Κυριακή 3 Μαΐου 2020

Ποιοι Επαναστάτησαν το 1821 στη Μακεδονία



Την  22α Απριλίου τιμάται η μνήμη του Ολοκαυτώματος της Νάουσας το 1822, αλλά και η επέτειος της απελευθερωτικής  Επανάστασης, που είναι γνωστή ως Επανάσταση του Βερμίου, λόγω του γεγονότος ότι επίκεντρό της ήταν η οροσειρά του Βερμίου.
Μια πρώτη προσπάθεια εξέγερσης στη Μακεδονία έγινε από τον Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική. Ο Ε. Παπάς κατάγεται από τη Ντόβιστα Σερρών. Ήταν Ελληνόφωνος Μακεδόνας, ως γόνος πατριαρχικού παπά, αλλά το όνομα της γενέτηράς του δείχνει ότι ήταν  «σλαβόφωνο» χωριό. Το 1926 μετονομάστηκε σε Εμμανουήλ Παπά. Το ίδιο συμβαίνει και με τα γειτονικά χωριά, Τοπόλιανι (χρυσό), Νόβο Σέλο (Νεοχώρι), Βέζνικ (Άγιο Πνεύμα), Σόκολ (Συκιά) κλπ.
Τον Απρίλιο του 1821 αποβιβάστηκε στο Άγιο Όρος και σε συνεργασία με τους μοναχούς προσπάθησε να οργανώσει την εξέγερση. Στην αρχή είχαν καλά αποτελέσματα, αλλά η προσπάθεια δεν είχε την αναμενόμενη συνέχεια. Οι Οθωμανοί απείλησαν τους ηγουμένους των μονών, ότι θα τους αφαιρέσουν τα προνόμια κι αυτοί απέσυραν την υποστήριξή τους στον Ε.Παπά και καθαίρεσαν τον επαναστάτη ηγούμενο. Τώρα γιατί οι Κατακτητές είχαν παραχωρήσει προνόμια στους μοναχούς και τους δεσποτάδες, την ώρα που ο απλός λαός υπέφερε, ελάχιστα προβληματίζει τους Νέο-Έλληνες. Ο αιφνίδιος θάνατος του Ε.Παπά σήμανε και το τέλος της εξέγερσης.
Μαζικότερη ήταν η εξέγερση στον ορεινό όγκο Ολύμπου, Πιερίων, Βερμίου, Καϊμακτσαλάν. Έμεινε γνωστή και ως Επανάσταση του Βερμίου, επειδή το επίκεντρό της ήταν στο Βέρμιο. Επικεφαλής της εξέγερσης ήταν ο Τάσος Καρατάσος από την Ντόμπρα Βεροίας, ο Αγγελής Γάτσος (Γκέλε Γκάτσοβ) από το Σαρακίνοβο Μογλενών (Σαρακινοί Αλμωπίας) και ο Ζαφειράκης από τη Νέγκουστα (Νάουσα), που έπαιξε επιτελικό ρόλο.
Η εξέγερση άρχισε στις αρχές Φεβρουαρίου του 1822. Οι επαναστάτες κατέλαβαν τη Νάουσα και τα γύρω χωριά και στις 21 Φεβρουαρίου μπήκαν στη Βέροια. Δε μπόρεσαν, όμως, να την κρατήσουν και αποχώρησαν. Οι Οθωμανικές δυνάμεις έκαναν αντεπίθεση, αλλά αποκρούστηκαν στη μονή Ντόμπρα (Δοβρά), περί τα 6 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Βέροιας, με πολύ μεγάλες απώλειες. Αυτό εξαγρίωσε και ανάγκασε τον Εμπού Λουμπούτ πασά της Θεσσαλονίκης, να ηγηθεί ο ίδιος μεγάλου εκστρατευτικού σώματος και να πολιορκήσει τη Νάουσα.
