Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

25η Μαρτίου: Επέτειος της Σφαγής της Ζαγορίτσανης και της Προδοτικής συμπεριφοράς των Γραικών προς τους Μακεδόνες


Η 25η Μαρτίου είναι ημέρα θλιβερής μνήμης για τους Μακεδόνες.
Είναι η επέτειος
ενός από τα πιο στυγερά εγκλήματα των ελλαδικών φασιστικών συμμοριών κατά αμάχων Μακεδόνων.
Είναι η επέτειος της Σφαγής της Ζαγορίτσανης στις 25 Μαρτίου 1905.
Η Ζαγορίτσανη, που το 1926 μετονομάστηκε σε Βασιλειάδα, ήταν ένα κεφαλοχώρι περί τα δέκα χιλιόμετρα ανατολικά της λίμνης της Καστοριάς με πληθυσμό περίπου 3.000 κατοίκους.

Να πως δικαιολογεί και πως περιγράφει τη σφαγή ο τότε μητροπολίτης Καστοριάς
Γερμανός Καραβαγγέλης:

«Ένα βουλγαρικό σώμα μια μέρα πήγε κι έκαψε τη Μονή του Τσιριλόβου της οποίας ο ηγούμενος αρχιμανδρίτης Γρηγόριος ήταν πολύ πατριώτης [???] και παλληκάρι αν και γέρος εβδομήντα πέντε χρονών και σλαβόφωνος και πολλές φορές είχε φιλοξενήσει τον Μελά, τον Βάρδα και όλα τα ελληνικά σώματα που περνούσαν από κει. Ευτυχώς όταν οι Βούλγαροι κάψαν το μοναστήρι αυτός δεν ήταν μέσα κι έτσι κατά τύχη σώθηκε από βέβαιο θάνατο. Ύστερα από λίγες μέρες οι Βούλγαροι κάψαν κι άλλο μοναστήρι, τη Μονή της Σλίβενης και σκότωσαν και τον ηγούμενο που ήταν μέσα. Επειδή στην πυρπόλησι αυτή των μοναστηριών είχαν λάβει μέρος και πολλοί Βούλγαροι χωρικοί από τη Ζαγορίτσανη, ο Βάρδας απεφάσισε να τους τιμωρήση. Η Ζαγορίτσανη ήταν ένα χωριό από εξακόσια πάνω κάτω σπίτια βουλγαρικά και ελληνικά.
Στην εκκλησία, μια Κυριακή λειτουργούσαν οι Βούλγαροι, μια οι Έλληνες. Στο τέλος οι δικοί μας έμειναν μόνον εξήντα σπίτια κι αυτοί άρχισαν να δειλιούν. Ήταν οι χειρότεροι Βούλγαροι της επαρχίας μου. Όταν ο Βάρδας αποφάσισε την τιμωρία τους μου έγραψε και του έστειλα τα ονόματα των δικών μας, για να μη τους πειράξη. Την παραμονή λοιπόν της 25ης Μαρτίου του 1905 κρύφτηκε στο απέναντι του χωριού δάσος με τριακόσιους πάνω κάτω άντρες μεταξύ των οποίων ήταν και ο καπετάν Καούδης, ο καπετάν Μακρής, ο καπετάν Μπούλακας, ένας ληστής Γαύδας με το παιδί του κι άλλοι πολλοί. Πρωί – πρωί μπαίνουν στο χωριό κι αρχίζει το τουφέκι. Όσους αντιστέκονται τους σκοτώνουν και βάζουν φωτιά στα σπίτια. Εκείνη την ημέρα σκοτώθηκαν εβδομήντα εννιά Βούλγαροι και δυστυχώς και μερικοί δικοί μας, σλαβόφωνοι μεν, αλλά πολύτιμοι. Δικοί μας δεν σκοτώθηκαν πολλοί γιατί, εκτός που είχα δώσει εγώ κατάλογο των ονομάτων τους στον Βάρδα, κι οι ίδιοι εφρόντισαν να κρυφτούν, ενώ οι Βούλγαροι χτυπούσαν άγρια. Πάνω όμως στην αναμπουμπούλα δεν ήταν εύκολο να ξεχωρίση κανείς τους Έλληνες από τους Βούλγαρους.
Στο μεταξύ φτάνει στρατός από την Καστοριά και σε λίγο κι άλλος από την Κλεισούρα. Άμα επλησίασε αρκετά ο στρατός εφώναξε στους αντάρτες «τεσλίμ» (παραδοθείτε). Οι δικοί μας όμως, που είχαν πιάσει τα υψώματα, τραβούν μια μπαταριά κι αμέσως φεύγουν οι Τούρκοι. Το ίδιο και με το στρατό της Κλεισούρας. Έτσι οι δικοί μας έμειναν ελεύθεροι και σεργιάνιζαν σκοτώνοντας όλη μέρα στο χωριό. Μόλις το έμαθαν οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων στο Μοναστήρι έσπευσαν αμέσως στη Ζαγορίτσανη. Εκεί το Βουλγαρικό Κομιτάτο είχε δώσει οδηγίες να λένε ότι όλη την καταστροφή την έφερε εγώ και ότι άκουγαν τον Βάρδα να φωνάζη «Σκοτώνετε Βουλγάρους. Γιατί μας πληρώνει ο Μητροπολίτης;» Οι πρόξενοι συγκινήθηκαν, γιατί ήταν και πολλές γυναίκες σκοτωμένες και γράφουν στους πρέσβεις της Κωνσταντινουπόλεως ότι ο αίτιος όλης αυτής της καταστροφής είναι ο Μητροπολίτης της Καστοριάς και αυτοί κάνουν αμέσως διάβημα στο Σουλτάνο να με σηκώσει από κει….»

Από την περιγραφή του Καραβαγγέλη φαίνεται καθαρά ότι τους κατοίκους ενός καθαρά μακεδονικού χωριού, όταν ανήκουν στην πατριαρχική εκκλησία τους λέει Έλληνες, ενώ όταν προσχωρούν στην «σχισματική» Εξαρχία ή τον καθολικισμό (ενωτικοί - ουνίτες) τους λέει Βούλγαρους.
Για τη συγκεκριμένη περίπτωση ο Ι.Δραγούμης έγραψε στο ημερολόγιό του στις 12 Ιανουαρίου 1904: «Κατ’ ειδήσεις μεταδοθείσας υπό του κ. Αγγελόπουλου, 60 οικογένειαι εκ του χωρίου Κωστενέτσι, 40 οικογένειαι εκ Μπομπίστης και ολόκληρον (!) το χωρίον Ζαγορίτσανη, επέδωκαν αναφοράς προς τον Καϊμακάμην Καστοριάς, δι’ ων ζητούσι ν’ ασπασθώσι τον καθολικισμόν!».

Αυτή την πραγματικότητα απέκρυπταν και συνεχίζουν να αποκρύπτουν από τους υπηκόους τους με συνέπεια αυτοί να αγνοούν την αλήθεια και να συμπεριφέρονται ως άβουλος όχλος και υποχείρια του σοβινισμού τους.

Οι υπήκοοι αυτού του κράτους -και ειδικά το ποίμνιο της εκκλησίας- αγνοούν ακόμα το γεγονός ότι, πριν ανακατευθούν στο Μακεδονικό Ζήτημα τα όργανα του Πατριαρχείου, οι διπλωμάτες της Ελλάδας και τα μισθοφορικά σώματα με επικεφαλής αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του ελλαδικού στρατού, απολύτως καμία σύγκρουση μεταξύ πατριαρχικών και εξαρχικών ή ουνιτών Μακεδόνων ή μεταξύ ελληνόφωνων με μη ελληνόφωνους δεν είχε παρατηρηθεί στην Μακεδονία.
Ειδικά ελληνόφωνος κάτοικος ή ελληνόφωνο χωριό της Μακεδονίας ουδέποτε θίχτηκε και εκεί οφείλεται και το γεγονός ότι εκείνοι οι ελληνόφωνοι δεν είχαν καμία συμμετοχή στον αντιμακεδονικό αγώνα 1903-1908. Εκείνοι οι θρησκευτικοί και πολιτικοί απατεώνες, όπως και τα μισθοφορικά τους σώματα, ήρθαν να διχάσουν, να εξαπατήσουν, να τρομοκρατήσουν, να δολοφονήσουν… Να διαιρέσουν τον μακεδονικό λαό για να βασιλεύσουν στον τόπο του.


Αγνοούν ακόμα το γεγονός ότι η Σφαγή της Ζαγορίτσανης την ημέρα της 25ης Μαρτίου αποτελεί και συμβολική υπόμνηση της προδοτικής συμπεριφοράς του νεοελληνικού κράτους απέναντι στους Μακεδόνες.

