Οι «Κομιτατζήδες» και οι Μακεδονοκτόνοι - «Μακεδονομάχοι»
Η έννοια Κομιτατζής για τους ελληνόπληκτους σημαίνει τον εγκληματία, τον συμμορίτη, τον σφαγέα και διώκτη του Ελληνισμού, τον αιμοβόρο, το Βούλγαρο που επιβουλεύεται τη Μακεδονία και πολλά άλλα παρόμοια.
Η λέξη Κομιτατζής είναι η τούρκικη προφορά της λέξης Κομίτης. Η λέξη Κομίτης προέρχεται από την ευρωπαϊκή λέξη κομιτέτ, που σημαίνει επιτροπή, εξ ου και η Κομισιόν. Οι Κομίτες, δηλαδή, ήταν οι άνθρωποι της επιτροπής, που λέγονταν στα μακεδονικά Κομιτάτο. Το Κομιτάτο της Μακεδονίας ήταν η Επιτροπή – οργάνωση, που δημιούργησαν οι Μακεδόνες, για να οργανώσει τον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Οθωμανών κατακτητών. Οι Κομίτες, δηλαδή, ήταν οι επαναστάτες της Μακεδονίας, οι αντίστοιχοι των επαναστατών του 1821 στην Ελλάδα. Αν επικαλούμασταν διακηρύξεις αυτών των επαναστατών, για να δείξουμε ότι δεν ήταν Βούλγαροι και δεν αγωνίζονταν να κάνουν τη Μακεδονία Βουλγαρική, θα μπορούσαν ίσως να θεωρηθούν υποκειμενικές, υποκριτικές και ανθελληνική προπαγάνδα. Γι αυτό θα επικαλεστούμε επίσημες Ελληνικές εκθέσεις.
Ο Ίων Δραγούμης, που εκείνη την περίοδο ήταν γραμματέας του προξενείου της Ελλάδας στη Μπίτολα (Μοναστήρι), στις εκθέσεις και αναφορές του προς Υπουργείο Εξωτερικών, όπως και στο ημερολόγιο και τις σκέψεις του, γράφει:
«Τα Κομιτάτα τους έδειξαν πιθανή την εικόνα της ελευθερίας. Στα Ορθόδοξα χωριά τα Κομιτάτα και οι συμμορίες λέγουν: «Η Μακεδονία εις τους Μακεδόνας», δεν τα αναγκάζουν από την πρώτη στιγμή να γίνουν σχισματικά, ούτε να καταργήσουν τα ελληνικά τους σχολεία και να κάνουν βουλγαρικά. Δεν ζητούν βουλγαρισμόν αυτοί, αυτοί ζητούν αυτονομία…» (Φεβρουάριος 1903).
Στις 25 Ιουλίου, οπότε έχει ξεσπάσει η επανάσταση, γράφει στον πατέρα του: «Άπαντες οι σλαυόφωνοι πληθυσμοί ηκολούθησαν το Κομιτάτον, ορθόδοξοι και σχισματικοί, και οι πλήστοι εκουσίως».
Την άνοιξη του 1904 η κυβέρνηση έστειλε τέσσερις αξιωματικούς στην επαναστατημένη περιοχή, προκειμένου να διενεργήσουν επιτόπια έρευνα. Είναι οι λοχαγοί Αλ.Κοντούλης, Αν. Παπούλας, ο υπολοχαγός Γ. Κολοκοτρώνης και ο ανθυπολοχαγός Παύλος Μελάς. Στην έκθεση που συντάξανε, γράφουν:
«Κατά την εισβολή μας ταύτην συνοδευόμεθα υπό ομάδος εξ επτά οπλοφόρων υπό […] τον οπλαρχηγόν Κώταν…». Η λέξη «εισβολή» φανερώνει, ότι ένιωθαν και αυτοχαρακτηρίζονταν εισβολείς.
Συνεχίζουν παρακάτω:
«Εν τούτοις ο Κώτας ήτο διστακτικός να πράξη κατά σχισματικού, εις τούτο δε ουκ ολίγον συνέβαλεν ο εκ Ζαγορίτσανης της Καστοριάς έλκων το γένος Βούλγαρος ανώτερος αξιωματικός Γιάγκωφ, ον ο Κώτας περιήγαγεν ασφαλώς ανά την Μακεδονίαν, συνόδευσε δ’ αυτόν μέχρι των ελληνοτουρκικών συνόρων. Ο Γιάγκωφ ούτος τόσον εις τον Κώταν όσον και εις τους λοιπούς πληθυσμούς της Μακεδονίας αφήκε αρίστας εντυπώσεις, πάντες δε αναφέρουσι το όνομα αυτού μετ’ ευλαβείας. Ωμίλει κατά του Τσακαλάρωφ […] και υπέρ του Ελληνικού Κράτους ως σπουδαίως δυναμένου να συντελέση εις την απελευθέρωσιν της Μακεδονίας ομονοούντων όμως πάντων των χριστιανικών πληθυσμών αυτής. Κατά τας ομιλίας του ταύτας εφρόντιζε δια τρόπου καταλλήλου να εμφυτεύσει εις τους Έλληνας Μακεδόνας Μακεδονικήν συνείδησιν ανεξάρτητον πάσης άλλης φυλής, τόσον δε διπλωματικώς διεξήγαγε το έργον αυτού ο Γιάγκωφ, ώστε ηδυνήθη μετά τέχνης να χαράξη εις τους Μακεδόνας τας γενικάς περί αυτονομίας ιδέας…».
