Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Η Καταγωγή των Νέο – Ελλήνων




Στο άρθρο μας «Η καταγωγή των Ελλήνων» http://iliden.blogspot.com/2020/02/blog-post.html  καταθέσαμε στοιχεία από αρχαίους Έλληνες ιστορικούς, που καταδεικνύουν την καταγωγή των Ελλήνων από την Μέση Ανατολή και την Βορειοανατολική Αφρική. Ήταν ο εποικισμός της μετέπειτα Ελλάδας από Αιγύπτιους ηγεμόνες την εποχή της παντοδυναμίας της Αιγύπτου και της κυριαρχίας των Φοινίκων εμπόρων και πλοιοκτητών στη Μεσόγειο. Μετά την κατάρρευση της Αιγύπτου και αργότερα την διάλυση της Περσίας από τους Μακεδόνες, η περιοχή της Πελασγίας που τον 5ο και 4ο π.Χ. ονομάστηκε Ελλάδα από τους Έλληνες και Γκρεκία από τους Ευρωπαίους, πέρασε στον έλεγχο των Μακεδόνων για δυο περίπου αιώνες και στην συνέχεια των Ρωμαίων.

 Ο φορολογικός παράδεισος της περιοχής καταργήθηκε και οι πλούσιοι έμποροι και πλοιοκτήτες των Φοινικικών (Ελληνικών) αποικιών μετανάστευσαν στον άξονα Μέσης Ανατολής – Ιταλίας. Το ίδιο έκαναν και οι μισθοφόροι. Στην περιοχή εγκαταλείφθηκαν οι ανίκανοι προς εργασία και οι δούλοι που απασχολούνταν σε αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Τότε άλλαξε και η φορά του εποικισμού της περιοχής. Από τη Μέση Ανατολή μετατέθηκε στις Ιταλικές αποικιοκρατικές πόλεις – κράτη. Ειδικά οι παραλιακές πόλεις και τα νησιά έγιναν αποικίες των εμπόρων και πλοιοκτητών της Ρώμης, της Βενετίας, της Γένοβας κλπ. Αυτοί συνέχισαν να φέρνουν δούλους και μισθοφόρους,  κυρίως από την Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν και Δυτικοί μισθοφόροι, με γνωστότερους τους Καταλανούς, που κυβέρνησαν την Αττική για 80 χρόνια (1311-1387) και τους Φράγκους «Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου», που κυβέρνησαν τα Δωδεκάνησα για δυόμιση περίπου αιώνες (1309-1522). Δεν εμφανίστηκαν ποτέ κάποιοι Έλληνες που να επιχείρησαν να τους διώξουν, γιατί απλούστατα δεν υπήρχε τέτοιος λαός. Τους έδιωξαν οι Οθωμανοί, όπως και τους Βενετούς, Γενουάτες, Φράγκους κλπ. Όσοι, λοιπόν, υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα έμεινε υπόδουλη στους Τούρκους για τετρακόσια χρόνια, είναι σαν να λένε ότι είναι απόγονοι των Βενετών, Γενουατών, Καταλανών, Φράγκων κλπ. Επειδή, όμως, δεν μπορούν να που κάτι τέτοιο, γιατί απόγονοι και κληρονόμοι εκείνων των εποίκων υπάρχουν στη σύγχρονη εποχή, επέλεξαν να δηλώσουν κληρονόμοι και απόγονοι των αρχαιότερων εποίκων της περιοχής, των Ελλήνων, καθώς κληρονόμοι και απόγονοι εκείνων δεν υπήρχαν για πολλούς αιώνες. Πολύ χαρακτηριστικά ένας ευρωπαίος διανοούμενος έγραψε:

«Η Ελλάδα είναι το αιώνιο κόσκινο μέσα από το οποίο οι επιθέσεις της Ανατολής στη Δύση και της Δύσης στην Ανατολή, πρέπει να περάσουν και να αποθέσουν αμέσως τα κατακάθια τους», (Ρόμπερτ Κάπλαν, Φαντάσματα των Βαλκανίων).

Η περιοχή της Πελασγίας, που οι Έλληνες και οι Νέο-Ελληνες ονομάζουν Ελλάδα και που μέχρι το 1830, ουδέποτε υπήρξε ως ενιαία χώρα, είχε τα ονόματα των περιοχών που σήμερα την αποτελούν. Τα δουκάτα και δεσποτάτα ονομάζονταν «του Μορέως», «του Μυστρά», «της Αχαϊας», «των Αθηνών», «της Ηπείρου» κλπ. Την εποχή της νεοελληνικής επανάστασης η σημερινή Πελοπόννησος ονομάζονταν Μοριάς και η Στερεά Ελλάδα Ρούμελη. Το ίδιο και οι κάτοικοι ονομάζονταν Μοραϊτες και Ρουμελιώτες.