Ο αγώνας ήταν άνισος και βοήθεια στους επαναστάτες δεν ήρθε από πουθενά. Στις 18 Απριλίου δημιουργήθηκε η πρώτη ρωγμή στην άμυνα της πόλης. Μανιασμένοι Τούρκοι και 600 περίπου Εβραίοι της Θεσσαλονίκης όρμησαν μέσα σκορπίζοντας παντού τον όλεθρο και την καταστροφή. Η αντίσταση συνεχίστηκε στους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης. Στις 21 Απριλίου οι επαναστάτες πραγματοποίησαν έξοδο και κατάφεραν να φυγαδεύσουν πολλά γυναικόπαιδα προς τον Άγιο Νικόλαο. Την επόμενη μέρα η αντίσταση των επαναστατών κάμφθηκε. Μερικοί κατάφεραν και έφυγαν προς τα ορεινά. Όσοι εγκλωβίστηκαν, αντιμετώπισαν τη μανία των κατακτητών. Περίπου 2.000 κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στην περιοχή Κιόσκι (κιόσε στα μακεδονικά είναι η γωνιά) κι όσοι ήταν ακατάλληλοι για πούλημα ως δούλοι, κατασφάχτηκαν.
Η πτώση 13 γυναικών μαζί με τα μωρά τους στον καταρράκτη της Αράπιτσας, αποτελεί ένα από τα πιο τραγικά και μαζί αξιοθαύμαστα γεγονότα, που μαρτυρεί τη βαρβαρότητα του κατακτητή και τον αυτοσεβασμό μέχρι αυτοθυσίας της Μακεδόνισας μητέρας.
Η εξέγερση και η καταστροφή της Νάουσας προβάλλονται αρκετά στην επίσημη νεοελληνική ιστορία. Η Νάουσα μάλιστα ανακηρύχθηκε ηρωική πόλη. Δεν αναφέρονται, όμως, ένα σωρό σημαντικά στοιχεία σχετικά με την ευρύτητα και την ταυτότητα των εξεγερμένων.
Ηγέτης της επανάστασης είναι ο Τάσος Καρατάσος. Γεννήθηκε στο χωριό Ντόμπρα, που βρίσκεται περί τα 6 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Βέροιας, σε υψόμετρο περίπου 600 μέτρων. Το χωριό είχε πάρει το όνομα του από μοναστήρι της περιοχής, που ήταν αφιερωμένο στη Ντόμπρα Μπογκορόντιτσα. Στα μακεδονικά Ντόμπρα σημαίνει καλή και μπόγκα σημαίνει θεός, ρόντιτσα σημαίνει γεννητόρισσα. Μπογκορόντιτσα = Θεοτόκος. Η μονή είναι γνωστή με το ελληνοποιημένο όνομα Δοβρά, ενώ το χωριό μεταβαφτίστηκε από την χούντα των Αθηνών το 1926 σε Καλή Παναγιά.
Το 1877 η Ντόμπρα συμμετείχε στην εξέγερση, που έμεινε γνωστή ως Ορλοφικά. Πρωταγωνιστής σ’ εκείνη την εξέγερση στη Μακεδονία ήταν ο συνεργάτης των Ορλόφ, λοχαγός του ρωσικού στρατού Γεώργιος Παπαζώλης από τη Σιάτιστα Κοζάνης. Οι Σιατιστινοί ήταν αυτό που λέμε σήμερα δίγλωσσοι Μακεδόνες. Τα τοπωνύμια που λήγουν σε -στα ή –τσα είναι μακεδονικής προέλευσης. Είναι κι αυτή από τα χωριά που ελληνοφώνησαν μετά τα μέσα του 18ου αιώνα με παρότρυνση του πατριαρχείου. Το επώνυμο Παπαζώλης είναι ελληνοποίηση του μακεδονικού Παπα-Τζόλε.
Η Σιάτιστα, όπως και η Νιάουστα, ήταν από τις κωμοπόλεις, όπου η ελληνική γλώσσα εκτόπισε τη μακεδονική. Έτσι, τον Σιατιστινό Θεοχάρη Τουρούντζα, που τρεις δεκαετίες αργότερα απαγχονίστηκε μαζί με τον Ρήγα Βελεστινλή, προδομένος από τον Κοζανίτη πατριαρχικό μεγαλέμπορο Δημήτριο Οικονόμου, μας τον εμφανίζουν ως Έλληνα. Τον οπλαρχηγό Αλεξάνταρ Τουρούντζεβ, από το Ξινό Νερό Αμυνταίου, που έχει το ίδιο επώνυμο και αρχαιομακεδονικό όνομα και αγωνίστηκε το 1903 επίσης για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, οι βοθροπένες της χούντας των Αθηνών τον εμφανίζουν ως Βούλγαρο.
Οι Οθωμανοί καταστέλλουν την εξέγερση της οποίας ηγείται ο Σιατιστινός Παπαζώλης και μεταξύ των χωριών που καταστρέφουν είναι και η Ντόμπρα. Η οικογένεια Καρατάσου, που συμμετείχε στην εξέγερση, μετακομίζει στο Τσατάλ (Διχάλι ή Διαχαλεύρι), όπου μαζί με άλλες ξεριζωμένες οικογένειες δημιουργούν τον οικισμό Διχαλεύρι.
 Εκείνη τη χρονιά οι Τούρκοι κατέστρεψαν και το παλιό χωριό μου, το Πόζαρ. Η πυρπόλησή του αναφέρθηκε σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Νεολόγος» της Κωνσταντινούπολης (φ.2446/18-4-1877), αλλά καταγράφηκε και σε εκθέσεις των προξενείων της Θεσσαλονίκης. Είναι προφανές ότι ο λόγος της πυρπόλησης, ήταν η συμμετοχή των Ποζαριτών στην εξέγερση εκείνη. Το 1908 το πυρπόλησαν οι Μακεδονοφάγοι φασίστες των Αθηνών ως σχισματικό ή Βουλγαρικό.
Υπαρχηγός της εξέγερσης του 1822 είναι ο Γκέλε Γκάτσοβ, που ελληνοποιημένα αναφέρεται ως Αγγελής Γάτσος, από το χωριό Σαρακίνοβο Μογλενών (Σαρακινοί Πέλλας). Το χωριό βρίσκεται περί τα είκοσι χιλιόμετρα βόρεια των Βοδενών (Έδεσσα) και περί τα δέκα χιλιόμετρα νότια από το Πόζαρ, σε υψόμετρο περίπου 600 μέτρων. Το σώμα του Γκάτσου (το τελευταίο υ διαβάζεται ως β ή φ για τους Μακεδόνες) αποτελείται κυρίως από μαχητές των Βοδενών, Μογλενών, Οστρόβου και Γιαννιτσών. Σ’ αυτές τις επαρχίες δεν υπήρχε ούτε ένα ελληνόφωνο χωριό. Και σήμερα ακόμα μιλιέται στα ντόπια αυτά χωριά η μακεδονική, τα λεγόμενα και Ντόπια.
Ο Ζαφειράκης κατάγεται από τη Νιάουστα, όπου ήταν πρόκριτος και έπαιξε περισσότερο επιτελικό – πολιτικό ρόλο. Η Νάουσα αποκαλούνταν εκείνη την εποχή Νέγκουστα ή Νέγκους, όπως την αποκαλούν και σήμερα οι Ντόπιοι. Οι πατριαρχικοί ελληνόφωνοι την αποκαλούσαν Νιάουστα, ενώ το 1926 μετονομάστηκε σε Νάουσα για να ελληνοδείχνει, όπως η Νάουσα της Πάρου. Το όνομα της πόλης, του ποταμού Αράπιτσα και άλλα τοπωνύμια δείχνουν μακεδονική προέλευση ή επιρροή. Η λιμνούλα των καταρρακτών της Αράπιτσας λέγονταν Τσ΄ρνα Βόντα (Μαύρο Νερό), ενώ την τοποθεσία, όπου λέγεται, ότι ήταν η σχολή του Αριστοτέλη, δεν άλλαξε όνομα και απλώς ελληνοποιήθηκε. Λέγεται και σήμερα Ισβόρια. Ίσβορι στα μακεδονικά είναι οι πηγές. Το ξακουστό  καρναβάλι της Νέγκουστας είναι κατάλοιπο των Μπογκομίλων. Μεταμφιέζονται σε Γενίτσαρους, για να σατιρίζουν τους Γενίτσαρους Ρωμιούς συνεργάτες των Κατακτητών και Μπούλες, που στα μακεδονικά λέγονται οι πολύ ωραίες νύφες.
 Μετά τη Νέγκουστα οι εξαγριωμένοι, λόγω των μεγάλων απωλειών, Οθωμανοί καταστρέφουν και πολλά χωριά, για τα οποία ελάχιστα αναφέρονται στην επίσημη βιβλιογραφία. Είναι τα χωριά: Ντόλνο Γκραματίκοβο (Κάτω Γραμματικό), Γκόρνο Γκραματίκοβο (Άνω Γραμματικό), Όσλιανι (Αγία Φωτεινή), που ανήκουν στο Ν.Πέλλας, Ντραζίλοβο (Μεταμόρφωση), Κουτσούφλιανι (Άγιος Παύλος), Φέτιτσα (Πολλά Νερά), Ράμνιτσα, Γκόρνο Σέλο (Άνω Βέρμιο), Ντόλνο Σέλο (Κάτω Βέρμιο), Μέτσοβο (Αρκουδοχώρι), Μαρούσα, Χοροπάν (Στενήμαχος), Ιαβόρνιτσα (Τρίλοφο - Νέα Κούκλενα), Τσόρνοβο (Φυτιά), Κουτσοχώρι, Ντόλιανι (Κουμαριά), Σούβα Λιβάντα (Ξηρολίβαδο), Ντόμπρα (Καλή Παναγιά), Κούμανιτς (Κομνήνιο), Ντόλνα Λούζιτσα (Τριπόταμος), Γκόρνα Λούζιτσα (Άνω Τριπόταμος), Τόπλιανι (Γεωργιανοί), Τσαρκόβιανι (Μικρή Σάντα – Άγιος Ιωάννης), Τσαρμαρίνοβο (Μαρίνα), Γιανάκοβο (Γιαννακοχώρι), Γκολίσανι (Λευκάδια), Κοπάνοβο (Κοπανός), Ντόλνο Κοπάνοβο (Χαρίεσα), Μινόστιτσα (Μονόσπιτα), Γιάντσιστα (Άγιος Γεώργιος), Βέστιτσα (Αγγελοχώρι), στο Ν.Ημαθίας, Βόλτσιστα (Λιβάδι), Λόντζινο (Παλιάμπελα), στο Ν.Πιερίας. Υπόψη ότι εκείνη την εποχή η Βεργίνα λεγόταν Κούτλες και το Αιγίνιο Πιερίας, Λιμπάνοβο. Ο Αλιάκμονας λεγόταν Μπίστριτσα και ο Αξιός Βάρνταρ και ελληνοποιημένα Βαρδάρης.
Κανένα από αυτά τα χωριά δεν ήταν ελληνόφωνο. Δεν έχει καταγραφεί καμία συμμετοχή ελληνόφωνου σώματος ή οπλαρχηγού. Αν υπήρχε κάποιος, έστω κι αν ήταν ασήμαντος, θα τον είχαν κάνει διάσημο ήρωα. Οι ελληνόφωνοι της Βέροιας και του Ρουμλουκιού, ήταν υπό την επιτήρηση του πατριαρχείου, που συνιστούσε «δουλικήν υπακοήν εις τους κρατούντας», ενώ στη βορειοδυτική πλευρά του Βερμίου πολλοί ελληνόφωνοι είχαν γίνει Μουσουλμάνοι (Βαλαάδες) και συνέπλεαν με τους Οθωμανούς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι μερικά χρόνια νωρίτερα ο Κοζανίτης πατριαρχικός μεγαλέμπορος Δημήτριος Οικονόμου κατέδωσε τον Ρήγα Βελεστινλή και τους συντρόφους του.