Η παράγραφος αυτή δείχνει, ότι ακόμα κι ένας Μακεδόνας αξιωματικός του Βουλγαρικού στρατού, διακήρυττε την ιδέα της μακεδονικής καταγωγής και της ανεξάρτητης Μακεδονίας και όχι προσάρτησή της στη Βουλγαρία. Αποκαλούν παντού τους Μακεδόνες και τη μακεδονική γλώσσα με το όνομά τους. Στην έκθεσή τους αναφέρουν την περίπτωση του Κώτα, που,
«Κατά το έτος, το λεγόμενον ενταύθα «έτος της επαναστάσεως» επολέμησε γενναίως κατά του τουρκικού στρατού, μη διακρίνων ορθοδόξους και σχισματικούς, βλέπων δε μίαν χριστιανικήν αδελφότητα και μίαν Μακεδονίαν.[…] Η εκπαίδευσις των δύο τέκνων του εις το εν Αθήναις «Λύκειον Δέλιου» δαπάνη της Εταιρείας, η μετάβασίς του τελευταίως εις Αθήνας και αι… περιποιήσεις και τιμαί, έπεισαν τον Κώταν […] ότι η Ελληνική φυλή […] είναι προορισμένη να σώση την Μακεδονίαν εκ του τουρκικού ζυγού και του Καθολικισμού και Τεκτονισμού προς α άγεται αύτη υπό των άπιστων Βουλγάρων, […] προτείνομεν δε όπως κανονισθή εις αυτόν μηνιαίος μισθός ουχί κατώτερος των δέκα Οθωμανικών λιρών, ας να λαμβάνη τακτικώς».
Παρόμοια αντιμετώπιση προτείνουν και για τον Καπετάν Βαγγέλη από το Στρέμπενο Καστοριάς:
«Ούτος κατάδικος ων εν ταις φυλακαίς Χαλκίδος, απέδρασεν αυτών έχων να εκτίσει υπόλοιπον ποινής δέκα ετών. […] ηδυνήθη ως εκ της μετά του τουρκικού στρατού κοινοπραξίας του, να γίνει γνωστός και να εξασκή επιρροήν ανά τοις ορθοδόξοις πληθυσμοίς».
Το ότι ήταν κατάδικος και συνεργάτης του κατοχικού στρατού, δηλαδή δοσίλογος, δεν μέτρησε καθόλου. Αυτή η παράγραφος δείχνει και τον τρόπο δημιουργίας μερικών «Μακεδονομάχων» μακεδονικής καταγωγής. Ήταν η εξαγορά και η μισθοδοσία.
Για τον Μήτρο Βλάχο, που δεν εξαγοράστηκε, έχουν άλλους χαρακτηρισμούς. Γράφουν για την εκστρατεία του οθωμανικού στρατού, «προς ανακάλυψιν ανταρτικής βουλγαρικής συμμορίας, υπό ληστοφυγόδικον τινα Δ.Βλάχον (βλαχόφωνον Έλληνα δυστυχώς) και προς ην συνεπλάκη…». Ο Μήτρο Βλάχος ήταν φυγόδικος και επικηρυγμένος από το οθωμανικό καθεστώς, όπως και όλοι οι αντιστασιακοί ηγέτες.
Στην Ανατολική και Κεντρική Μακεδονία στάλθηκε για τον ίδιο σκοπό ο Γιώργος Τσορμπατζόγλου, β’ διερμηνέας της πρεσβείας της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη. Στις εμπιστευτικές και αδημοσίευτες εκθέσεις του, που φυλάγονται στα αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών για το έτος 1904, είναι αποκαλυπτικός. Κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στα Κιμιτάτα, «στο καθαρώς Βουλγαρικόν και το καθαρώς Μακεδονικόν».
Γράφει ο Τσορμπατζόγλου:
«Αλλ’ η αντίθεσις των βλέψεων και αφενός μεν των αρχηγών του Βουλγαρικού Κομιτάτου και αφετέρου των αρχηγών του Μακεδονικού Κομιτάτου και ιδία των Μακεδόνων οπλαρχηγών αυτού δεν εβράδυνε να εκδηλωθή δια ποικίλων εκφάσεων. Ούτω […] έλαβον χώραν και εντός της Μακεδονίας παντοίαι συγκρούσεις μεταξύ των οργάνων των δύο Κομιτάτων».
Υπόψη ότι είχε δημιουργηθεί και στην Αθήνα ένα Ελληνο - Μακεδονικό Κομιτάτο, χωρίς τη συμμετοχή κάποιου Μακεδόνα, που ήταν αυτό που έστελνε Μακεδονοκτόνους να καταδιώκουν το καθαυτού Μακεδονικό Κομιτάτο. Έτσι είχαμε τρία Κομιτάτα. Ένα Μακεδονικό που αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, ένα Ελληνικό και ένα Βουλγαρικό που αγωνίζονταν να προσαρτήσουν μέρος ή όλη τη Μακεδονία στα αντίστοιχα κράτη τους.
Για την επιρροή της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό Κίνημα γράφει:
«Τόσον επί του ανωτέρου ονείρου των Μακεδόνων όσο και επί του σχετικού προγράμματος της αληθούς επαναστάσεως της Μακεδονίας ουδεμίαν ασκούσιν επιρροήν αι πολιτικαί βλέψεις και η θέλησις της Βουλγαρικής ηγεμονίας».
Προσθέτει, μάλιστα, ότι πολλοί βουλγαροδιδάκαλοι ήρθαν σε ρήξη με την Εξαρχία, η οποία τους είχε διορίσει.
«Είναι γνωστόν ότι πολλοί όντως εκ των Μακεδόνων βουλγαροδιδασκάλων συνειργάσθησαν μετά του Μακεδονικού Κομιτάτου εν πλήρει ανεξαρτησία από της Βουλγαρικής Εξαρχίας, είτε λάθρα εντός των χωρίων είτε εν γνώσει αυτής ως κεκηρυγμένοι αποστάται Μακεδόνες επί των ορέων. Τοιούτον νομίζω και τον οπλαρχηγόν της περιφέρειας Γεννιτσών βουλγαροδιδάσκαλον Μακεδόνα Αργύρην, δεν είναι δε ποσώς απίθανον […] ότι επεσκέφθη πολλά χωρία ημέτερα κηρύττων ως Μακεδών την ανεξαρτησίαν της σημαίας του Μακεδονικού Κομιτάτου από της βουλγαρικής και της ελληνικής πολιτικής και επιδείξας πάντοτε ιδιαιτέραν ευλάβειαν εις τας εκκλησιαστικάς και εθνικάς παραδόσεις των προς ους απηύθηνε το κήρυγμά του. […] Μακεδόνες υπαρχηγοί ίσως δε και αυτοί οι αρχηγοί εξ ενός και μόνον όρου του συμβολαίου των μετά της χώρας ήντλησαν μέχρι τούδε την μεγάλην των δύναμιν: εκ του όρου να μη αποβλέψωσιν παρά εις την ελευθερίαν των Μακεδόνων ως Μακεδόνων».
Για τις κατηγορίες περί διώξεως των ελληνοδιδασκάλων γράφει:
«..εφονεύθη εις και μόνος, των λοιπών αφεθέντων επιμελώς ελευθέρων μετά των Ελλήνων ιερέων εν τω έργω της διατηρήσεως και επι πλέον προαγωγής του ελληνικού εν τη χώρα εκκλησιαστικού και εκπαιδευτικού καθεστώτος».
Για τις κατηγορίες πατριαρχικών ιερέων και δασκάλων γράφει:
«Τα 300 ή 350 μέχρι σήμερον θύματα της μαχαίρας των ανταρτών υπήρξαν θύματα ουχί βουλγαρικού μισελληνισμού ή οποιασδήποτε βουλγαρικής ιδέας, αλλ’ απλώς καθαρώς εκδικήσεων των συμμοριτών ή μάλλον θύματα του αισθήματος της αυτοσυντηρήσεως αυτών καταγγελθέντα ή συκοφαντηθέντα υπό κομματικών αντιπάλων ως επικίνδυνοι και φανατικοί καταδόται των ανταρτικών κρυσφύγετων. […] Τολμώ όμως πάντως να φρονώ ότι είναι αδύνατον να απατώμαι ως προς την εξής εντύπωσίν μου: ότ, όπως ωστ’ αν η, η επανάστασις σήμερον της Μακεδονίας δεν είναι βουλγαρική και ουχί μόνον ουδεμίαν ζημίαν υπέστη ο Ελληνισμός εκ της μέχρι σήμερον εξελίξεώς της αλλά ωφελείας μεγίστας επορίσατο εξ αυτής».
Πράγματι, η εκ των υστέρων δημοσίευση των απομνημονευμάτων, των εκθέσεων και των επιστολών εκείνης της εποχής, απέδειξαν την εκτίμηση του Τσορμπατζόγλου, ότι οι Μακεδόνες επαναστάτες τιμωρούσαν μόνο τους καταδότες και συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής. Έκαναν, δηλαδή, ό,τι ακριβώς έκαναν οι αντιστασιακές οργανώσεις της Ελλάδας, που εξόντωναν τους Έλληνες καταδότες και συνεργάτες των ναζιστικών δυνάμεων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Για την ευρύτητα της συμμετοχής στην επανάσταση γράφει:
«… η εν τη χώρα επανάστασις είναι πολλώ ευρύτερον και βαθύτερον εξαπλωμένη ή όσων κοινώς νομίζεται […] πάντα ανεξαιρέτως τα χωριά και τα τσιφλίκια μεμυημένα εις την κοινήν υπέρ ελευθερώσεως ιδέαν και είναι Έλληνες φανατικοί οι σπουδαιότεροι αντιπρόσωποι των επαναστατικών συμμοριών εντός των πόλεων και των χωρίων και είναι ουκ ολίγοι οι εντός αυτών εξοπλισμένοι κρύφιοι οπαδοί των συμμοριών. […] Οι ορθόδοξοι έλληνες, καθά μοι εβεβαίωσεν ο πρώην μητροπολίτης Πελαγωνίας, είχον συμπράξει μετά των ανταρτών εν αδελφική υπέρ ελευθερίας σύμπνοια […] Οι μόνοι παράγοντες της εξεγέρσεως ους έθρεψε και έκρυψε ο Έλλην Μακεδών χωρικός δεν είναι Βούλγαροι, αλλά γνήσιοι ως αυτός Μακεδόνες».
Και ο Τσορμπατζόγλου αποκαλεί τη γλώσσα μακεδονική και τους Μακεδόνες μακεδονόφωνους. Γράφει στην έκθεση της 27-3-1904:
«Είναι άπορον πως εξακολουθή ολόκληρος ο Ελληνισμός ν’ αποκαλή αυτήν βουλγαρικήν, […] Μακράν τούτου φοβούμαι μη αποδειχθή ημέραν τινά ότι ο Μέγας Αλέξανδρος εγειρόμενος εκ του τάφου θα εννόη ευκολότερον την δήθεν βουλγαρικήν ταύτην διάλεκτον ή όσον θα εννόη τα δήθεν ελληνικώτερα ιδιώματα του Κυπρίου ή και του Πελοποννησίου αγρότου».
Εξάλλου μακεδονική αποκαλούν τη γλώσσα και ο Παύλος Μελάς, όπως και ο διάδοχός του στον αντιμακεδονικό αγώνα Γεώργιος Τσόντος – Βάρδας.
Τη συνεργασία με τις Τουρκικές αρχές καταγράφουν και επίσημοι εκπρόσωποι της Ελλάδας. Ο πρόξενος της Ελλάδας στη Μπίτολα Κ.Κυπραίος στην έκθεσή του αρ. 554/24-7-1903 γράφει:
«Την παρελθούσαν Παρασκευήν βουλγαρόφωνοι ορθόδοξοι χωρικοί ελθόντες μοι εγνώρισαν εμπιστευτικώς ότι την εικοστήν του μηνός, ημέραν Κυριακήν και εορτήν του Προφήτου Ηλίου, κηρύσσεται αφεύκτως η επανάστασις, και μοι καθόρισαν τα σημεία της συγκεντρώσεως των επαναστατών. Τούτο δεν έλειψα ν’ ανακοινώσω τω Γενικώ Διοικητή…».
Ο γραμματέας του προξενείου Ίων Δραγούμης γράφει στην έκθεσή του της 26-7-1903:
«Εφόσον δυνάμεθα βοηθούμεν Τουρκικάς Αρχάς προς καταστολήν κινήματος, αλλ’ ουδαμώς πρόσφορος, ουδέ δυνατόν θεωρώ την επι πλέον δι’ ημετέρων πρακτόρων αναχαίτισιν επαναστατών…».
Ο υπολοχαγός Κωνσταντίνος Μαζαράκης που ηγήθηκε του Αντιμακεδονικού Αγώνα σε Πέλλα και Ημαθία, γράφει στα απομνημονεύματά του:
«Δια του Θεοδωρίδη εντός ολίγου εγνωρίσθην με τον Ραχμή-Μπέην, νεότατον τότε τσιφλικούχον. Αυτό ήτο η αφορμή να μας παράσχη άσυλον εις τα χωρία του, όπου και εσχηματίσαμεν το πρώτο Σώμα. […] Ο Ραχμή-Μπέης, μορφωμένος και ιδεολόγος Τούρκος, ανήκων εις σημαίνουσαν εικογένειαν, σενεδέετο πολύ μετά των Ελλήνων. Υπέφερε δια την κακοδιοίκησιν της Τουρκίας και είχε μίσος κατά των Βουλγάρων και συμφέροντα αντίθετα, μη δυνάμενος να βλέπη τα τσιφλίκια του καταπατούμενα από βουλγαρικάς συμμορίας […] Συγκεντρώσαμεν περί τους ογδοήκοντα άνδρας εν τω τσιφλικίω του Ραχμή-Μπεη παρά την λίμνη Γενιτσών, όπου εγένετο η συγκρότησις του Σώματος. […] Κανονίζω τα της μισθοδοσίας των ανδρών…».
Για τους «Έλληνες» συνεργάτες του στη Νάουσα γράφει:
«Συνεστήθη επιτροπή εκ προκρίτων προς βοήθειάν μας, ήτις όμως ηξίου να μας βοηθήση ενίοτε κατά τα συμφέροντά των. Και ήσαν ταύτα μεγάλα. Οι μεν έχοντες νεροπρίονα εις τα βουνά, οι δε τσιφλίκια βουλγαροφώνων εις τον κάμπον, άλλοι εμπορευόμενοι είχον ανάγκην των Τούρκων».
Αυτοί οι «Έλληνες» τσιφλικάδες, επίσης δεν ήθελαν να επιτύχει η επανάσταση, διότι τότε τα τσιφλίκια τους θα απαλλοτριώνονταν και θα μοιράζονταν σους αγρότες που τα καλλιεργούσαν. Τα τσιφλίκια αυτά και τα νεροπρίονα είχαν παραχωρηθεί σ’ αυτούς τους πατριαρχικούς «Έλληνες», πιστών στους Τούρκους, μετά την καταστολή της επανάστασης του 1822 και την μετατροπή των Μακεδόνων επαναστατών σε δουλοπάροικους αυτών των «Ελλήνων». Το ότι εκείνοι οι πατριαρχικοί «Έλληνες» ήταν προνομιούχοι και συνεργάτες των Τούρκων κατακτητών, ελάχιστα απασχολεί τους Νέο-Έλληνες.
Ο Μαζαράκης γράφει και για τους ελληνόφωνους της περιοχής, που λένε ότι ήρθαν να προστατεύσουν από τους «βουλγαρίζοντες» και «Ρουμανίζοντες»:
«Πόσον όμως μας ελύπει η δυσπιστία και σιωπή των Ελλήνων αυτών, ους συναντώμεν, […] Χαρακτηριστικόν είναι ότι αι πρώται καταδόσεις της διαβάσεως ελληνικών σωμάτων εγένοντο παρ’ αυτών των ελληνοφώνων κατοίκων προς τας τουρκικάς αρχάς…».
Οι ελληνόφωνοι της Μακεδονίας δεν είχαν καμία συμμετοχή και υποστήριξη αυτών των φασιστικών καθαρμάτων. Όπως γράφουν οι ίδιοι οι Μακεδονοκτόνοι, συμμετοχή είχαν μόνο κάποιοι κλέφτες και φυγόδικοι έναντι μισθού. Οι ελληνόφωνοι είχαν αδελφικές σχέσεις με τους μη ελληνόφωνους Μακεδόνες. Ουδέποτε αναφέρθηκε κάποια σύγκρουση ελληνόφωνων με μη ελληνόφωνους Μακεδόνες. Τα περί διώξεων του «Ελληνισμού» είναι όλα κατασκευασμένα ψέματα για να δικαιολογηθούν τα εγκλήματα κατά των Μακεδόνων επαναστατών. Διώκονταν μόνο ο «Ελληνισμός» των συνεργατών των κατακτητών.
Ο Μαζαράκης έδρασε ακριβώς στην περιοχή, όπου ήταν το επίκεντρο της επανάστασης του 1822. Τους απογόνους εκείνων των επαναστατών σκοτώνουν και τρομοκρατούν και τους αποκαλούν τώρα Βούλγαρους και Ρουμανίζοντες. Οι Μακεδόνες χωρικοί ήταν τα εύκολα θύματα, καθώς οι τουρκικές αρχές δεν τους προστάτευαν, αλλά και είχαν ελάχιστο οπλισμό, επειδή τον είχαν παραδώσει στις αρχές ως όρο στα πλαίσια της συμφωνίας για παραχώρηση αμνηστίας.
Σταχυολογώ δυο περιστατικά από τα πολλά, που αφηγείται ο Αμερικανός δημοσιογράφος Άλμπερτ Σόνισεν, που το καλοκαίρι του 1906 είχε ενταχθεί στις αντιστασιακές τσέτες του Βάλτου, στο βιβλίο του «Αναμνήσεις ενός Μακεδόνα αντάρτη». Περιγράφει την περιπέτεια των εννέα χωριών στην πεδιάδα της Σλάνιτσας (Επισκοπή Νάουσας).
«Ο Έλληνας επίσκοπος της Βέροιας τους υπνώτισε, πιπιλίζοντάς τους το μυαλό με το «είστε Έλληνες, είστε Έλληνες». Αυτοί, τρομοκρατημένοι από τους «Στρατιώτες του Χριστού», αποκρίνονταν υπάκουα «είμαστε Έλληνες» ακόμα κι αν δεν μπορούσαν να το πουν στα ελληνικά, παρά το φώναζαν σε «βαρβαρική» γλώσσα. […] Ξαφνικά οι χωρικοί έπαψαν να πληρώνουν φόρο στην εκκλησία, τα ελληνικά σχολεία άδειασαν και οι φήμες έλεγαν πως τα χωριά γέμισαν όπλα…».
Ο «άγιος» Βεροίας κάλεσε τον Μαζαράκη και του ζήτησε:
«Γράψε προς τους αδελφούς μας, στα χωριά Μαρίνοβο, […] Μαθαίνουμε ότι […] προσπαθούν να σας κάνουν να αρνηθείτε την ελληνική καταγωγή σας και την πίστη σας. Μαθαίνουμε επίσης ότι σας πιέζουν να διαμαρτυρηθείτε στους Ευρωπαίους εναντίον των στρατιωτών της πίστεως. Σας ικετεύω να ανοίξετε τα μάτια σας και να μη διαμαρτυρηθείτε ποτέ ξανά στο μέλλον. Δυστυχώς θα είμαι πολύ σκληρός για όσους επαναλάβουν κάτι τέτοιο. Οι ίδιοι θα φονευθούν, τα παιδιά και οι γυναίκες τους επίσης. Θα σκοτώσουμε οποιονδήποτε δεν είναι μαζί μας. Ελπίζω να έγινα κατανοητός και να υπακούσετε. Ο εν πίστει αδελφός σας Κωνσταντίνος Ακρίτας».
Οι χωρικοί δεν πειθάρχησαν και έστειλαν την επιστολή του Μαζαράκη στη Βαλκανική Επιτροπή στο Λονδίνο. Έτσι, στις 10 Μαρτίου οι «Στρατιώτες του Χριστού» χτύπησαν το ανυπότακτο Μαρίνοβο. Ο Σόνισεν περιγράφει:
«Μια ομάδα οπλισμένων αντρών, περίπου πενήντα, μπήκαν στο χωριό και πήγαν στο σπίτι του προέδρου της τοπικής επιτροπής φορώντας μάσκες. Ο πρόεδρος δεν ήταν στο σπίτι εκείνη τη στιγμή. Οι μασκοφόροι άρχισαν να τραβούν τα παιδιά και τις γυναίκες έξω. Εκείνη ακριβώς την ώρα σήμανε συναγερμός και είκοσι εθνοφύλακες του χωριού άρχισαν να πυροβολούν τους ‘’Στρατιώτες του Χριστού’’. Η σύγκρουση διήρκησε περίπου μισή ώρα, όταν οι εθνοφύλακες από τα γειτονικά χωριά κατέφθασαν, καταδίωξαν τους Έλληνες, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή, κι έτσι οι χωρικοί είχαν την ευκαιρία να σκοτώσουν πέντε από δαύτους».
Παρόμοιο περιστατικό περιγράφει και ο Μαζαράκης κατά την επίθεση στο χωριό Γκολέσανι (Λευκάδια Νάουσας). Εκτός από τους χωρικούς, γράφει ότι, «και εξ όλων των βουλγαριζόντων χωρίων του κάμπου ήρχισαν πυροβολισμοί. Ήταν συνεννοημένοι και ο κάμπος εκαίετο. Έπρεπε να απομακρυνθώμεν και να πιάσωμεν το βουνό…»
Ηγέτης των Μακεδόνων αυτονομιστών στην ίδια περιοχή ήταν ο Αποστόλ από τη Μποέμιτσα (Αξιούπολη). Για τους Βλάχους, που αγωνίστηκαν με αυτοθυσία για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, τους οποίους καταδιώκει με το ίδιο πάθος, γράφει:
«Η ρουμανική προπαγάνδα έβλαψε τον Ελληνισμόν της Μακεδονίας πλειότερον και αυτής της βουλγαρικής. […] Δεν πρέπει να απορήση τις ότι δια να εξουδετερώσωμεν τους Βουλγάρους έπρεπε ν’ αρχίσωμεν από τους ρουμανίζοντας, […] Αυτοί ήσαν οι καταδώται, αυτοί οι τροφοδόται των βουλγαρικών συμμοριών, προς ας είχον συμμαχήσει… Ο Μήτρος Βλάχος επρόδοσεν εις τους Τούρκους την παρουσίαν του Παύλου Μελά…».
Ο Β. Σταυρόπουλος ή καπετάν Κόρακας, που τρομοκρατούσε κυρίως τους Βλάχους του Βερμίου, αναφέρει την περίπτωση της επίθεσης κατά των άοπλων χωρικών του Ντόλιαν (Κουμαριά). Γράφει:
«Χωρίς χρονοτριβή αποφάσισα να χτυπήσω πρώτα τη Δόλιανη που ‘’βούλιαζε’’ κυριολεκτικά από ρουμανίζοντες. Στις 8 Μαρτίου μάζεψα τους άντρες μου και επιτέθηκα ξαφνικά στους Δολιανίτες που δούλευαν στ’ αμπέλια τους. Αυτοί στην αρχή, είναι αλήθεια, ξαφνιάστηκαν λίγο. Ύστερα όμως αρπάζοντας ό,τι βρήκαν μπροστά τους, δρεπάνια, τσάπες, πέτρες, ρίχτηκαν πάνω μας με λύσσα και άρχισε μια άγρια συμπλοκή. […] σκοτώθηκαν δυο και οι άλλοι το ‘βαλαν στα πόδια. […] Στο δρόμο της Δόλιανης-Βέροιας έστησα ενέδρα και σκότωσα δύο από το χωριό…».
Οι Βλάχοι του Βερμίου συμμετείχαν στην επανάσταση του Ίλιντεν για μια ελεύθερη και ανεξάρτητη Μακεδονία και δεν την συνέδεαν καθόλου με τη Ρουμανία. Ήταν στην κυριολεξία και ξεκάθαρα μακεδονιστές.
Ο Μαζαράκης καταδίωκε και τα χωριά από τα οποία είχαν συγκροτηθεί τα σώματα του Γκέλε Γκάτσοβ (Αγγελής Γάτσος). Φυσικά τους τότε αποκαλούμενους Μακεδόνες, τώρα τους αποκαλεί Βουλγάρους. Γράφει, λοιπόν:
«Οι Βούλγαροι εν τω μεταξύ εκυριάρχουν του Βιλαετίου Θεσσαλονίκης. Ο καπετάν Αποστόλης εκ Βοεμίτσης, ο Λούκας, ο Καρατάσος εξ Οστρόβου, ο Τσαούσης και ο Μανάφης εκ Μεσιμερίου, ο Τάνε εκ Γκορνιτσόβου και άλλοι».
« Το Σαρακίνοβο ήτο κέντρον βουλγαρισμού….». Εκεί έστειλε τον Σπυρομίλιο, «ώστε να ενεργή κατά των περί το Σαρακίνοβον φανατικών βουλγαριζόντων χωρίων…».
Ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης γράφει στα απομνημονεύματά του:
«Το 1905 στο Ζέλενιτς γινόταν ένας γάμος βουλγαρικός. Αυτό το έμαθε το σώμα του Καούδη, μπήκε στο γάμο κι επειδή έσβησαν τα φώτα έριξε στα σκοτεινά μια ομοβροντία και σκότωσε δεκαπέντε δεκάξι Βουλγάρους. Η νύφη όμως κι ο γαμβρός δεν σκοτώθηκαν. Αυτό το κάναν γιατί είχαν την ιδέα ότι στο γάμο ήταν και μέλη βουλγαρικών συμμοριών, για να τρομάξουν τους Βουλγάρους».
Το περιστατικό το περιγράφουν και οι Κρητικοί Καραβίτης και Καούδης, που συμμετείχαν στην επιδρομή. Ο Καούδης Μάλιστα περιγράφει το πλιάτσικο που έκανε η ομάδα του Πούλακα στο σπίτι του παπά:
«… εγέμισε το σπίτι όλη η παρέα του Πούλακα, […] ανέβηκα απάνω και τι να δω, μια σάλα μεγάλη και τη παπαδιά να στέκει στη μέση της σάλας τρομαγμένη, να κρατεί μια λάμπα, να έχουν δυο-τρία μπαούλα ανοιγμένα και σκορπισμένα ρούχα και να ψάχνουν, άλλοι τα ρούχα και άλλοι τις γωνίες για λάφυρα».
Σε άλλο σημείο γράφει ο Καραβαγγέλης:
«Άλλος οπλαρχηγός ήταν ο Ιωάννης Μπούλακας, Κρητικός κι αυτός […] Κοντά στη Μπελκαμένη ήταν το χωριό Νεγκοβάνι, όπου ήταν δυο παπάδες, ένας ρουμανίζων κι’ ένας αλβανίζων. Μια μέρα σε χειμώνα βαρύ, που έπεφτε πυκνό χιόνι, ο Μπούλακας πήγε στο Νεγκοβάνι, μπήκε μες στα σπίτια τους και τους αποκεφάλισε».
Ο Παύλος Μελάς που έγινε ήρωας του ελληνικού εθνικισμού, σκότωσε μόνο δυο Μακεδόνες. Μπήκε στην Πρεκοπάνα (Περικοπή Καστοριάς) στις 17 Σεπτέμβρη 1904 και περικύκλωσε την εκκλησία, όπου ήταν συγκεντρωμένο όλο το χωριό για μια κηδεία. Τρομοκρατεί τους άοπλους χωρικούς και απαιτεί από αυτούς,
«…να ορκισθώσι πίστην και αφοσίωσιν εις την ορθοδοξίαν και δεύτερον να κάμωσι τοιαύτην αναφοράν εις τον Καϊμακάμην και εις τον Μητροπολίτην. Προς τον τελευταίον (Καραβαγγέλη) δε να μεταβώσιν εντός δέκα το πολύ ημερών και να ζητήσωσι την αποστολήν ιερέως και διδασκάλου Ελλήνων».
Για να γίνουν πιστευτές οι απειλές του, παίρνει μαζί του τον σχισματικό παπά και το δάσκαλο και τους εκτελεί έξω από το χωριό. Αυτός ήταν και ο βασικός σκοπός των ελληνικών συμμοριών, που ήρθαν στη Μακεδονία. Να εξαναγκαστούν με τη βία των όπλων, να επανέλθουν στην Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό οι Μακεδόνες σχισματικοί. Υπόψη ότι οι Μακεδόνες είχαν αποσχιστεί από το πατριαρχείο, όπως και όλοι οι Βαλκανικοί λαοί, γιατί εκείνο είχε ξεφύγει τελείως από τις χριστιανικές αξίες και συνεργάζονταν απροκάλυπτα με τους Τούρκους κατακτητές.
Με τέτοιες μεθόδους εξανάγκασαν πολλούς Μακεδόνες να δηλώσουν πίστη στο πατριαρχείο και τον Ελληνισμό. Αυτοί είναι που αναφέρονται ως «Σλαβόφωνοι με ελληνική συνείδηση».
Τα απομνημονεύματα και οι εκθέσεις αυτών των Μακεδονοκτόνων είναι γεμάτα με παρόμοια εγκλήματα κατά άοπλων και αθώων χωρικών, αλλά στα στενά πλαίσια ενός άρθρου δεν μπορούν να μπουν περισσότερα.
Οι μέθοδοι που εφάρμοζαν οι ελληνικές συμμορίες, είναι ακριβώς ίδιες με τις μεθόδους που ακολούθησαν οι Γερμανοί φασίστες. Γι αυτό το σωστό και το δίκαιο είναι κι αυτοί οι Μακεδονοκτόνοι να αποκαλούνται Φασίστες. Οι Ναζί, όμως, ηττήθηκαν και προκάλεσαν καταστροφή και της ίδιας της πατρίδας τους. Έτσι καταδικάστηκαν και από το γερμανικό λαό. Οι φασιστικές συμμορίες που ήρθαν στη Μακεδονία και το κράτος τους δεν ηττήθηκαν και συνέβαλαν στην προσάρτηση εδαφών της Μακεδονίας. Έτσι κανένας Νέο-Έλληνας δεν καταδικάζει τα εγκλήματά τους και δεν τους αποκαλεί φασίστες, όπως οι Γερμανοί τους δικούς τους φασίστες. Καιρός είναι να το κάνουν. Με τις σημερινές συνθήκες αυτά τα καθάρματα θα καταδικάζονταν από το Διεθνές Δικαστήριο για Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.
Αντί αυτού, αυτοί οι εγκληματίες τιμώνται ως εθνικοί ήρωες και έχουν δοθεί τα ονόματά τους σε δήμους, κοινότητες, πλατείες, οδούς, συλλόγους κλπ. Η ελληνική πολιτεία, αλλά και ο λαός οφείλουν να καταδικάσουν αυτούς τους εγκληματίες και να ζητήσουν δημόσια συγνώμη από τους Μακεδόνες. Οφείλουν αποκατάσταση της αλήθειας και απόδοση τιμών και σεβασμού για τους Μακεδόνες Κομίτες που αγωνίστηκαν για ελευθερία και δικαιοσύνη. Αυτό δικαιούνται και πρέπει να το απαιτήσουν οι ίδιοι οι Μακεδόνες και να σταματήσουν μερικοί από αυτούς να βρίζουν και να λασπολογούν τους ήρωες προγόνους τους, ίσως από άγνοια, ίσως από δουλοπρέπεια.
Οι παλαιότεροι Μακεδόνες, που ήξεραν από πρώτο χέρι την αλήθεια, τιμούσαν τους Κομίτες ως αγωνιστές και εθνικούς ήρωες. Έγραψαν μάλιστα και τραγούδια γι αυτούς. Ένα από αυτά τραγουδιέται ή παίζεται μόνο με μουσική και στην επαρχία μας. Είναι το «Μανλιχέρι πούκαϊα», που εξυμνεί τον Γιοβάντσε και τη μάχη που έδωσε με τους κατακτητές στο Καντάτς, μια περιοχή του Πάικου. Κατάγονταν από το Καρασούλι (Πολύκαστρο) και δρούσε υπό την ηγεσία του Αποστόλ από τη Μποέμιτσα (Αξιούπολη). Σκοτώθηκε μαζί με τα 27 παλικάρια του, έξω από το χωριό της ανατολικής Αλμωπίας Λέσκοβο (Τρία Έλατα), προδομένος από πατριαρχικούς. Το χωριό αυτό, όπως και πολλά άλλα, αφανίστηκε από τους «Έλληνες ελευθερωτές». Οι κάτοικοί του εξοντώθηκαν ή εκδιώχθηκαν άλλοι ως αυτονομιστές «Βούλγαροι» κι άλλοι ως κομμουνιστές.
Καιρός είναι οι Μακεδόνες να σταματήσουν να τιμούν τους φονιάδες των προγόνων τους και να τιμούν τους δικούς τους επαναστάτες ήρωες. Η αλήθεια για τους Μακεδόνες και η αποκατάσταση της αξιοπρέπειάς τους είναι δική τους υπόθεση.
Υ.Γ.: Τα περισσότερα ντοκουμέντα τα παίρνω από τα βιβλία που εξέδωσε για το Μακεδονικό, ο καταγόμενος από την Αριδαία, ιστορικός ερευνητής Γιώργος Πετσίβας. Υπάρχουν και στα 3 βιβλία που έχω εκδώσει, με εξαντλημένα πάνω από 4.000 αντίτυπα.
Μάης 2020 Τραϊανός Πασόης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου