Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

Εθνοκάθαρση, Γενοκτονία και Εποικισμός της Μακεδονίας

                                 


Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταστολή Εγκλημάτων Γενοκτονίας, η Γενοκτονία ορίζεται ως


" ...οποιαδήποτε από τις παρακάτω πράξεις με στόχο τον μερικό ή ολικό αφανισμό μιας φυλετικής, εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας, όπως:     

---Θανάτωση των μελών της ομάδας
---Πρόκληση σοβαρής σωματικής ή ψυχικής βλάβης σε μέλη της ομάδας
---Σκόπιμη επιβολή συνθηκών ζωής με στόχο το φυσικό αφανισμό, ολικό ή μερικό, μελών της ομάδας
---Επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση γεννήσεων εντός της ομάδας
---Δια της βίας μεταφορά ανήλικων μελών της ομάδας σε κάποια άλλη.

Ψηφίστηκε και υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ το 1948 (στην Ελλάδα γινόταν εμφύλιος πόλεμος και εκδιώχτηκαν "μη έλληνες στο γένος")

Αναφορά του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το 1992 δημιούργησε διεθνές δικαστήριο με μόνο σκοπό να δικάσει άτομα για παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που διαπράχθηκαν στο έδαφος της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αναδεικνύοντας το ζήτημα της ”εθνοκάθαρσης”, την απομόνωση δηλαδή καθορισμένης περιοχής από εθνική ή εθνοτική ομάδα χωρίς να αφεθούν ίχνη. Την εθνοκάθαρση ο ΟΗΕ την αποδέχθηκε ως σχέδιο Γενοκτονίας.

Εθνοκάθαρση είναι η εξάλειψη μιας μη επιθυμητής ομάδας σε μία κοινωνία, είτε με τη μορφή της γενοκτονίας ή της αναγκαστικής μετανάστευσης.

Γενοκτονία είναι τα μαζικά εγκλήματα που αποβλέπουν στη συστηματική, με βίαια ως επί το πλείστον μέσα, επιδιωκόμενη εξόντωση ολόκληρης φυλής ή τμήματος αυτής σε ορισμένο τόπο.

Η γενοκτονία μπορεί να επιδιωχθεί είτε με σειρά ομαδικών φόνων, όλων ή σχεδόν όλων των μελών μιας φυλής, είτε με συστηματική εξασθένιση αυτής (με διάφορα μέσα) μέχρι τη βαθμιαία εξάλειψή της φυλής. Στα βίαια δε μέσα αυτά περιλαμβάνονται και σειρά απαγορευτικών μέτρων επί εθνικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, ηθικών, ιστορικών ή άλλων παραδόσεων προκειμένου να επέλθει διαφοροποίηση ή αλλοίωση της καταδιωκόμενης φυλής με βέβαιη την συν τω χρόνω απώλεια του εθνικού και φυλετικού γνωρίσματος της».

Όλα αυτά διαπράχθηκαν στη Μακεδονία από την Ελλάδα κατά των Μακεδόνων και των Μακεδόνων Βλάχων. Κι όμως, στη Μακεδονία συζητείται μόνο η γενοκτονία των Ποντίων. Η Εθνοκάθαρση και Γενοκτονία των Μακεδόνων αποσιωπείται τελείως. Άρχισε από τις αρχές της δεκαετίας του 1900 και συνεχίζεται ακόμα.

Μόλις άρχισε η επαναστατική δράση για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, η Ελλάδα διείδε ότι το όνειρό της για επέκταση προς βορρά κινδύνευε να σβήσει οριστικά. Έτσι άρχισε την υπονόμευση του απελευθερωτικού αγώνα των Μακεδόνων με βίαια μέσα. Έστειλε συμμορίες εγκληματιών καθοδηγούμενες από εκφασισμένους αξιωματικούς, οι οποίες άρχισαν να δολοφονούν Μακεδόνες αυτονομιστές, αλλά και αθώους χωρικούς, μόνο και μόνο επειδή αποσχίστηκαν από το αμαρτωλό Πατριαρχείο, με σκοπό να τρομοκρατηθούν και να φύγουν από τη γη τους.

Μετά την καταστολή της απελευθερωτικής επανάστασης του Ίλιντεν του 1903, οι Οθωμανοί κατέστρεψαν χωριά, αποθήκες και παραγωγές. Έτσι, πολλοί Μακεδόνες αναγκάστηκαν να γίνουν οικονομικοί μετανάστες. Σ’ αυτούς του μετανάστες, το καθεστώς των Αθηνών απαγόρευσε τον επαναπατρισμό στην πατρίδα τους. Μετά την επανάσταση ενέτεινε την αποστολή μισθοφόρων δολοφόνων, που δολοφονούσαν αδιακρίτως Μακεδόνες για να εξαναγκασθούν να μεταναστεύσουν κι άλλοι.

Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο (Οκτώβριος 1912), η Ελλάδα έκανε αγώνα δρόμου για να αρπάξει όσο γίνεται μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας. Έτσι, δεν ασχολήθηκε με τη δολοφονία και εκδίωξη ντόπιων πληθυσμών. Στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο (Ιούνιος 1913), όμως, είχε το πλεονέκτημα να έχει αδύνατους αντιπάλους, καθότι οι Βουλγαρικές δυνάμεις ήταν μοιρασμένες σε τέσσερα μέτωπα, με Ρουμανία, Τουρκία, Σερβία και Ελλάδα, ενώ οι Τουρκικές ήταν απασχολημένες στο μέτωπο της Βουλγαρίας, που είχε καταλάβει την Αδριανούπολη και απειλούσε και την Κωνσταντινούπολη. Έτσι, μαζί με την εισβολή προς την ανατολική Μακεδονία και Θράκη έκανε και μαζική εθνοκάθαρση κατά των Μακεδονικών και Τουρκικών πληθυσμών, που βρέθηκαν στο δρόμο της. Ξεκίνησε με δολοφονίες και την καταστροφή του Κούκους (Κιλκίς) και των γύρω χωριών, όπου δεν υπήρχε ούτε ένα ελληνόφωνο χωριό, κάτι που ανάγκασε τους Μακεδόνες κατοίκους τους, να καταφύγουν στη Σερβοκρατούμενη Μακεδονία. Το ίδιο συνέχισε και προς τα ανατολικά, όπου κατέστρεψε, σύμφωνα με την έκθεση Κάρνεγκι, 149 χωριά, των οποίων οι κάτοικοι για να σωθούν από την ελληνική βαρβαρότητα κατέφυγαν στην Βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία του Πιρίν. Ήλπιζαν ότι θα επαναπατρισθούν μετά τον πόλεμο, αλλά η Ελλάδα τους το απαγόρευσε.

Με την υπογραφή συμφωνίας για προαιρετική ανταλλαγή πληθυσμών με την Βουλγαρία, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι εκδιώχθηκαν περί τις 90.000 Μακεδόνες ως Βούλγαροι. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη η ανταλλαγή δεν ήταν καθόλου προαιρετική, αλλά αναγκαστική. Μετά το τέλος του Α’ Βαλκανικού πολέμου, ελληνικές συμμορίες καθοδηγούμενες από φασίστες αξιωματικούς, λένε ότι «καθάρισαν την Μακεδονία από υπολείμματα «Κομιτατζήδων». Η αλήθεια είναι ότι δολοφονούσαν μερικούς Μακεδόνες, μερικοί από τους οποίους πράγματι πολέμησαν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, για να τρομοκρατηθούν οι υπόλοιποι και να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Χιλιάδες Μακεδόνες έφυγαν για την σερβοκρατούμενη και Βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία, που δεν καταμετρήθηκαν ποτέ. Εκεί, για να επιβιώσουν, δήλωναν αναγκαστικά Σέρβοι ή Βούλγαροι, ενώ όσοι έμειναν, δήλωναν, για τον ίδιο λόγο, Έλληνες.

