Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Η Καταγωγή των Ελλήνων σύμφωνα με τον Θουκυδίδη


Ο Θουκυδίδης είναι αρχαίος  Έλληνας ιστορικός Θρακικής καταγωγής. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 460 π.Χ., στον δήμο του Αλιμούντα, όπου υπήρχε συνοικία Θρακών και πέθανε περί το 400 π.Χ. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το έζησε στην Αθήνα αλλά και στην Θράκη όπου είχε κτήματα. Έζησε δηλαδή την εποχή που οι Έλληνες έφτασαν στο απόγειο της δύναμης και του πολιτισμού τους.
Το σημαντικότερο έργο του Θουκυδίδη είναι η ιστορία του πολέμου μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών από το 431 π.Χ. έως το 404 π.Χ., που είναι γνωστός και ως Πελοποννησιακός πόλεμος.  Ο πόλεμος αυτός διδάσκεται στους υπηκόους του νεοελληνικού κράτους, για να τονωθεί το εθνικό τους φρόνημα, καθώς οι Έλληνες παρουσιάζονται ως οι αρχαίοι πρόγονοί τους. Αποφεύγεται, όμως συστηματικά η διδασκαλία του πρώτου βιβλίου, που είναι η επισκόπηση της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας πριν την εποχή του Θουκυδίδη. Ο λόγος είναι ότι σ’ αυτό καταγράφονται στοιχεία για την καταγωγή, την ταυτότητα και την δημιουργία των Ελλήνων. Η γνώση αυτών των στοιχείων έχει μεγάλη σημασία για την απόκτηση αυτογνωσίας των Νεοελλήνων, διότι θα βοηθήσει στην μετατροπή τους από άβουλους υπηκόους σε σκεφτόμενους πολίτες.  Θα χρησιμοποιηθούν κυρίως κείμενα από μετάφραση, καθώς αρχαία Ελληνικά δεν γνωρίζουν οι Νεοέλληνες, αλλά και όποιος θέλει μπορεί να βρει εύκολα αυτό το βιβλίο και στα αρχαία Ελληνικά στα βιβλιοπωλεία και τις βιβλιοθήκες. Θα χρησιμοποιηθεί μετάφραση ενός Έλληνα, του Α. Γεωργοπαπαδάκου, που είναι και Πελοποννήσιος (Λακωνία) – ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Β’ έκδοση 1999, Εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ. Ο λόγος είναι ότι τυχόν μετάφραση από τον γράφοντα πιθανόν θα θεωρηθεί κακοπροαίρετη, όπως και η προσφυγή σε μη Έλληνες συγγραφείς. Από το Α’ βιβλίο παραλείπονται  εκείνα τα τμήματα του κειμένου που αφορούν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και τις εμπλεκόμενες δυνάμεις, καθώς δεν είναι του ενδιαφέροντός μας.

Γράφει λοιπόν ο Θουκυδίδης στο Βιβλίο Ι, κεφάλαιο 2:

«Είναι φανερό ότι η χώρα που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα δεν είχε μόνιμους κατοίκους τα παλιά χρόνια, αλλά  γίνονταν τότε συχνές μεταναστεύσεις και οι διάφοροι κάτοικοι, όταν πιέζονταν κάθε φορά από άλλα πολυαριθμότερα φύλα, εγκαταλείπανε εύκολα τον τόπο τους. Γιατί τότε ούτε εμπόριο υπήρχε ούτε οι άνθρωποι επικοινωνούσαν άφοβα μεταξύ τους από στεριά ή από θάλασσα και οι κάτοικοι νέμονταν τη γη τους τόσο μόνο, όσο αρκούσε για τη συντήρησή τους…. Οι ευφορότερος περιοχές ιδιαίτερα, είχαν αδιάκοπες αλλαγές κατοίκων,… Εξαιτίας της εφορίας της γης στα μέρη αυτά, μερικοί αποκτούσαν μεγαλύτερο πλούτο, πράγμα που προκαλούσε εμφύλιες διαμάχες απ’ τις οποίες οι περιοχές αυτές φθείρονταν, ενώ ταυτόχρονα τις επιβουλεύονταν περισσότερο αλλόφυλοι επιδρομείς. Η Αττική όμως, επειδή το έδαφός της είναι φτωχό, δε γνώρισε, από παλιά, εμφύλιες διαμάχες και γι’ αυτό την κατοικούσαν οι ίδιοι άνθρωποι. … Οι πιο πλούσιοι απ’ όσους, εξαιτίας πολέμου ή επανάστασης, διώχνονταν από κάποιο μέρος της Ελλάδας, ζητούσαν καταφύγιο στην Αθήνα, γιατί υπήρχε ασφάλεια, γίνονταν Αθηναίοι πολίτες κι έκαμαν έτσι, απ’ τα παλιά χρόνια, ακόμη πιο πολυάνθρωπη την πόλη, …» (Βιβ.1, κεφ.2)

«… Πριν από τον τρωικό πόλεμο η Ελλάδα σαν σύνολο δεν επιχείρησε απολύτως τίποτε. Νομίζω μάλιστα πως και το ίδιο το όνομα δεν είχε δοθεί ακόμη σ’ όλη τη χώρα κι ότι πριν από τον Έλληνα του Δευκαλίωνα δεν υπήρχε καν αυτό, αλλά τα διάφορα φύλα, ιδιαίτερα οι Πελασγοί, έδιναν το όνομά τους στις περιοχές που κατοικούσαν. Από την εποχή όμως που ο Έλληνας κι οι γιοί του απόχτησαν δύναμη στη Φθιώτιδα και οι άλλες πόλεις άρχισαν να του ζητούν βοήθεια, όλο και πιο πολύ, εξαιτίας της επικοινωνίας αυτής, λέγονταν μεταξύ τους Έλληνες. Πέρασε ωστόσο πολύς καιρός ώσπου το όνομα αυτό να επικρατήσει γενικά.» (κεφ.3)

«Ο Μίνωας, όσο ξέρουμε από την προφορική παράδοση, ήταν ο πρώτος που απόχτησε ναυτικό και κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της λεγόμενης σήμερα ελληνικής θάλασσας, κυρίεψε επίσης τις Κυκλάδες και ίδρυσε τις πρώτες αποικίες στα περισσότερα νησιά τους, αφού έδιωξε τους Κάρες κι εγκατέστησε άρχοντες τους γιούς του. Όπως ήταν φυσικό ξεπάστρευε, όσο μπορούσε, τους πειρατές από τη θάλασσα, για να πηγαίνουν σ’ αυτόν ασφαλέστερα τα εισοδήματα από τα νησιά.»  (κεφ.4).

«Παλιά κι οι  Έλληνες κι οι βάρβαροι που κατοικούσαν στα παράλια ή στα νησιά, όταν άρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ τους συχνότερα από την θάλασσα, επιδόθηκαν στην πειρατεία. Είχαν αρχηγούς ανθρώπους δυνατούς, που κινούνταν κι από το προσωπικό τους συμφέρον κι από την ανάγκη να εξασφαλίσουν τροφή για τους πιο φτωχούς συντοπίτες τους. Έπεφταν πάνω σε πόλεις που δεν προστατεύονταν από τείχη κι αποτελούνταν πιο πολύ από σκόρπιους οικισμούς και τις λεηλατούσαν, εξασφαλίζοντας μ’  αυτόν τον τρόπο τα απαραίτητα για τη ζωή. Γιατί αυτή την εποχή μια τέτοια δουλειά δεν έφερνε ντροπή σ’ όσους την έκαναν, αλλά, αντίθετα, κάποια δόξα. Αυτό γίνεται φανερό τόσο απ’ το γεγονός πως ακόμη και σήμερα μερικοί στεριανοί περηφανεύονται για τα ληστρικά τους κατορθώματα, όσο κι απ’ το ότι στα έργα των παλιών ποιητών υπάρχουν στερεότυπες ερωτήσεις σ’ όσους με το καράβι τους φτάνουν σε κάποιο λιμάνι, αν είναι πειρατές, γιατί ούτε εκείνοι που ρωτιόνταν θεωρούσαν τη δουλειά αυτή ταπεινωτική, ούτε τούτοι που έκαναν την ερώτηση τη θεωρούσαν υβριστική. Αλλά και στη στεριά λήστευε ο ένας τον άλλο. Κι ως σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδας συνεχίζουν τον παλιό αυτόν τρόπο ζωής, όπως στα μέρη που ζουν οι Οζόλες Λοκροί, οι Αιτωλοί κι οι Ακαρνάνες και στις γύρω περιοχές. Η συνήθεια να οπλοφορούν οι στεριανοί αυτοί έχει μείνει από την παλιά εποχή της ληστείας.» (κεφ. 5)

«Όλη η Ελλάδα οπλοφορούσε, γιατί οι μικροί οικισμοί δεν προστατεύονταν από τείχη και η μεταξύ τους επικοινωνία δεν ήταν ασφαλής….  Το γεγονός, εξάλλου, ότι στις περιοχές αυτές της Ελλάδας διατηρείται ακόμη ο τρόπος αυτός ζωής, είναι απόδειξη ότι κάποτε η συνήθεια τούτη επικρατούσε παντού. Οι Αθηναίοι ήταν οι πρώτοι που έπαψαν να οπλοφορούν κι ακολούθησαν μια ζωή πιο άνετη και πιο λεπτή. …» (κεφ. 6)

«Όσες από τις πόλεις ιδρύθηκαν στα νεότερα χρόνια, όταν πιά οι θαλασσινές συγκοινωνίες έγιναν ασφαλέστερες κι εκείνες είχαν μεγαλύτερα χρηματικά αποθέματα, χτίστηκαν προστατευμένες με τείχη στα παράλια, ενώ τους ισθμούς τους αποχώριζαν από την υπόλοιπη χώρα και τους οχύρωναν… Οι παλιές πόλεις, εξαιτίας της πειρατείας που κράτησε πολλά χρόνια, χτίστηκαν μακριά από τη θάλασσα, τόσο στα νησιά όσο και στη στεριά (γιατί οι πειρατές ασκούσαν την πειρατεία και μεταξύ τους και μεταξύ όλων εκείνων που, χωρίς να είναι ναυτικοί, ζούσαν στα παράλια) κι ως σήμερα ακόμη είναι χτισμένες στα μεσόγεια.» (κεφ. 7)

«Δεν ήσαν λιγότερο πειρατές οι νησιώτες Κάρες και Φοίνικες. (Και ουχ ήσσον λησταί ήσαν οι νησιώτες, Κάρες τε όντες και Φοίνικες). Γιατί αυτοί είχαν κατοικήσει τα περισσότερα νησιά…. Όταν όμως ο Μίνωας οργάνωσε το ναυτικό του, οι θαλασσινές συγκοινωνίες έγιναν πιο ασφαλείς (γιατί αυτός κυνήγησε τους κακούργους από τα νησιά τότε ακριβώς που ίδρυσε σ’ αυτά αποικίες) κι οι κάτοικοι των παραλίων άρχισαν να αποκτούν περισσότερο πλούτο και να έχουν πιο μόνιμη κατοικία, μερικοί μάλιστα, επειδή είχαν γίνει πολύ πλούσιοι, έχτισαν τείχη γύρω από τις πόλεις τους. Γιατί, επιθυμώντας τα κέρδη, κι οι φτωχότεροι δέχονταν την εξάρτηση από τους πιο δυνατούς, κι οι δυνατότεροι, διαθέτοντας πλούτο, έκαναν υποτελείς τις μικρότερες πόλεις. …» (κεφ.8)

«…  Λένε μάλιστα, όσοι Πελοποννήσιοι ξέρουν πολύ καλά τις παλαιότερες παραδόσεις τους, ότι πρώτος ο Πέλοπας, χάρη στον πλούτο που είχε, όταν ήρθε από την Ασία ανάμεσα σ’ ανθρώπους φτωχούς, κατόρθωσε ν’ αποχτήσει τόση δύναμη, ώστε, ξένος αυτός, να δώσει το όνομα σ’ όλη τη χώρα. …» (κεφ. 9)

Αυτό το γεγονός δείχνει και την αιτία που επικρατούσαν διάφοροι επιδρομείς στον χώρο που αργότερα από εκείνους ονομάστηκε Ελλάδα. Ήταν η φτώχεια και η ανοργανωσιά των ντόπιων, που επέτρεπε την εύκολη εγκατάσταση κι επικράτηση  εποίκων. Αλλά και η παράδοση για τη δημιουργία της Μακεδονικής δυναστείας, την οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος, δείχνει κάτι παρόμοιο.  Αυτή λέει ότι: 
«… Από το Άργος έφυγαν τρεις νέοι, από τους απογόνους του Τημένου, ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκκας. Από τους Ιλλυριούς πέρασαν μέσα από τα βουνά στη Μακεδονία. Εκεί μπήκαν με μισθό στην υπηρεσία του βασιλιά ο ένας βοσκός στ’ άλογα, ο άλλος στα βόδια και ο νεαρότερος, ο Περδίκκας στα μικρά πρόβατα… Τον παλιό καιρό και οι άρχοντες δεν είχαν πολλά χρήματα, όχι μόνο ο λαός. Η γυναίκα του βασιλιά μάλιστα αυτή η ίδια ζύμωνε το ψωμί. Όταν λοιπόν έψηνε το ψωμί του νεότερου εργάτη, του Περδίκκα, πάντοτε αυτό γινόταν διπλάσιο απ’ ότι έπρεπε να ήταν…»

Αυτό δείχνει:

Α. Ακόμα κι ο βασιλιάς μιας περιοχής της Μακεδονίας ήταν ένας μεγάλος κτηνοτρόφος, ένας μεγαλοτσέλιγκας θα λέγαμε σήμερα, του οποίου εργαζόταν ακόμα και η σύζυγός, δηλαδή η βασίλισσα. Συνήθως ήταν ο πιο σοφός ή ο πιο αυταρχικός.  Υπόψη ότι η Μακεδονία εκείνη την εποχή αποτελούνταν από τουλάχιστον δέκα πέντε αυτόνομες εθνότητες.
Β. Δεν είχε δούλους, αφού προσέλαβε τους τρεις αδελφούς έναντι μισθού. Ο θεσμός της δουλείας, που δημιουργεί πλούτο για τα αφεντικά, μεταφέρθηκε στην περιοχή από τους μεσανατολίτες εποίκους. Η Μακεδονία δηλαδή και γενικά η νότια Βαλκανική ήταν τόπος αγροτοκτηνοτροφικών πληθυσμών, χωρίς πλούσιους ηγεμόνες που θα μπορούσαν να συντηρήσουν στρατό ή να κάνουν εντυπωσιακά παλάτια, ναούς, θέατρα κλπ.
Γ. Τα τρία αδέλφια ήταν πρόσφυγες, που αναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους, καθώς είναι γνωστό, ότι ακριβώς εκείνη την περίοδο (τέλος 8ου π.Χ. αιώνα με αρχές του 7ου π.Χ.αιώνα) προκλήθηκε μεγάλη εισβολή εποίκων από τη Μέση Ανατολή, επειδή εκεί επικράτησαν οι Ασσύριοι και υποδούλωσαν τις Φοινικικές αυτόνομες πόλεις – κράτη, το Ισραήλ κλπ.
Δ. Ήταν φυσικό αυτοί οι πρόσφυγες να μετέφεραν πολιτιστικά και πολιτικά στοιχεία από την επαφή τους με τους Φοινικο-αιγύπτιους εποίκους αλλά και εμπειρία από τις πολεμικές τέχνες των ληστοπειρατών που τους ανάγκασαν να εκπατριστούν. Αυτή η εμπειρία σε συνδυασμό με το μίσος που έτρεφαν για τους εισβολείς, φαίνεται να είναι τα στοιχεία που τους οδήγησαν στην οργάνωση στρατού και στη δημιουργία ισχυρού κράτους, στα πρότυπα των Ασιατικών κρατών. Πιθανότατα αυτοί μετέφεραν και το όνομα Μακεδονία, που μέχρι τότε αποτελούνταν από πολλά μικρά βασίλεια. Μακέδ στα φοινικικά σήμαινε ευδαίμων και κατ’ επέκταση Μακεδονία σήμαινε ευδαίμων χώρα. Πράγματι η περιοχή λόγω του τεράστιου φυσικού της πλούτου φαινόταν σε σύγκριση με την μισοέρημη Μέση Ανατολή σαν παράδεισος (ευδαίμων γη).

Για την εξέλιξη της κατάστασης λέει ο Θουκυδίδης

 «Γιατί ακόμη και μετά τα Τρωικά συνεχίστηκαν στην Ελλάδα οι μεταναστεύσεις κι οι εγκαταστάσεις, έτσι που η έλλειψη ησυχίας την εμπόδισε να αναπτυχθεί. Εξήντα λοιπόν χρόνια μετά την άλωση της Τροίας οι Θεσσαλοί έδιωξαν από την Άρνη τους σημερινούς Βοιωτούς, οι οποίοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη χώρα που λέγεται σήμερα Βοιωτία, ενώ άλλοτε ονομαζόταν Γη του Κάδμου… Κι οι Δωριείς με τους Ηρακλείδες, ογδόντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, κατάχτησαν την Πελοπόννησο. Με δυσκολία, κι ύστερα από πολλά χρόνια, η Ελλάδα ησύχασε οριστικά, σταμάτησαν οι μετακινήσεις και μπόρεσε έτσι να ιδρύσει αποικίες. …» (κεφ. 12)

Εδώ ο Θουκυδίδης αναφέρει μια από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες εκτοπίσεις.  Γιατί οι Καδμείοι, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (Βιβ. Α, κεφ 56) έδιωξαν  τους προηγούμενους εποίκους, οι οποίοι «Εκδιωχθέντες από την Ιστιαιώτιδα [δίπλα στη σημερινή Λαμία] υπό των Καδμείων, κατώκησαν εις την Πίνδον υπό το όνομα Μακεδνόν. Απ’ εκεί μετετοπίσθησαν και πάλιν εις την Δρυοπίδα και όταν απ’ εκεί ήλθον όπου είναι, εις την Πελοπόννησον, ονομάσθησαν Δωριείς».  
Σ’ αυτή την Ιστιαιώτιδα ήταν η έδρα των στρατιωτών του Αχιλλέα, οι οποίοι πρώτοι ονομάστηκαν Έλληνες και από εκείνους πήραν σταδιακά το όνομα και οι άλλοι. Με δεδομένο ότι οι Δωριείς θεωρούνταν ως οι πιο ικανοί πολεμιστές, αυτό σημαίνει ότι οι Καδμείοι ήταν ακόμα καλύτεροι. Για την καταγωγή του Κάδμου ο Ηρόδοτος γράφει: «Πυθέσθαι δε μοι δοκέει μάλιστα Μελάμπους τα περί τον Διόνυσον παρά Κάδμου τε του Τύριου και των συν αυτώ εκ Φοινίκης απικομένων εις την νυν Βοιωτίην καλεομένην χώραν». (Πιθανότερον μου φαίνεται, ότι ο Μελάμπους θα έμαθε τα της λατρείας του Διονύσου κατ’ εξοχήν από τον Τύριον Κάδμον και από εκείνους που ήλθαν μαζί του από την Φοινίκην εις την ονομαζομένην σήμερον Βοιωτίαν)  (Ιστορία Α, κεφ.49). 
Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο, το 50, γράφει: «Σχεδόν δε και πάντων τα ονόματα των θεών εξ Αιγύπτου ελήλυθε ες την Ελλάδα. …» (Άλλωστε όλων σχεδόν των θεών τα ονόματα από την Αίγυπτον έχουν έρθει εις την Ελλάδα. …). Ειδικά για την Αφροδίτη γράφει περιγράφοντας την επιδρομή των Σκυθών στην Ασκαλώνα της Συρίας: «… ολίγοι τινές εξ αυτών μείναντες οπίσω εσύλησαν τον ναόν της Ουρανίας Αφροδίτης.  Το ιερόν τούτο, όπως έμαθα εξετάσας, είναι το αρχαιότερον από όλους τους ναούς, που ανηγέρθησαν προς τιμήν αυτής της θεάς. Διότι  ο μεν της Κύπρου [η Κύπρος θεωρείται «το νησί της Αφροδίτης»] απ’ αυτόν προήλθε, όπως λέγουν οι ίδιοι οι Κύπριοι, τον ναόν δε των Κυθήρων τον ίδρυσαν Φοίνικες ελθόντες από το μέρος τούτο της Συρίας …».(Ιτορία Α, παρ.105). Αλλά και για τα έθιμα γράφει: «Αυτά λοιπόν τα έθιμα και άλλα προσέτι, τα οποία θα αναφέρω, οι Έλληνες τα έχουν παραλάβει από τους Αιγυπτίους.» (Ιστ. Β’,παρα51).

Και συνεχίζει ο Θουκυδίδης:

«Όσο η Ελλάδα γινόταν πιο δυνατή και ταυτόχρονα αποχτούσε περισσότερο πλούτο από πριν,  σε πολλές πόλεις εγκαθιδρύονταν τυραννίδες (ενώ πρωτύτερα υπήρχαν κληρονομικές βασιλείες με καθορισμένα προνόμια) κι η Ελλάδα άρχισε να ετοιμάζει ναυτικό και να στρέφεται περισσότερο προς τη θάλασσα. Λέγεται ότι πρώτοι οι Κορίνθιοι χρησιμοποίησαν σχεδόν τον σημερινό τρόπο κατασκευής των καραβιών κι οργάνωσης του ναυτικού κι ότι στην Κόρινθο, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ναυπηγήθηκαν τριήρεις [πολεμικό πλοίο]… Έτσι οι Κορίνθιοι έγιναν πολύ πλούσιοι… οι Κορίνθιοι επειδή είχαν στόλο, ξεπάστρεψαν τους πειρατές («το ληστρικόν καθήρουν») κι η πόλη τους κέντρο εμπορίου από στεριά και θάλασσα, έγινε πολύ δυνατή με τα πλούσια έσοδά της. …» (κεφ.13)

«Όσοι όμως έστρεψαν την προσοχή τους στο ναυτικό απόχτησαν σημαντική δύναμη και με την αύξηση των προσόδων τους και με την εξουσία τους πάνω σ’ άλλους. Γιατί κάνοντας επιδρομές στα νησιά, ιδιαίτερα όσοι δεν είχαν αρκετή γη, τα υπόταζαν. … Οι πόλεμοι, όσοι κι αν έγιναν, ήταν ανάμεσα σε γείτονες, κι εκστρατείες μακριά από τη χώρα τους, για να υποτάξουν άλλους, δεν επιχειρούσαν οι Έλληνες. Δεν προσχωρούσαν στις μεγάλες πόλεις ως υπήκοοι, ούτε έκαναν κοινές εκστρατείες ενωμένοι σαν ίσοι με ίσους, αλλά πιο πολύ πολεμούσαν χωριστά, ο ένας γείτονας εναντίον του άλλου. …» (κεφ. 15)

«Ωστόσο όσοι τύραννοι κυβερνούσαν ελληνικές πόλεις, αποβλέποντας μόνο στο προσωπικό τους συμφέρον και των στενών συγγενών τους, διοικούσαν πολύ συντηρητικά και γ’ αυτό δεν έκαναν τίποτα το αξιόλογο, εκτός από πολέμους εναντίον των γειτόνων τους. …» (κεφ.17)

Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, λοιπόν, τον Ηρόδοτο και τους άλλους Έλληνες συγγραφείς εκείνοι  που εποίκησαν αρχικά την Ελλάδα προέρχονταν από τη Μέση Ανατολή και δεν ήταν οι συνήθεις οικονομικοί μετανάστες, αλλά πειρατές, ληστές και κακούργοι. Οι οικονομικοί μετανάστες μετακινούνται συνήθως από την στεριά και δεν επιβάλλονται στους αυτόχθονες με τη βία, αλλά αφομοιώνονται σταδιακά από αυτούς. Η κατάσταση που δημιούργησαν αυτοί οι ληστοπειρατές μοιάζει με την κατάσταση που δημιουργήθηκε στην ενδοχώρα της Αμερικής με τον εποικισμό της από τους Ευρωπαίους. Οι συμμορίες και οι κάθε λογής τυχοδιώκτες εξόντωναν μαζικά και λήστευαν τους αυτόχθονες, αλλά συγκρούονταν και μεταξύ τους μέχρις εξοντώσεως και τελικής επικράτησης των ισχυροτέρων, κάτι που της έδωσε το όνομα Άγρια ΔύσηΦαρ Ουέστ. Οι αυτόχθονες (Ινδιάνους τους ονόμασαν) αναγκάσθηκαν να μετακινηθούν στις μεγάλες οροσειρές της αμερικάνικης δύσης για να γλυτώσουν από τους «πολιτισμένους» Ευρωπαίους. Φυσικά οι συμμορίες αποτελούνταν από κλέφτες, βιαστές, εκβιαστές και κάθε είδους τυχοδιώκτες που σκότωναν για να κλέψουν. Κάτι ανάλογο, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, έγινε και με τον εποικισμό των νήσων του Αιγαίου και των γύρω περιοχών. Πειρατές, ληστές και κακούργοι ήταν οι πρώτοι έποικοι. Είναι ολοφάνερο ότι εκεί επικράτησαν επειδή οι αυτόχθονες δεν είχαν ενιαία πολιτική οργάνωση, οπλισμό και πολεμική εμπειρία. Ο χώρος ήταν ο ιδανικότερος από όλη τη Μεσόγειο θάλασσα για την εγκατάσταση πειρατικών ομάδων. Τα πολυάριθμα και αραιοκατοικημένα νησιά ήταν ιδανικά για την εγκατάσταση της έδρας τους. Κάτι παρόμοιο συνέβη στη νεότερη ιστορία με την Καραϊβική θάλασσα, όπου τα πολυάριθμα νησιά έγιναν καταφύγιο πειρατών, με αποτέλεσμα η Καραϊβική να είναι ταυτόσημη με την πειρατεία και οι «Πειρατές της Καραϊβικής» να είναι οι πλέον φημισμένοι πειρατές παγκοσμίως.

Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη κάποια τάξη άρχισε να βάζει ο ηγεμόνας της Κρήτης Μίνωας. Η καταγωγή του σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση ήταν από την Τύρο της Φοινίκης. Ήταν γιός της Ευρώπης, που ήταν κόρη του βασιλιά της Τύρου. Εκτός από τους πειρατές, λέει ρητά ότι έδιωξε από τις Κυκλάδες και τους ντόπιους Κάρες, όπου εγκατέστησε τους γιούς του με εποίκους από την Φοινίκη. Ο Κυκλαδικός πολιτισμός αναφέρεται ως ο πρώτος «Ελληνικός πολιτισμός». Είναι δηλαδή ο πολιτισμός που μετέφεραν εκεί οι Φοίνικες έποικοι του Μίνωα. Το ίδιο φυσικά επαναλήφθηκε και στις άλλες περιοχές, με αποτέλεσμα να εκτοπιστούν όλοι οι αυτόχθονες Κάρες, Πελασγοί, Λέλεγες και κατά τον λεγόμενο Τρωικό πόλεμο να πολεμούν στο πλευρό των αυτοχθόνων εναντίων των εισβολέων, που τότε είχαν το Αιγυπτιακό όνομα Δαναοί και οι οποίοι τους εκτόπισαν από τα εδάφη τους.
Είναι σαφές ότι οι οικισμοί που δημιούργησαν εκείνοι οι ληστοπειρατές εξελήχθηκαν σταδιακά σε πόλεις. Η κατάσταση άλλαξε ραγδαία από τις αρχές του 7ου π.Χ αιώνα, οπότε η υποταγή της Φοινίκης και της ευρύτερης περιοχής στους Ασσυρίους  δημιούργησε πολύ μεγάλο κύμα νέων εποίκων. Οι μεγαλέμποροι, οι πλοιοκτήτες (εφοπλιστές), χρηματιστές, βιοτέχνες, διανοούμενοι  κλπ. μετέφεραν τις έδρες τους και τον πλούτο τους στις παλιές αποικίες τους στον χώρο του Αιγαίου. Αυτός είναι ο λόγος που ο χώρος που για πάρα πολλούς αιώνες ήταν άντρο πειρατών, ληστών και κάθε είδους κακούργων, μεταμορφώθηκε σε κέντρο του τότε παγκόσμιου εμπορίου και ο πλούτος που συγκεντρώθηκε εκεί δημιούργησε τον αξιοθαύμαστο ελληνικό πολιτισμό του 6ου, 5ου, 4ου αιώνα π.Χ. Μετά τον 7ο αιώνα επικράτησε και το όνομα Έλληνες και αντικατέστησε το Αιγυπτιακό Δαναοί και το Βαλκανικό Γραικοί (Ηλιοκαμένοι).

Οι Μακεδόνες, όχι μόνο δεν είχαν συγγένεια με τους Έλληνες, αλλά δεν ήταν ούτε γείτονες. Ήταν γείτονες και συγγενείς με τους Πελασγούς και τους Κάρες, οι οποίοι εκτοπίστηκαν από την πατρίδα τους και μετανάστευσαν βορειότερα, κυρίως στη Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία,  Θράκη και τα Μικρασιατικά παράλια. Γ΄αυτό όλοι αυτοί κατά τον Τρωικό πόλεμο είχαν συμμαχήσει για να αποκρούσουν τους Μεσανατολίτες εισβολείς που μετά τον 7ο π.Χ αιώνα μετονομάστηκαν σε Έλληνες.

Οι πληροφορίες των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι οι Έλληνες ήταν έποικοι από τη Μέση Ανατολή, ενισχύονται και από τον γενικό κανόνα των μεταναστεύσεων από την Ανατολή προς τη Δύση, δηλαδή από την Ασία προς την Ευρώπη, στον οποίο συμφωνούν όλοι ιστορικοί. Αιτία είναι η σταδιακή ερημοποίηση της βόρειας Αφρικής, της Αραβικής χερσονήσου και μεγάλων τμημάτων της κεντρικής Ασίας. Η ερημοποίηση της βόρειας Αφρικής οδήγησε μεγάλη μερίδα των πληθυσμών προς την αρδευόμενη από τον Νείλο Αίγυπτο και από εκεί προς τη Μέση Ανατολή. Το ίδιο προκάλεσε και η ερημοποίηση της Αραβικής χερσονήσου. Η ερημοποίηση μεγάλων εκτάσεων της κεντρικής Ασίας οδήγησε μεγάλους πληθυσμούς προς την αρδευόμενη από τον Τίγρη και τον Ευφράτη Μεσοποταμία ή από τα βόρεια της Κασπίας και της Μαύρης θάλασσας προς την κεντρική Ευρώπη.
 Η έλλειψη πόρων διαβίωσης έκανε τους πληθυσμούς πιο σκληροτράχηλους αλλά και πιο επιθετικούς, καθώς έπρεπε να μοιραστούν περιορισμένες  ποσότητες τροφίμων και νερού. Έτσι αναγκάζονταν  να μεταναστεύουν προς περιοχές με περισσότερο φυσικό πλούτο. Απεναντίας, στην Ευρώπη, μετά την τελευταία εποχή πάγων, επικράτησε κλίμα εύκρατο, με συχνές βροχοπτώσεις και πλήθος ποταμών, που έκαναν τη γη πλούσια σε τρόφιμα φυτικής και ζωικής προέλευσης. Η εύκολη εξασφάλιση των αναγκαίων για την επιβίωση δημιούργησε έναν σαφώς πιο νωχελικό, πιο χαλαρό και ήπιο τύπο ανθρώπου, ο οποίος λόγω της αφθονίας των πόρων επιβίωσης, δεν ήταν αναγκασμένος  να κλέβει ή να μεταναστεύει. Αυτός ο τύπος ανθρώπου είναι ορατός και σήμερα στους αυτόχθονες των Βαλκανίων, ο οποίος είναι αισθητά διακριτός από εκείνον τον τύπο των εισβολέων εποίκων από την Ασία.
 Έτσι, οι Βαλκανικοί λαοί ελάχιστα μετανάστευαν και μόνο στις γύρω περιοχές. Αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν  προς βορρά οι νοτιότεροι, πιεζόμενοι από τους σκληροτράχηλους και αρπακτικούς εποίκους από τη Μέση Ανατολή, τους πειρατές, ληστές και κακούργους  που λέει ο Θουκυδίδης, και οι βορειότεροι πιεζόμενοι από τους επίσης σκληροτράχηλους και αρπακτικούς ασιατικούς λαούς που μετακινούνταν από τα βόρεια της Μαύρης θάλασσας προς τις εύφορες πεδιάδες του Δούναβη (Ούννοι-Ούγγροι, Βούλγαροι κλπ.). Αυτή την αναγκαστική μετανάστευση οι Βυζαντινοί την ονόμασαν «κάθοδο των Σλάβων».

Ομοιότητες των αρχαίων με τους νέους Έλληνες

Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν ένας λαός που εξελήχθηκε, αλλά μια πολυεθνική πολιτική ομοσπονδία εμποροπειρατικών ομάδων από τη Μέση Ανατολή, που εισέβαλαν στο πλησιέστερο σε αυτούς τμήμα της Ευρώπης απ’ όπου έδιωξαν τους αυτόχθονες Πελασγούς, Κάρες και Λέλεγες και ελέγξανε το εμπόριο της ευρύτερης περιοχής. Οι νέοι Έλληνες είναι μετονομασία των Ρωμαίων – Ρωμιών σε Έλληνες, της Ρωμιοσύνης σε Ελληνισμό. Οι Ρωμαίοι όταν ήρθαν στα Βαλκάνια ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία. Ήρθαν στα Βαλκάνια ως κατακτητές και συμπεριφέρθηκαν ως κατακτητές καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους. Ιδιοποιήθηκαν τη γη και τις άλλες πλουτοπαραγωγικές πηγές και ανάγκασαν τους αυτόχθονες να γίνουν ή δουλοπάροικοι στα φέουδα των κατακτητών ή ελεύθεροι αγρότες και κτηνοτρόφοι υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρους χωρίς το καθεστώς να παρέχει σ’ εκείνους  κάποιου είδους παροχές (π.χ. εκπαίδευση, υγεία κλπ.). Μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ. το μεγαλύτερο μέρος του  στρατού ήταν μισθοφόροι Γότθοι, Ρώσοι, Βαστάρνες κλπ. Βορειοευρωπαίοι.  Μετά τον 6ο  αιώνα ήταν μισθοφόροι κυρίως  από τη Μ.Ασία και τη Μ.Ανατολή, όπως και οι αυτοκράτορες. Ο λόγος ήταν ότι με ξένους στρατούς μπορούσαν πιο εύκολα να ασκήσουν βία και τρομοκρατία κατά των ντόπιων για να εξασφαλίσουν την υποταγή τους.  Στους αξιωματούχους των μισθοφόρων παραχωρούσαν φέουδα στις πιο πλούσιες επαρχίες, δίνοντάς τους και τίτλους «ευγενείας». Δούκες, πρίγκιπες, ηγεμόνες κλπ.  Από τους αυτόχθονες ενσωματώθηκαν στη Ρωμαϊκή εξουσία οι ομάδες εκείνες που κοιτάνε μόνο το συμφέρον τους (έμποροι, μεγαλοκτηματίες, κληρικοί κλπ). Δηλαδή οι ασυνείδητες παρασιτικές ομάδες. Είναι η ίδια κατηγορία ανθρώπων που συνεργάστηκε με τους Ναζί κατά την περίοδο της κατοχής (1941-45). Απλώς αυτή η κατηγορία αυξήθηκε λόγω της μακραίωνης Ρωμαϊκής κατοχής και έγινε καθεστώς. Αυτές οι ομάδες συμμάχησαν αργότερα και με τους νέους κατακτητές, τους Οθωμανούς και κράτησαν τα προνόμιά τους και μάλιστα τα αύξησαν. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας οι παρασιτικές αυτές ομάδες μετακόμισαν στην Ελλάδα και σε συνεργασία με τους τοπικούς Κοτζαμπάσηδες (φοροεισπράκτορες των Οθωμανών) έγιναν εξουσία παραγκωνίζοντας τελείως τους πραγματικούς αγωνιστές. Έγιναν οι νέοι δυνάστες.

Γιατί οι νεοέλληνες είναι θαυμαστές και οπαδοί αυτών των ξένων αποικιοκρατών και κατακτητών;

Γιατί απλούστατα οι νικητές γράφουν την ιστορία. Κατέλαβαν την εξουσία και μετέτρεψαν την επικράτειά τους σε ένα απέραντο γκέτο πλύσης εγκεφάλων, παραπληροφόρησης και δημιουργίας οπαδών. Εφάρμοσαν συστηματικά τις μεθόδους που οι κάθε είδους δικτάτορες δημιουργούν τυφλούς οπαδούς. Έτσι αυτοί οι οπαδοί δεν βλέπουν τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει οι ηγεμόνες τους και αποδέχονται τα ευχάριστα ψέματά τους. Εξάλλου η μακραίωνη κατοχή των Οθωμανών βοήθησε να ξεχαστεί η το ίδιο και χειρότερη κατοχή των Ρωμαίων – Ρωμιών.

Για το Τρωικό πόλεμο, που ήταν μια σύγκρουση των αμυνόμενων αυτοχθόνων με τους ληστοπειρατές εισβολείς, παίρνουν  τη θέση των εισβολέων. Ινδάλματά τους ο Αχιλλέας που σκότωσε τον Έκτορα και έσερνε το πτώμα του έξω από τα τείχη της Τροίας για να βλέπουν το αποτρόπαιο θέαμα οι γονείς, οι φίλοι κι ο λαός του. Ίνδαλμά τους οι Σπαρτιάτες που δεν έκαναν άλλη εργασία εκτός του να ασκούνται στις πολεμικές τέχνες για να επιβάλλονται δια της βίας πάνω στους υπόδουλους λαούς. Τη μεριά των υπόδουλων λαών και των ηττημένων αυτοχθόνων κανένας δεν την παίρνει, ούτε είναι απόγονός του.

 Το ίδιο συμβαίνει και με τους Ρωμαίους κατακτητές. Οι Νεοέλληνες είναι απόγονοι εκείνων των κατακτητών. Των φεουδαρχών, των ηγεμόνων, των στρατηγών που καταπίεζαν και εξόντωναν όσους αυτόχθονες αντιστέκονταν ή επαναστατούσαν. Ο τσάρος Σαμουήλ που ηγούνταν των Βαλκανίων αυτοχθόνων (Θρακόφωνων, Βλαχόφωνων, Ελληνόφωνων), είναι ξένος γι΄αυτούς. Αυτοί είναι περήφανοι απόγονοι του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αρμενικής καταγωγής Βασιλείου του «Βουλγαροκτόνου», που καταδυνάστευε τους υπόδουλους Βαλκανικούς λαούς. Του κτήνους εκείνου, το οποίο τύφλωσε τους στρατιώτες του Σαμουήλ που αιχμαλώτισε και σε κάθε εκατό από αυτούς έβγαλε μόνο το ένα μάτι για να οδηγήσει τους υπόλοιπους στην πατρίδα τους.  

Οι Νεοέλληνες είναι οι οπαδοί των Ρωμαίων κατακτητών και των υπολειμμάτων τους που από Ρωμιοί μετονομάστηκαν σε Έλληνες. Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ληστοπειρατές έποικοι και έμποροι από τη Μέση Ανατολή που από Δαναοί, Αχαιοί κλπ μετονομάστηκαν σε Έλληνες τροποποιώντας τους Αιγυπτιακούς και Φοινικικούς μύθους σε δήθεν νοτιοβαλκανικούς. Και οι μεν και οι δε στήριξαν την εθνογένεσή τους στην επιλεκτική χρήση και την παραχάραξη της ιστορίας. Γι΄αυτό και η κουλτούρα τους είναι πλαστή. Είναι κακή απομίμηση δημοκρατών και χριστιανών και μόνο στις θεωρίες. Είναι απομίμηση των Ναζί φασιστών. Γι’ αυτό στη Μακεδονία έκαναν περισσότερα εγκλήματα από όσα έκαναν οι Οθωμανοί και οι Ρωμαίοι κατακτητές στη διάρκεια 20 και πλέον αιώνων κατοχής. Οι δε υπήκοοί τους έκαναν ότι έκανε η πλειοψηφία του Γερμανικού λαού απέναντι στους Ναζί. Συνεργάστηκε μαζί τους ή ανέχτηκε την εθνοκάθαρση, καταπίεση και καταλήστευση του Μακεδονικού λαού.

Όποιος θέλει να λέγεται δημοκράτης ή χειραφετημένος πολίτης οφείλει να απορρίψει τα ευχάριστα ψέματα με τα οποία τον έχουν μεγαλώσει και τον έχουν μετατρέψει σε τυφλό όργανο μιας κάστας αδίστακτων και αυταρχικών εξουσιαστών και να αναζητήσει την αλήθεια μόνος του.


Δημοκράτης είναι εκείνος που σέβεται και υπερασπίζεται τα δικαιώματα των άλλων και όχι εκείνος που διεκδικεί δικαιώματα μόνο για τον εαυτό του και θεωρεί ότι έχει δικαιώματα πάνω σε άλλους λαούς και άλλες χώρες.
                                                                Μάρτιος 2016
                                                                Πασόης Τραϊανός