Το 1822, μετά την καταστολή της εξέγερσης των Μακεδόνων κατά των Οθωμανών κατακτητών, που έμεινε γνωστή ως Επανάσταση του Βερμίου και κατέληξε στην καταστροφή της Νάουσας και των γύρω χωριών, οι Μακεδόνες επαναστάτες πήγαν στη Ρούμελη και το Μωριά και συμμετείχαν μέχρι το τέλος στο αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας.
Υπόψη ότι ούτε ένα από τα χωριά μεταξύ Αλιάκμονα και Πάϊκο που συμμετείχαν στην εξέγερση του 1822 και καταστράφηκαν δεν ήταν ελληνόφωνο, όπως επίσης και οι ηγέτες εκείνης της εξέγερσης και του σώματος που κατέβηκε στην Ελλάδα Καρατάσος και Γάτσος. Ήταν οι αποκαλούμενοι σλαβόφωνοι (σε συνεργασία με τους βλαχόφωνους), τους οποίους άπαντες αποκαλούν Μακεδόνες. (περισσότερα στο άρθρο για την Επανάσταση της Ναόυσας εδώ)

Όταν μερικές δεκαετίες αργότερα (1903) οι ίδιοι εκείνοι Μακεδόνες έκαναν άλλη μια Επανάσταση (Ίλιντεν) για να απελευθερωθούν, οι «αδελφοί» Γραικοί, όχι μόνο δεν ανταπέδωσαν την υποχρέωσή τους, αλλά και υπονόμευσαν με κάθε τρόπο τον αγώνα τους.

Ο ίδιος ο πρόξενος της Ελλάδας στη Μπίτολα Κ. Κυπραίος έγραψε στην έκθεση αρ.554/24-7-1903 προς το Υπ. Εξωτερικών:
«Την παρελθούσαν Παρασκευήν βουλγαρόφωνοι ορθόδοξοι χωρικοί ελθόντες μοι εγνώρισαν εμπιστευτικώς ότι την εικοστήν του μηνός, ημέραν Κυριακήν και εορτήν του Προφήτου Ηλίου, κυρήσσεται αφεύκτως η επανάστασις, και μοι καθόρισαν τα σημεία της συγκεντρώσεως των επαναστατών. Τούτο δεν έλειψα ν’ ανακοινώσω τω Γενικώ Διοικητή…».
Εκμεταλλεύτηκε δηλαδή την εμπιστοσύνη των χωρικών και έγινε πληροφοριοδότης των δυνάμεων κατοχής. Στην έκθεση μάλιστα της 26 Ιουλίου, την οποία συνέταξε ο γραμματέας του προξενείου Ίων Δραγούμης, γράφει:
«Εφ’ όσον δυνάμεθα βοηθούμεν Τουρκικάς Αρχάς προς καταστολήν κινήματος, αλλ’ ουδαμώς πρόσφορος, ουδέ δυνατόν θεωρώ την επί πλέον δι’ ημετέρων πρακτόρων αναχαίτισιν επαναστατών…».

Ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης στα απομνημονεύματά του αναφέρει την συνεργασία του με τις κατοχικές δυνάμεις. Είναι αυτός που θα δημιουργήσει την πρώτη μισθοφορική συμμορία η οποία τρομοκρατούσε τα μακεδονικά χωριά. Μαζί με τον Δραγούμη θα ενεργήσουν ώστε να έλθουν από την Ελλάδα και άλλοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί με μισθοφορικά σώματα.
Ο Δραγούμης έγραψε στις 28 Αυγούστου 1903 στον γαμπρό του, Παύλο Μελά: «Αλλά πρέπει αφεύκτως να έλθουν δικοί μας και να γίνει εμφύλιος σπαραγμός μεταξύ χριστιανών εις τα επαναστατημένα διαμερίσματα δια να φανή ότι έχομεν οι Έλληνες ζωήν εντός της ζώνης του Αγίου Στεφάνου».
Ο Π.Μελάς περιγράφει χαρακτηριστικά την πρώτη του ενέργεια: Μπαίνει με το σώμα του στη Πρεκοπάνα (περί τα 10 χλμ.βόρεια της Ζαγορίτσανης) και περικυκλώνει την εκκλησία, όπου εκείνη την ώρα γινόταν μια κηδεία. Με την απειλή των όπλων τρομοκρατεί τους χωρικούς και απαιτεί από αυτούς «να ορκισθώσι πίστιν και αφοσίωσιν εις την Ορθοδοξίαν και δεύτερον να κάμωσι τοιαύτην αναφοράν εις τον Καϊμακάμην και εις τον μητροπολίτην. Προς τον τελευταίον [Καραβαγγέλη] δε να μεταβώσιν εντός δέκα το πολύ ημερών και να ζητήσωσι την αποστολήν ιερέως και διδασκάλου Ελλήνων».
Για να πιστέψουν τις απειλές του, φεύγοντας παίρνει αιχμαλώτους τον παπά και τον δάσκαλο του χωριού και τους εκτελεί στο γειτονικό δάσος.
«Δια της πράξεως αυτής,
γράφει, υπεβοήθησα τους κατοίκους να επανέλθουν εις την Ορθοδοξίαν και να δηλώσουν εντός δεκαημέρου την επιθυμίαν των ταύτην εις τον μητροπολίτην».

Αυτός ήταν και ο μοναδικός λόγος που δολοφονούσαν, τρομοκρατούσαν και κατέστρεφαν. Οι δικαιολογίες που προβάλουν είναι ίδιες με εκείνες που προέβαλαν οι ναζιστικές δυνάμεις κατά την κατοχή. Όταν έκαναν τις μαζικές σφαγές αμάχων στα Καλάβρυτα, το Δίστομο Βοιωτίας, τον Χορτιάτη, την Κατράνιτσα (Πύργοι Κοζάνης) κλπ. προέβαλαν ως δικαιολογία την αιχμαλωσία ή τον φόνο Ναζιστών από τον ΕΛΑΣ. Εκείνες οι σφαγές και καταστροφές καταδικάστηκαν όχι μόνο από τους Έλληνες, αλλά και από τους ίδιους τους Γερμανούς. Τις μαζικές σφαγές και καταστροφές των εισβολέων Γραικών φασιστών και των συνεργατών των κατακτητών στην Μακεδονία, το αντίστοιχο δηλαδή των Γερμανοτσολιάδων (Γραικοτσολιάδων), Ταγματασφαλιτών κλπ., όχι μόνο δεν τις έχουν καταδικάσει, αλλά και τις επαινούν και τις τιμούν.
Ο φασισμός είναι καταδικαστέος μόνο όταν αφορά τους άλλους και όχι τους Γραικούς.


Η εξόντωση πολλών Μακεδόνων επαναστατών από τους Οθωμανούς, η καταστροφή χωριών και καλλιεργειών, η αναγκαστική μετανάστευση και η παράδοση του μεγαλύτερου μέρους του οπλισμού αποδυνάμωσαν το μακεδονικό απελευθερωτικό κίνημα. Αυτό το χτυπημένο αλύπητα εθνικό κίνημα ήρθαν οι «αδελφοί» Γραικοί να διαλύσουν και αυτό το αίσχος το λένε "Μακεδονικό Αγώνα". Ο μοναδικός λόγος ήταν η αποτροπή του ενδεχομένου δημιουργίας μιας «Μακεδονίας για τους Μακεδόνες» και τη θέση των Οθωμανών κατακτητών στη Μακεδονία να την πάρουν οι Γραικοί.

Η 25η Μαρτίου είναι για τους Μακεδόνες ημέρα θλιβερής μνήμης της θηριωδίας και της προδοτικής συμπεριφοράς των «αδελφών», «χριστιανών» Γραικών.

Η προστασία των ευρωπαϊκών θεσμών και το ιντερνετ μας δίνουν επιτέλους τη δυνατότητα να προβάλουμε και να αποκαταστήσουμε την αλήθεια και τη μνήμη των προγόνων μας.

Εμείς οι Μακεδόνες μη περιμένουμε αυτήν την αποκατάσταση από άλλους, οι οποίοι έδειξαν πόσο ουσιαστική σχέση έχουν με τη δημοκρατία, αλλά ας το κάνουμε δικό μας καθήκον

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Μακεδονικό Καρναβάλι









Μπούλα στα μακεδονικά της περιοχής Νάουσας - Βοδενών είναι η πολύ ωραία νύφη, ενώ στα πομάκικα είναι η μεγάλη αδελφή.

Για περισσότερα στο σχετικό θέμα για τους Μπογκομίλους ## και την Επανάσταση της Νάουσας. ##