Μετά την καταστροφή της Νάουσας και των γύρω χωριών, οι Κατακτητές εγκατέστησαν στην πόλη μερικούς Τούρκους και Ρωμιούς πατριαρχικούς και τους παραχώρησαν μεγάλες εκτάσεις γης. Εξανάγκασαν τους χωρικούς των ορεινών χωριών, να πάνε στη Νάουσα και τα γύρω χωριά, όπου έγιναν δουλοπάροικοι. Έτσι σταδιακά η πόλη εξελληνίστηκε. Στα ερημωμένα ορεινά χωριά εγκαταστάθηκαν σιγά σιγά Βλάχοι από τις γύρω περιοχές, αλλά και από την Ήπειρο διωγμένοι για τις εκεί ανταρσίες τους.
Μεταξύ των επαναστατών υπήρχαν και πολλοί Βλάχοι. Ο ηγέτης τους, Γιωργάκης Ολύμπιος, με πολλούς αγωνιστές είχαν σκοτωθεί ένα χρόνο νωρίτερα στην επανάσταση στη Μολδοβλαχία (Ρουμανία) με ηγέτη τον Υψηλάντη. Έτσι, στην επανάσταση του 1822 συμμετείχαν υπό την ηγεσία του Καρατάσου και του Γκάτσου.
Παρόλο που δεν καταγράφεται συμμετοχή ελληνοφώνων, οι παραχαράκτες των Αθηνών την παρουσιάζουν ως Ελληνική. Και μάλιστα λένε, ότι οι Μακεδόνες που  την έκαναν αγωνίστηκαν για την Ελλάδα. Σ’ αυτό υποβοηθούνται και από το γεγονός, ότι τα σώματα των Καρατάσου, Γκάτσου μετέβησαν στη συνέχεια στην Ελλάδα και συνέβαλαν στην απελευθέρωσή της. Αποφεύγουν να πούνε, όμως, ότι εκείνες οι επαναστάσεις απέβλεπαν στην απελευθέρωση των Βαλκανικών λαών, τη δημιουργία ενός ομόσπονδου Βαλκανικού κράτους, που θα είχε ως επίσημη γλώσσα τη διεθνή Ελληνική, με παράλληλη καλλιέργεια όλων των τοπικών γλωσσών και αυτόνομες διοικήσεις όλων των αυτοχθόνων λαών. Έτσι ακριβώς όπως τα προέβλεπε η Χάρτα (σύνταγμα) του Ρήγα και η Φιλική Εταιρία. Η επαναστάτες του 1822 στη Μακεδονία αγωνίστηκαν για μια αυτόνομη Μακεδονία, μέλος της Βαλκανικής Ομοσπονδίας. Οι Μακεδόνες συμμετείχαν και στην εξέγερση της Μολδοβλαχίας υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, με ηγέτες τον Βλάχο Γιωργάκη Ολύμπιο και τον Μακεντόνσκι (και τα δυο είναι ψευδώνυμα). Σίγουρα δεν το έκαναν για να ενώσουν τη Μακεδονία με τη Ρουμανία. Λίγο νωρίτερα συμμετείχαν στην εξέγερση της Σερβίας με ηγέτες τον Γιωργάκη Ολύμπιο και τον Τάσο Καρατάσο. Σίγουρα δεν το έκαναν για να ενώσουν τη Μακεδονία με τη Σερβία. Στην επανάσταση της Ελλάδας το 1821 συμμετείχαν και Βούλγαροι  και Σέρβοι με ηγέτη τον Χατζηχρήστο και σίγουρα δεν το έκαναν για να ενώσουν τη Βουλγαρία και τη Σερβία με την Ελλάδα.
Ο Καρατάσος και ο Γκάτσος εκτίμησαν ότι δεν ήταν εφικτός ο στόχος να κρατήσουν το μέτωπο στη Μακεδονία και αποφάσισαν να μεταβούν στην απομακρυσμένη Ελλάδα, όπου η εξέγερση πήγαινε καλύτερα. Εκτιμάται ότι περίπου 300 Μακεδόνες και κατ’ άλλους περισσότεροι, πήγαν και αγωνίστηκαν στην Ελλάδα.
Οπλαρχηγός ή σώμα ελληνοφώνων από τη Μακεδονία, που να πήγε να βοηθήσει στην απελευθέρωση της Ελλάδας, δεν αναφέρεται απολύτως πουθενά.  
Όλοι οι ιστοριογράφοι της ελλαδικής επανάστασης αναφέρουν αυτούς τους επαναστάτες ως Μακεδόνες. Κι αυτό είναι άλλο ένα ντοκουμέντο, που δείχνει, ότι έτσι αποκαλούνταν οι Μακεδόνες, πολύ πριν το Κ.Κ.Ε και ο Τίτο αναγνωρίσουν ανεξάρτητη Μακεδονία και Μακεδονικό έθνος. Εκείνη την εποχή κανένας δεν του λέει Βούλγαρους, Σλάβους, Ρουμάνους, Σλαβομακεδόνες, Σκοπιανούς κλπ. Μόνο Μακεδόνες.
 Μερικές δεκαετίες αργότερα, κατά τον Αντιμακεδονικό Αγώνα (1903-1908), φασιστικά καθάρματα από την Ελλάδα εισβάλουν στη Μακεδονία και δολοφονούν, τρομοκρατούν και πυρπολούν τους απογόνους των Μακεδόνων που έκαναν την επανάσταση του 1822. Ακριβώς οι ίδιοι πληθυσμοί έκαναν και την επανάσταση του Ιλιντεν το 1903, για μια ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία. Τώρα τους αποκαλούν Βούλγαρους ή Βουλγαρίζοντες και Ρουμάνους ή Ρουμανίζοντες. Κι αυτό, για να εξαπατήσουν την κοινή γνώμη της Ελλάδας, που αλλιώς δεν θα υποστήριζε εκείνους τους φασίστες, αν ήξερε ότι δολοφονούν Μακεδόνες, οι πρόγονοι των οποίων βοήθησαν στην απελευθέρωση της Ελλάδας.
 Μετά την κατάληψη της νότιας Μακεδονίας το ρατσιστικό καθεστώς των Αθηνών άλλαξε τα ονόματα των χωριών που είχαν επαναστατήσει το ΄22, χωρίς να πάρει τη γνώμη και την συγκατάθεση των Ντόπιων χωρικών. Το ίδιο αυταρχικά άλλαξε ακόμα και τα ονόματα και επώνυμα των κατοίκων τους. Καταδίωξε τη μητρική τους γλώσσα και επέβαλε τη διεθνή Ελληνική. «Αποφασίζομεν και Διατάσομεν». ‘Ετσι, τους έκαναν Έλληνες και την επανάστασή τους την ονόμασαν Ελληνική. Στη συνέχεια ακολούθησε εθνοκάθαρση και συστηματικός εποικισμός της Μακεδονίας, με σκοπό να αλλοιωθεί η σύνθεση του πληθυσμού και να υπάρχει καλύτερη αστυνόμευση των Ντόπιων Μακεδόνων.
Ο Καρατάσος και ο Γκάτσος στην εμφύλια σύγκρουση κατά τον Ελληνικό εμφύλιο στάθηκαν στο πλευρό των ντόπιων οπλαρχηγών. Στις μετέπειτα λαϊκές εξεγέρσεις κατά των Φαναριωτών, των Κοτζαμπάσηδων και των ξένων (Βαυαρών) συνεργατών τους στάθηκαν στο πλευρό του αγωνιζόμενου λαού.
Ο Τάσος Καρατάσος πέθανε το 1830, παραγκωνισμένος στη Ναύπακτο. Ο γιός του Δημήτριος ή Τσάμης ήταν ανάμεσα σ΄εκείνους που φυλακίστηκαν με τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Συμμετείχε στην πατριωτική οργάνωση «Αληθείς Ορθόδοξοι». Μόνο χάρη στις λαϊκές εξεγέρσεις απελευθερώθηκαν. Ο Γκέλε Γκάτσοβ με τους Μακεδόνες συναγωνιστές του παραγκωνίστηκαν και δεν τους δέχθηκαν στον τακτικό στρατό. Τους παραχώρησαν λίγα κτήματα στην Αταλάντη, όπου έζησαν και πέθαναν πάμφτωχοι.
Λόγω της λαϊκής πίεσης, ο Όθωνας δέχθηκε στο στράτευμα μερικούς ικανούς οπλαρχηγούς, μεταξύ των οποίων και τον Δημήτριο Καρατάσο, που από το 1828 ήταν διοικητής στρατιωτικής μονάδας. Αυτός στη συνέχεια προσπάθησε να ευαισθητοποιήσει την κυβέρνηση και τους κύκλους των Αθηνών για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα.
Το 1854 ξεσπάει μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο λεγόμενος Κριμαϊκός πόλεμος. Ο Καρατάσος θεωρεί ότι είναι ευκαιρία για εξέγερση στη Μακεδονία, καθώς τα κατοχικά στρατεύματα θα είναι απασχολημένα στο μέτωπο με τη Ρωσία. Δεν ευαισθητοποιείται, όμως, κανένας στην Αθήνα. Ο Καρατάσος δημιουργεί δικό του σώμα και στις 6 Απριλίου αποβιβάζεται στη Χαλκιδική. Στην αρχή έχει κάποιες επιτυχίες. Όμως, ούτε οι μοναχοί του Αγίου Όρους τον βοηθάνε, ούτε η κυβέρνηση. Έτσι τον Ιούνιο επιστρέφει στην Αθήνα. Η κυβέρνηση ήταν φερέφωνο των Αγγλογάλλων, που σ΄εκείνο τον πόλεμο, πολεμούσαν στο πλευρό των Οθωμανών, ενώ το Πατριαρχείο συνέχιζε να είναι δεκανίκι τους.
Ο Καρατάσος απογοητεύεται από το καθεστώς των Αθηνών και προσπαθεί να βρει στηρίγματα στην Ευρώπη. Περιοδεύει σε Γαλλία, Αγγλία, Ρωσία, Ρουμανία και καταλήγει στη Σερβία. Εκεί κάνει συνεννοήσεις με τον ηγεμόνα Μίλος Ομπρένοβιτς, αρρωσταίνει, όμως και πεθαίνει το 1860. Στην επιτύμβια πλάκα το όνομά του γράφηκε και στις δυο γλώσσες: Μακεδονική και Ελληνική. Η ελληνική ιστοριογραφία είναι γεμάτη με φωτογραφίες και προσωπογραφίες των αγωνιστών του ’21, αλλά όχι και του Καρατάσου και του Γκάτσου.
Στο Βασίλειο της Ελλάδας άρχουσα τάξη είχαν γίνει οι Φαναριώτες με τους ντόπιους γαιοκτήμονες και τους ξένους τυχοδιώκτες που ήρθαν μαζί με τον Όθωνα. Επειδή ακριβώς δεν είχαν καμία σχέση με τους αγωνιστές της «Ελληνικής Δημοκρατίας» του Ρήγα Βελεστινλή και της Φιλικής Εταιρίας, αλλά είναι διώκτες τους, όχι μόνο δεν βοηθάνε, αλλά και καταδιώκουν τους αγωνιστές της Μακεδονίας.
 Η επέτειος της επανάσταση του 1822 στη Μακεδονία δεν τιμάται, όπως θα ‘πρεπε, ως εθνική γιορτή. Μόνο στη Νάουσα τιμάται το Ολοκαύτωμά της. Τα γύρω χωριά, που επίσης καταστράφηκαν, δεν τιμούν την επέτειο της καταστροφής και της εξέγερσης. Αυτή η επανάσταση μαζί με την επανάσταση του Ίλιντεν το 1903, έπρεπε να είναι εθνική γιορτή της Μακεδονίας. Ας τις τιμούμε τουλάχιστον εμείς οι Μακεδόνες. 
Υ.Γ.: Χθες ήταν η επέτειος της χούντας της 21-4-1974, που κράτησε 7 χρόνια. Για τους Μακεδόνες η χούντα κρατάει από το 1913, δηλαδή 107 χρόνια, με κάποια χαλάρωση τα τελευταία χρόνια.
                 Απρίλιος 2020    Τραϊανός Πασόης



                   



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου