε τη μητρική τους γλώσσα και επέβαλε τη διεθνή Ελληνική. «Αποφασίζομεν και Διατάσομεν». ‘Ετσι, τους έκαναν Έλληνες και την επανάστασή τους την ονόμασαν Ελληνική. Στη συνέχεια ακολούθησε εθνοκάθαρση και συστηματικός εποικισμός της Μακεδονίας, με σκοπό να αλλοιωθεί η σύνθεση του πληθυσμού και να υπάρχει καλύτερη αστυνόμευση των Ντόπιων Μακεδόνων.
Ο Καρατάσος και ο Γκάτσος στην εμφύλια σύγκρουση κατά τον Ελληνικό εμφύλιο στάθηκαν στο πλευρό των ντόπιων οπλαρχηγών. Στις μετέπειτα λαϊκές εξεγέρσεις κατά των Φαναριωτών, των Κοτζαμπάσηδων και των ξένων (Βαυαρών) συνεργατών τους στάθηκαν στο πλευρό του αγωνιζόμενου λαού.
Ο Τάσος Καρατάσος πέθανε το 1830, παραγκωνισμένος στη Ναύπακτο. Ο γιός του Δημήτριος ή Τσάμης ήταν ανάμεσα σ΄εκείνους που φυλακίστηκαν με τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Συμμετείχε στην πατριωτική οργάνωση «Αληθείς Ορθόδοξοι». Μόνο χάρη στις λαϊκές εξεγέρσεις απελευθερώθηκαν. Ο Γκέλε Γκάτσοβ με τους Μακεδόνες συναγωνιστές του παραγκωνίστηκαν και δεν τους δέχθηκαν στον τακτικό στρατό. Τους παραχώρησαν λίγα κτήματα στην Αταλάντη, όπου έζησαν και πέθαναν πάμφτωχοι.
Λόγω της λαϊκής πίεσης, ο Όθωνας δέχθηκε στο στράτευμα μερικούς ικανούς οπλαρχηγούς, μεταξύ των οποίων και τον Δημήτριο Καρατάσο, που από το 1828 ήταν διοικητής στρατιωτικής μονάδας. Αυτός στη συνέχεια προσπάθησε να ευαισθητοποιήσει την κυβέρνηση και τους κύκλους των Αθηνών για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα.
Το 1854 ξεσπάει μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο λεγόμενος Κριμαϊκός πόλεμος. Ο Καρατάσος θεωρεί ότι είναι ευκαιρία για εξέγερση στη Μακεδονία, καθώς τα κατοχικά στρατεύματα θα είναι απασχολημένα στο μέτωπο με τη Ρωσία. Δεν ευαισθητοποιείται, όμως, κανένας στην Αθήνα. Ο Καρατάσος δημιουργεί δικό του σώμα και στις 6 Απριλίου αποβιβάζεται στη Χαλκιδική. Στην αρχή έχει κάποιες επιτυχίες. Όμως, ούτε οι μοναχοί του Αγίου Όρους τον βοηθάνε, ούτε η κυβέρνηση. Έτσι τον Ιούνιο επιστρέφει στην Αθήνα. Η κυβέρνηση ήταν φερέφωνο των Αγγλογάλλων, που σ΄εκείνο τον πόλεμο, πολεμούσαν στο πλευρό των Οθωμανών, ενώ το Πατριαρχείο συνέχιζε να είναι δεκανίκι τους.
Ο Καρατάσος απογοητεύεται από το καθεστώς των Αθηνών και προσπαθεί να βρει στηρίγματα στην Ευρώπη. Περιοδεύει σε Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία, Ρουμανία και καταλήγει στη Σερβία. Εκεί κάνει συνεννοήσεις με τον ηγεμόνα Μίλος Ομπρένοβιτς, αρρωσταίνει, όμως και πεθαίνει το 1860. Στην επιτύμβια πλάκα το όνομά του γράφηκε και στις δυο γλώσσες: Μακεδονική και Ελληνική. Η ελληνική ιστοριογραφία είναι γεμάτη με φωτογραφίες και προσωπογραφίες των αγωνιστών του ’21, αλλά όχι και του Καρατάσου και του Γκάτσου.
Στο Βασίλειο της Ελλάδας άρχουσα τάξη είχαν γίνει οι Φαναριώτες με τους ντόπιους γαιοκτήμονες και τους ξένους τυχοδιώκτες που ήρθαν μαζί με τον Όθωνα. Επειδή ακριβώς δεν είχαν καμία σχέση με τους αγωνιστές της «Ελληνικής Δημοκρατίας» του Ρήγα Βελεστινλή και της Φιλικής Εταιρίας, αλλά είναι διώκτες τους, όχι μόνο δεν βοηθάνε, αλλά και καταδιώκουν τους αγωνιστές της Μακεδονίας.
 Η επέτειος της επανάσταση του 1822 στη Μακεδονία δεν τιμάται, όπως θα ‘πρεπε, ως εθνική γιορτή. Μόνο στη Νάουσα τιμάται το Ολοκαύτωμά της. Τα γύρω χωριά, που επίσης καταστράφηκαν, δεν τιμούν την επέτειο της καταστροφής και της εξέγερσης. Αυτή η επανάσταση μαζί με την επανάσταση του Ίλιντεν το 1903, έπρεπε να είναι εθνική γιορτή της Μακεδονίας. Ας τις τιμούμε τουλάχιστον εμείς οι Μακεδόνες. 
Υ.Γ.: Χθες ήταν η επέτειος της χούντας της 21-4-1974, που κράτησε 7 χρόνια. Για τους Μακεδόνες η χούντα κρατάει από το 1913, δηλαδή 107 χρόνια, με κάποια χαλάρωση τα τελευταία χρόνια.
                 Απρίλιος 2020    Τραϊανός Πασόης