Μια από τις οικογένειες που έφυγαν εκείνη την περίοδο, ήταν και η οικογένεια του Άντων Κάλτσεβ, που κατά τη Γερμανική Κατοχή ήταν πολιτικός επίτροπος της Βουλγαρίας στη δυτική Μακεδονία, ως σύνδεσμος με τις Γερμανικές και Ιταλικές δυνάμεις. Ο πατέρας του, λόγω της συμμετοχής του στην επανάσταση του Ίλιντεν, του 1903, ήταν σεσημασμένος αυτονομιστής και λόγω του ότι πολλοί συναγωνιστές του δολοφονήθηκαν από τις Ελληνικές δυνάμεις Κατοχής, πήγε στη Βουλγαρία, καθώς η Σερβία ήταν σύμμαχος της Ελλάδας. Η υπόλοιπη οικογένεια έφυγε μετά την λήξη των πολέμων. Έτσι ο Άντων πήγε στο δημοτικό στη γενέτειρά του, την Ζούζαλτσι, που μετονομάστηκε σε Σπήλαια Καστοριάς, και συνέχισε στο γυμνάσιο στη Σόφια. Σπούδασε οικονομικά στη Γερμανία κι έγινε καθηγητής στην Στρατιωτική σχολή της Σόφιας. Επειδή ήταν γνώστης και της Ελληνικής, ορίστηκε ως επίτροπος της Βουλγαρίας στη Δ.Μακεδονία. Συνελήφθη από τους Σέρβους παρτιζάνους, οι οποίοι τον παρέδωσαν στον ΕΛΑΣ κι αυτός στις Ελληνικές αρχές. Καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης στις 27 Αυγούστου 1948.

Ο Κάλτσεβ καταδικάστηκε ως ένοχος για εγκλήματα πολέμου με βάση τη νομοθεσία περί δωσιλόγων (6η Συντακτική Πράξη του 1945).[6] Κηρύχθηκε ένοχος ηθικής αυτουργίας σε ομαδικούς φόνους, συλλήψεις και εκτοπίσεις, εμπρησμούς καθώς και για την προσπάθεια εκριζώσεως του εθνικού φρονήματος και αλλοιώσεως της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού της Μακεδονίας.

Όλες οι κατηγορίες στηρίχθηκαν σε ψευδομαρτυρίες. Ο Κάλτσεβ έπαιξε μόνο πολιτικό ρόλο. Δεν είχε άλλους οπλίτες, για να κάνει εγκλήματα και οι ομάδες πολιτοφυλακής, που παρότρυνε τους Μακεδόνες να κάνουν, συγκρούονταν μόνο με τους Έλληνες συνεργάτες των κατακτητών. Ουδέποτε αναφέρθηκε κάποια σύγκρουση Μακεδόνων με Ποντίους κλπ. κατά την Κατοχή. Αυτοί οι Μακεδόνες πολιτοφύλακες συνεργάζονταν με το ΕΑΜ και γι αυτό τους αποκαλούσαν ΕΑΜοβούλγαρους ή ΕΑΜοσλάβους. Οι πλαστές κατηγορίες τον αναφέρουν ως συμμετέχοντα στη σφαγή της Κλεισούρας. Η Κλεισούρα ήταν Βλαχοχώρι στο οποίο το 1878 έγινε Ρουμάνικο σχολείο, το οποίο καταστράφηκε το 1943 από αντάρτες του ΕΑΜ. Στην περιοχή της κλεισούρας οι αντάρτες του ΕΑΜ σκότωσαν δυο Γερμανούς και σε αντίποινα οι Γερμανοί σκότωσαν περί τους 270 Βλάχους. Επομένως ηθικοί αυτουργοί ήταν οι αντάρτες του ΕΑΜ και δεν υπήρχε απολύτως κανένας λόγος να συμμετάσχει ο Κάλτσεβ, ο οποίος, μάλιστα, ως Μακεδόνας καταγόμενος από εκείνη την περιοχή, συμπαθούσε τους Βλάχους. Η υπόθεση φαίνεται μάλλον ως προβοκάτσια του ΕΑΜ κατά των αυτονομιστών Κλεισουριωτών, που αγωνίατηκαν για αυτόνομη Μακεδονία και κατά την Κατοχή δημιούργησαν αυτόνομη Βλάχικη ηγεμονία στην ευρύτερη περιοχή της Πίνδου.

Κατά τον εμφύλιο 1946-1949 δόθηκε άλλη μια ευκαιρία στις ρατσιστικές δυνάμεις να κάνουν εθνοκάθαρση. Δολοφονούσαν απροκάλυπτα Μακεδόνες και βομβάρδιζαν μακεδονικά χωριά, για να τρομοκρατηθούν οι κάτοικοί τους και να φύγουν. Χιλιάδες Μακεδόνες εκτελέστηκαν μετά από δίκη και χιλιάδες στάλθηκαν στις φυλακές ή εξορίστηκαν στα ξερονήσια και πολλοί από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ. Δεν καταμετρήθηκαν ποτέ. Τους Μακεδόνες που κατέφυγαν στα γειτονικά κράτη, τους υπολογίζουν περίπου σε 55.000. Δεν τους επιτράπηκε ο επαναπατρισμός, ακόμα και στα 20.000 περίπου Μακεδονόπουλα του παιδομαζώματος, που δεν βαρύνονταν με καμία κατηγορία.

Υπάρχουν αμέτρητα καταστραμμένα κι εγκαταλελειμμένα Μακεδονικά χωριά, που μαρτυρούν την εθνοκάθαρση που έγινε. Γιατί δεν υπάρχουν αντίστοιχα Ποντιακά χωριά κατεστραμμένα κι εγκαταλελειμμένα; Εκεί δεν υπήρχαν κομμουνιστές;

Οι απογραφές που έγιναν τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, δεν καταγράφουν τους Μακεδόνες, επειδή οι απογραφές γίνονταν με βάσει το θρήσκευμα. Έτσι, οι Μακεδόνες απογράφονταν ως Πατριαρχικοί, Εξαρχικοί, Μουσουλμάνοι, Καθολικοί.

Οι Μουσουλμάνοι που εκδιώχθηκαν από το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας, υπολογίζονται σε 350.000. Σ΄αυτούς, όμως, συμπεριλαμβάνονται και 55.000 περίπου μουσουλμάνοι Μακεδόνες, 14.000 μουσουλμάνοι ελληνόφωνοι Μακεδόνες, 5.000 περίπου Βλάχοι Μακεδόνες. Οι Τούρκοι, επομένως που εκδιώχθηκαν, ήταν περι τις 175.000. Αυτό σημαίνει, ότι σε ένα σύνολο περίπου 1 εκ. ήταν περίπου 18% του πληθυσμού. Οι ελληνόφωνοι ήταν περίπου 10 με 12%, οι Εβραίοι περίπου 5% και οι Βλάχοι περίπου 4%. Οι Μακεδόνες, δηλαδή, ήταν περίπου 60%. Σήμερα οι Μακεδόνες του Ελλαδικού τμήματος της Μακεδονίας υπολογίζονται σε περίπου 15% κι αυτοί είναι εξαναγκασμένοι να δηλώνουν Έλληνες. Επομένως, τα ¾ των Μακεδόνων δολοφονήθηκαν ή αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και το ¼ αποεθνικοποιήθηκε. Αυτό, σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές, είναι και λέγεται καθαρά Εθνοκάθαρση και Γενοκτονία.

Στα εδάφη της Μακεδονίας όπου έγινε εθνοκάθαρση, το καθεστώς των Αθηνών εγκατέστησε συστηματικά τον μεγαλύτερο αριθμό εποίκων. Την «Εισβολή αγροτικού ελληνικού πληθυσμού εις την Μακεδονίαν», που εισηγήθηκε ο Ίων Δραγούμης, την πραγματοποίησε ο Βενιζέλος. Οι πατριαρχικοί Ρωμιοί που έφυγαν για την Ελλάδα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, έφυγαν ατάκτως και κατέφυγαν στα νησιά και την Αττική. Δεν υπήρχε κανένας άλλος λόγος εκπατρισμού άλλων πατριαρχικών, εκτός του εποικισμού των Νέων Χωρών και κυρίως της Μακεδονίας.

Η Ελλάδα ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί για τους πατριαρχικούς εκτός της επικράτειάς της. Τους χρησιμοποίησε, όμως, για επεκτατικούς σκοπούς. Στις 20 Ιούλη 1922, μάλιστα, με τον νόμο 2870 «περί της παρανόμου μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις τους ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής», απαγόρευσε την εισροή πληθυσμών στο έδαφός της και επέβαλε βαριές ποινές σε όσους πλοιοκτήτες μετέφεραν πληθυσμούς από την Μ.Ασία στην Ελλάδα. Η εξέλιξη των πραγμάτων, όμως, αχρήστευσε αυτόν τον νόμο. Αυτούς τους πληθυσμούς δεν μπορούσε να τους μεταφέρει στη Μακεδονία, γιατί η αγανάκτησή τους ήταν εκρηκτική  και το καθεστώς είχε γίνει πολύ ασταθές. Έτσι, επιλέχθηκε από τον Βενιζέλο η λύση της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών. Αυτή η ανταλλαγή ήταν τελείως ασύμφορη για την Ελλάδα, γιατί οι Οθωμανοί της Μακεδονίας ήταν περίπου το 1/5 των Ρωμιών που θα ξεριζώνονταν από τις πατρίδες τους. Οι περιουσίες που πήραν με τον ερχομό τους εκείνοι οι πρόσφυγες, ήταν σύμφωνα με επισήμους γύρω στο 15% εκείνων που άφησαν πίσω ή περίπου στο 10%, σύμφωνα με τα προσφυγικά σωματεία. Χωρίς εκείνους τους πληθυσμούς, όμως, δεν μπορούσε να αλλοιωθεί η σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας και να εξασφαλιστεί η Κατοχή της. Σε τυχόν δημοψήφισμα που θα επέβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, η πρόταση για ένωση με την Ελλάδα δεν θα έπαιρνε ούτε 20%. Έτσι, οι εναπομείναντες ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί αντηλλάγησαν υποχρεωτικά, όπως ακριβώς ανταλλάσσονται τα κοπάδια ζώων. Μεταφέρθηκαν σχεδόν στο σύνολό τους στη Μακεδονία, για να παίξουν ακριβώς τον ίδιο ρόλο με τους εποίκους που είχαν εγκαταστήσει εδώ οι Οθωμανοί. Κι ακόμα χειρότερα. Εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας περίπου 700.000 έποικοι, η πλειοψηφία των οποίων ήταν Πόντιοι και Τουρκόφωνοι. Έτσι οι Ντόπιοι μετατράπηκαν σε μειοψηφία στον τόπο τους. Μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955 εγκαταστάθηκαν κι άλλοι πληθυσμοί, ενώ στην δεκαετία του 1990 εγκαταστάθηκαν σε Μακεδονία και Θράκη όλοι οι Ρωσοπόντιοι, μαζί με Τσετσένους, Γεωργιανούς κλπ., που ήρθαν με αγορασμένα πλαστά χαρτιά, ως Πόντιοι. Μόνο εδώ μπορούσαν να πάρουν μόρια για διορισμό στο δημόσιο, επιδότηση κατοικίας, οικονομικά βοηθήματα, άδειες λαϊκών αγορών κλπ. Έτσι η Μακεδονία καταλήφθηκε για δεύτερη φορά από τους Πόντιους, μετά από εκείνη του 88 π.Χ. με ηγέτη τον Πέρση ηγεμόνα Μηθριδάτη ΣΤ’ Ευπάτωρα.

Αυτοί οι Πόντιοι και οι Τουρκόφωνοι και οι Καραμνλήδες, που συμπλέουν με αυτούς, μιλάνε συνέχεια για την Γενοκτονία τους από τους Οθωμανούς, αλλά συμμετέχουν στη Γενοκτονία των Μακεδόνων. Είναι οι  πρωταγωνιστές των συλλαλητηρίων και διαμαρτυριών κατά της χρήσης του όρου Μακεδόνες από τους Μακεδόνες της διασποράς και των άλλων τμημάτων της Μακεδονίας. Υποστηρίζουν την ρατσιστική άποψη, ότι δεν υπάρχει Μακεδονικός λαός, Μακεδονικό έθνος και προσπαθούν να το αφανίσουν από προσώπου γης κι ότι νόμιμοι κληρονόμοι της Μακεδονίας είναι εκείνοι. Συμμετέχουν, δηλαδή, ενεργά στην Εθνοκάθαρση και Γενοκτονία του Μακεδονικού λαού. Δεν βάζω τους Θράκες, ακόμα και τους Κωνσταντινουπολίτες στην ίδια κατηγορία, γιατί εκείνοι φέρθηκαν σαφώς πιο φιλικά στους Μακεδόνες.