Η ιδέα της καταγωγής από τους Έλληνες της αρχαιότητας δημιουργήθηκε μετά τον 14ο αιώνα. Τα συγγράμματα των Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων επανεκδόθηκαν, πρώτα από τους Άραβες και στη συνέχεια από τους Δυτικοευρωπαίους. Έγιναν βασικό εργαλείο της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Τότε καλλιεργήθηκε στη Δυτική Ευρώπη ο θαυμασμός για τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό. Εκεί γεννήθηκε και η ιδέα να χαρακτηριστούν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων οι σύγχρονοι κάτοικοι της περιοχής όπου έζησαν εκείνοι. Εκείνοι οι κάτοικοι, όμως, δεν είχαν ιδέα για τους Έλληνες. Ήταν υπήκοοι του Βυζαντίου, όπου κυριαρχούσε ο θρησκευτικός σκοταδισμός, που δεν επέτρεπε την επανέκδοση των αρχαίων ελληνικών συγγραμμάτων. Από τη Δύση ενημερώθηκαν μόνο κάποιοι διανοούμενοι και οι μεγαλέμποροι. Κάποιοι από εκείνους προσπάθησαν να καλλιεργήσουν την ιδέα της Ελληνικής καταγωγής και να προβάλουν την Ελληνική φιλοσοφία, αλλά απέτυχαν. Ο πιο γνωστός από εκείνους, ο φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός (1360-1452), που αυτοονομάστηκε με το αρχαιοελληνικό όνομα Πλήθων, καλλιέργησε αυτές τις ιδέες στο Μιστρά. Ο πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος τον καταδίωξε και έκαψε το σημαντικότερο έργο του. Ο Πλήθων μετανάστευσε στην Ιταλία, όπου γνώρισε μεγάλες τιμές και αναγνώριση. Η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός ελάχιστα διαδόθηκαν στον χώρο όπου άνθησε ο Ελληνικός πολιτισμός, με συνέπεια το Γραικύλος να σημαίνει αμόρφωτος, απολίτιστος.

Η ιδέα της Ελληνικής καταγωγής των κατοίκων της περιοχής της αρχαίας Πελασγίας και κατόπιν Γκραικίας ή Ελλάδας, άρχισε να προωθείται συστηματικότερα από τους Δυτικοευρωπαίους περί τα τέλη του 18ου αιώνα. Το 1770 Ρώσοι αξιωματικοί με επικεφαλής τους αδελφούς Ορλώφ (εξού και τα Ορλωφικά) μαζί με οπλαρχηγούς του Μοριά (Πελοπόννησος) ξεσήκωσαν επανάσταση κατά των Τούρκων, με σκοπό να δημιουργήσουν ένα ελεύθερο φιλορωσικό χριστιανικό κράτος. Αυτό αφύπνισε το Δυτικοευρωπαϊκό σωβινισμό, που ήθελε να δημιουργήσει στο νοτιότερο άκρο της Βαλκανικής ένα προτεκτοράτο, ένα είδος πρώιμου Ισραήλ, ως προγεφύρωμα για τη Μέση Ανατολή. Η καταστροφή του Τουρκο-Αιγυπτιακού στόλου από τις Ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις είχε ως κύριο σκοπό την επικράτησή τους στην ανατολική Μεσόγειο και ως πρόφαση την απελευθέρωση των αγωνιζόμενων Γκραικών. Η θρησκευτική συγγένεια των Μοραϊτών με τους Ρώσους (Ορθοδοξία), μπορούσε να υποκατασταθεί με την φυλετική διαφορετικότητα. Οι Έλληνες της αρχαιότητας δεν είχαν καμιά συγγένεια με του «Σλάβους» Ρώσους και τους άλλους φιλόρωσους αυτόχθονες λαούς της Βαλκανικής. Σ’ αυτή την κατεύθυνση βοηθούσε ο θαυμασμός που είχε καλλιεργηθεί στην Ευρώπη για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό κατά τον Διαφωτισμό. Έτσι με τους Γκραικούς μετανάστες και τους φιλέλληνες της Δ. Ευρώπης, προώθησαν την ιδέα της Ελληνικής καταγωγής (π.χ. Αδαμάντιος Κοραής, Ρήγας Φεραίος, Λόρδος Μπάϊρον κλπ.).

Ο Μοριάς (Πελοπόννησος) και η Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα) την περίοδο της επανάστασης του 1821 κατοικούνταν από δυο κυρίως εθνοτικές ομάδες. Τους Ρωμιούς ή Γκραικούς ή Μωραϊτες και τους Αλβανούς ή Αρβανίτες.
 Οι περισσότεροι ηγέτες και πολεμιστές της επανάστασης ήταν Αλβανικής καταγωγής (Αρβανίτες), όπως οι Ο. Ανδρούτσος, Καραϊσκάκης, Μπότσαρης, Μιαούλης, Κανάρης, Μπουμπουλίνα κ.α.

Οι Μοραϊτες Ρωμιοί ήταν εξελληνισμένοι «Σλάβοι», που κατέβηκαν από τον Δούναβη μετά τον 5ο αιώνα. Επειδή ακριβώς κυριάρχησαν ολοκληρωτικά στην Πελοπόννησο, αυτή πήρε το «σλάβικο» όνομα Μοριάς (μορε = θάλασσα). Αυτό το επιβεβαιώνει και ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (905-959), ο οποίος είχε στη διάθεσή του και τα αυτοκρατορικά αρχεία, στο έργο του «Περί Θεμάτων» και στο κεφάλαιο «Έκτον θέμα Πελοπόννησος», όπου γράφει:

«ύστερον δε πάλιν των Μακεδόνων υπό των Ρωμαίων ηττηθέντων, πάσα η Ελλάς τε και Πελοπόννησος υπό των Ρωμαίων σαγήνην εγένετο ώστε δούλους αντ’ ελευθέρων γενέσθαι. Εσθλαβώθη δε πάσα η χώρα και γέγονε βάρβαρος, ότε ο λοιμικός θάνατος πάσαν εβόσκετο την οικουμένη.»

Δηλαδή, λέει πως οι κάτοικοι της Ελλάδας έγιναν και κατά συνέπεια πουλήθηκαν ως δούλοι και «πάσα η χώρα» γέμισε βάρβαρους (αλλόγλωσσους) «Σλάβους». Αυτοί, αφού κυριάρχησαν ολοκληρωτικά, επέβαλαν το «σλάβικο» όνομα Μοριάς (μόρε = θάλασσα), έκαναν αυτόνομη ηγεμονία (585-802 μ.Χ.). Το 802 ο Βυζαντινός στρατηγός Σταυράκιος κατέλαβε την Μοραϊτικη ηγεμονία. Οι Μοραϊτες συχνά επαναστατούσαν, αλλά περίπου το 850 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’ τους υπέταξε οριστικά και τους εξανάγκασε να εκχριστιανιστούν και κατά συνέπεια να εξελληνιστούν γλωσσικά. Ο πρώτος πυρήνας, λοιπόν, του Νέο-Ελληνικού κράτους δημιουργήθηκε από Αλβανούς (Αρβανίτες) και εξελληνισμένους «Σλάβους», (Μοραϊτες).

Την ιδέα της ελληνικής καταγωγής σταδιακά άρχισε να υιοθετεί και το ορθόδοξο πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Ο πατριάρχης είχε και τις αρμοδιότητες του ηγέτη του «Γένους των Ρωμιών» και χαρακτηρίζονταν ως Γενάρχης της Ρωμιοσύνης. Το «Γένος των Ρωμιών» είναι δημιούργημα της προδοτικής συνεργασίας των ορθοδόξων πατριαρχικών με τους Οθωμανούς κατακτητές. Το δημιούργησε ο Μωάμεθ ο Πορθητής μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1453 μ.Χ.), ως «Ρουμ Μιλιέτ» (γένος των Ρωμιών), όρισε ως πατριάρχη και «Γενάρχη» τον υποστηρικτή του Γεννάδιο Σχολάριο και παραχώρησε την συνοικία του Φαναρίου στους Ρωμιούς συνεργάτες του. Εκεί έκαναν τις πολυτελείς επαύλεις τους οι «Άρχοντες του Γένους», που ως συνεργάτες των Οθωμανών διορίζονταν ηγεμόνες, στρατηγοί, ναύαρχοι και ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι. Οι κληρικοί και οι «άρχοντες του γένους» ήταν προνομιούχοι, την ίδια στιγμή που οι λαοί υπέφεραν.  Οι οπαδοί αυτού του προδοτικού πατριαρχείου σταδιακά ξέχασαν την τυραννική  διοίκηση του Βυζαντίου και αποδέχθηκαν την  ηγεμονία του και την ωραιοποιημένη ιστορία του. Μέχρι τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1854 το πατριαρχείο αυτό είχε αδερφικές σχέσεις με τους Ρώσους, που αναγνωρίζονταν ως προστάτες των ορθοδόξων χριστιανών της Οθωμανικής επικράτειας. Σε εκείνον τον πόλεμο, όμως, οι Αγγλογάλλοι προστάτες του προτεκτοράτου της Ελλάδας υποστήριζαν την Τουρκία. Έτσι και το πατριαρχείο που μέχρι το 1850 χαρακτήριζε την Ελλαδική εκκλησία ως σχισματική, διέκοψε την αναγνώριση της Ρωσίας ως προστάτιδας και συντάχθηκε με τους Δυτικούς προστάτες της Ελλάδας. Έτσι σιγά σιγά άρχισε να εγκαταλείπει τον όρο Ρωμιοσύνη και να υιοθετεί τον όρο Ελληνισμός. Κατά συνέπεια το πολυεθνικό «Ρουμ μιλιέτ» (Ρωμαϊκό γένος) μετονομάστηκε σε Ελληνικό Γένος και συνδέθηκε με το Νέο-Ελληνικό Γένος της Ελλάδας.

Το Νεοελληνικό έθνος, λοιπόν, είναι ένα πολυεθνικό δημιούργημα και ανάμεσα στις εθνότητες που το δημιούργησαν δεν υπάρχει καμία Ελληνική εθνότητα ως προς την καταγωγή. Στην αρχαιότητα η πολυεθνική κοινωνία των εποίκων από την Μέση Ανατολή υιοθέτησε το όνομα Έλληνες, λόγω του θαυμασμού προς τον Αχιλλέα και τους προερχόμενους από μια μικρή πόλη της Φθιώτιδας, την Ελλάδα, Έλληνες πολεμιστές του, που καλλιεργήθηκε χάρη στο ποίημα Ιλιάδα του Ομήρου. Στην σύγχρονη εποχή υιοθετήθηκε χάρη στον θαυμασμό του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού που καλλιεργήθηκε στη Δυτική Ευρώπη. Επομένως δεν είναι θέμα καταγωγής, αλλά επιλογής.

Μετά το 1913 προστέθηκαν στο νέο έθνος και άλλες εθνότητες. Οι Μακεδόνες, οι Θράκες, οι Κρητικοί, οι Πόντιοι κ.α. Είναι γνωστό ότι οι Μακεδόνες που δεν δολοφονήθηκαν ή δεν εκδιώχθηκαν, εξελληνίστηκαν υποχρεωτικά, αλλιώς δεν μπορούσαν να επιβιώσουν. Οι Θράκες που στην αρχαιότητα χαρακτηρίζονταν από τους Έλληνες ως «βάρβαροι», όσοι εξελληνίστηκαν λόγω Βυζαντίου και εκκλησίας, χαρακτηρίστηκαν Έλληνες, ενώ όσοι κράτησαν την αρχαία Θρακική τους γλώσσα, χαρακτηρίστηκαν Βούλγαροι.

Οι Κρητικοί λόγω της γεωγραφικής τους θέσης είναι απόγονοι όλων των αποικιοκρατών που πέρασαν από το νησί. Ο πιο μεγάλος εποικισμός έγινε από τους Άραβες Σαρακηνούς πειρατές κατά την περίοδο της κυριαρχίας τους (824-961). Οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν την Κρήτη και επέβαλαν τον εκχριστιανισμό της και μέσω αυτού τον γλωσσικό εξελληνισμό της. Μετέτρεψαν τα τζαμιά σε χριστιανικές εκκλησίες και όπως σε μας τους Μακεδόνες έλεγαν ότι ήμασταν Έλληνες και ήρθαν οι σλάβοι και μας εκσλάβησαν, στους Σαρακηνούς έλεγαν ότι ήταν χριστιανοί και ήρθαν οι Άραβες και τους εξισλάμισαν. Έτσι τους έπεισαν να μετανοήσουν και γι’ αυτό ο πιο σημαντικός ιεροκήρυκας επονομάστηκε όσιος Νίκων ο Μετανοείται. Η παραδοσιακή κρητική ενδυμασία, που διαφέρει από τις Βαλκανικές, η χρήση των μαχαιριών και των όπλων, η βεντέτα, η ζωοκλοπή είναι μάρτυρες της Αραβικής και πειρατικής καταγωγής των Κρητικών. Έδειξαν την πειρατική καταγωγή τους και στη Μακεδονία κατά τον Αντιμακεδονικό Αγώνα (1904-1908). Κρητικοί Μακεδονοφάγοι μισθοφόροι (Καραβίτης-Βολάνης) έκαψαν το μισό χωριό μου (Πόζαρ Πέλλας) το 1908 και σκότωσαν 17 Ποζαρίτες ως «Βούλγαρους».  Ως μοναδική αιτία αναφέρουν το γεγονός ότι οι Ποζαρίτες είχαν αποσχιστεί από το πατριαρχείο και ενώ το 1906 τους έδωσαν εντολή  να επανέλθουν σ’ αυτό, εκείνοι δεν το είχαν κάνει. Από αυτό το βρώμικο πατριαρχείο είχαν αποσχιστεί οι εκκλησίες όλων των Βαλκανικών λαών, συμπεριλαβανομένης και της Ελλαδικής μέχρι το 1850, επειδή αυτό ήταν στενός συνεργάτης των κατακτητών. Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να τους το ανταποδώσουμε και να βάλουμε τα πράγματα στην πραγματική τους θέση.

Οι Πόντιοι που στην πλειοψηφία τους μεταφέρθηκαν μεθοδικά στη Μακεδονία, είναι μια καθαρά Καυκασιανή φυλή. Ήταν ο μόνος λαός της Μ.Ασίας που δεν ενώθηκε στην αυτοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου. Το βασίλειο του Πόντου, που καμιά φορά στο παρελθόν δεν αποκαλούνταν Ελληνικό, δημιουργήθηκε από την Περσική δυναστεία των Μιθριδατών τον 3ο π.Χ. αιώνα. Οι Μιθριδάτες ήταν ελληνιστές και χρήστες της ελληνικής γλώσσας. Χάρη σ’ εκείνους μπήκαν πολλά Ελληνικά στοιχεία στην Ποντιακή γλώσσα. Κατά τον μεσαίωνα την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας την δημιούργησε η βασίλισσα  της Γεωργίας και εγκατέστησε ηγεμόνες τους ανεψιούς της αδελφούς Κομνηνούς. Οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας αποκαλούνταν από τους Βυζαντινούς «Άρχοντες των Λαζών». Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας αποκαλούνταν «έξαρχος πάσης Λαζικής». Όταν κατέλαβαν την περιοχή οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι Κομνηνοί συμμάχησαν μαζί τους και κράτησαν τη θέση τους. Κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ήταν σύμμαχοι και συμμετείχαν στο πλευρό των κατακτητών. Οι Λαζοί, που μας ήρθαν στη Μακεδονία, όπως και οι τουρκόφωνοι Καππαδόκες, μεταξύ των οποίων και οι Καραμανλήδες, τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν Σύριους, τα παρακάμπτουν όλα αυτά και παρουσιάζονται μάλιστα ως υπερ-Έλληνες. Περισσότερο από όλους τους εποίκους πρόσφυγες έδειξαν αντιμακεδονικά αισθήματα και δραστηριότητες (π.χ. ταγματασφαλίτες) και μας αποκαλούσαν «Βούλγαρους». Με την τρομοκρατία που επέβαλαν, οι Μακεδόνες δεν μπορούσαν να τους το ανταποδώσουν. Υπέμεναν και σώπαιναν.

Η αρχαιοελληνική μάσκα που φιλοτέχνησαν για το τεχνητό τους κατασκεύασμα οι Δυτικοί, δημιούργησε το ναρκισσιστικό Νέο-Ελληνικό έθνος, το καμαρωτό παγόνι, που αρνείται να προσγειωθεί στην πραγματικότητα. Συνυπάρχουν σ’ αυτό υπολείμματα των αυταρχικών αποικιοκρατών, των εμπόρων εκμεταλλευτών, των πειρατών, των συνεργατών των κατακτητών, αλλά η πλειοψηφία είναι απόγονοι των δούλων τους και των κακόμοιρων  υπόδουλων λαών των Αιγυπτίων και Φοινίκων, των Ρωμαίων, των Οθωμανών. Εκεί οφείλονται σε μεγάλο βαθμό οι έντονες αντιθέσεις που το χαρακτηρίζουν, οι συχνές εμφύλιες συγκρούσεις, οι αυταρχικές κυβερνήσεις, οι δικτατορίες, η ανάμειξη του στρατού και της εκκλησίας στην πολιτική.

Όσοι ομιλούν τα Ελληνικά, είναι Έλληνες, όπως είναι Λατίνοι όσοι ομιλούν κάποια Λατινική γλώσσα. Λατίνοι είναι οι Βλάχοι, οι Ρουμάνοι, οι Ισπανοί, οι κάτοικοι της κεντρικής και νότιας Αμερικής ως προς τη γλώσσα και όχι ως προς την καταγωγή.

Σωστά ο εθνικός ποιητής Δ. Σολομός έγραψε:
«Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν ότι είναι αληθές»

                                    Μάρτιος 2020  Τραϊανός Πασόης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου